Η απομάγευση της πολιτικής και ο θάνατος των κομμάτων «νέου τύπου»

Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης 26 Αυγ 2013

Το δροσερό και ελπιδοφόρο αεράκι που έφερε η Mεταπολίτευση, φούσκωσε τα πανιά στο ιστιοφόρο της πολιτικοποίησης ευρέων στρωμάτων του πληθυσμού, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ’70 του 20ου αιώνα. Ήταν ο «χρυσός αιώνας» για τα κόμματα «νέου τύπου», δηλαδή για τη λενινιστική αντίληψη οργάνωσης των κομματικών μηχανισμών, με κύρια χαρακτηριστικά την αυστηρά ιεραρχική δομή, τις κομματικές οργανώσεις με γεωγραφικά και επαγγελματικά κριτήρια, τη μεταφυσική άχλη της ηγεσίας ως πάνσοφου ιερατείου που γνωρίζει τα πάντα, ανά πάσα στιγμή, παντού – και δεν επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση.

Από τις μικρές αριστερίστικες οργανώσεις, μέχρι τα μεγάλα κοινοβουλευτικά κόμματα, η ιδέα του κόμματος «νέου τύπου» με την αυστηρή πειθαρχία, την απουσία κριτικής σκέψης, τη θεοποίηση είτε της ηγεσίας, είτε του ενός και μοναδικού ηγέτη, ήταν τόσο ισχυρή, που δεν περνούσε από το μυαλό κανενός πως ίσως να υπάρχει κι άλλος τρόπος οργάνωσης των πολιτών σε κομματικούς οργανισμούς. Σταδιακά, η αντίληψη του κόμματος «νέου τύπου», εισχώρησε ακόμη και στα κόμματα της παραδοσιακά συντηρητικής παράταξης της πατρίδας μας.

Ο «χρυσός αιώνας» των κομμάτων νέου τύπου, κράτησε κάτι λιγότερο από μία δεκαετία. Μόλις στη χώρα άρχισαν να εισρέουν οι πρώτες κοινοτικές επιδοτήσεις, είτε με τη μορφή του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου, είτε μέσω των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων, ο παλιός καλός προδικτατορικός κομματάρχης, αυτή τη φορά με τη μορφή των περίφημων «κλαδικών» οργανώσεων, επανέκαμψε δραστήρια στην κομματική καθημερινότητα. Τα αριστερά γκρουπούσκουλα που περιέφεραν τα ράκη τους σε πανεπιστημιακά αμφιθέατρα και περιθωριακά μπαρ, δεν ήταν πλέον της μόδας. Εξάλλου, ένα μεγάλο τμήμα του στελεχιακού τους δυναμικού, είτε είχε ενταχθεί στο ΠΑΣΟΚ διαπρέποντας, είτε είχε καταλάβει θέσεις υψηλής διοικητικής ευθύνης σε αυτά που διάφοροι αποκαλούν σήμερα «καθεστωτικά ΜΜΕ». Το ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσ. είχαν, το καθένα για διαφορετικούς λόγους, ενταχθεί στο παιχνίδι του κοινοβουλευτισμού, διατηρώντας σε διαφορετικό βαθμό σε ισχύ τον «δημοκρατικό συγκεντρωτισμό», αλλά όχι τόσο πολύ τη μονολιθικότητα (κυρίως το ΚΚΕ εσ. που πολύ νωρίς τράβηξε το δικό του ευρωκομμουνιστικό δρόμο).

Η συνέχεια είναι λίγο ή πολύ γνωστή. Μέχρι που μπήκαμε στον 21ο αιώνα, η χώρα και το πολιτικό σύστημα, με τα γνωστά κόμματα, πορεύονταν μακαρίως με την εντύπωση πως ο χρόνος κινείται μόνο γραμμικά, πως η αέναη ανάπτυξη (έστω και δια της διόγκωσης μέσω της κατανάλωσης) της οικονομίας είναι ένα αδιατάρακτο status quo και μάλιστα εγγυημένο (κατά κάποιο μεταφυσικό τρόπο) και, το πολιτικό παιχνίδι θα παίζεται λίγο ή πολύ με τον τρόπο που τον έχουμε συνηθίσει και αποδεχτεί.

Η σκέψη πως η νέα επανάσταση της γνώσης, οι τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών, το διαδίκτυο και η κουλτούρα που αυτό φέρνει στο προσκήνιο θα αλλάξουν δραματικά τη ζωή, δεν περνούσε καν από το μυαλό εκείνων, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων θεωρούσε τη γραφομηχανή ως τη μεγαλύτερη επανάσταση του 20ου αιώνα.

Δέσμιοι παρωχημένων αντιλήψεων, ανίκανοι να συλλάβουν τα μηνύματα των καιρών, εγκλωβισμένοι σε ένα φαύλο παρελθόν, οι κομματικοί σχηματισμοί βρέθηκαν απροετοίμαστοι να αντιμετωπίσουν τις τεκτονικού χαρακτήρα αλλαγές που προκάλεσαν σε οικουμενικό επίπεδο τόσο η παγκοσμιοποίηση, όσο και τα επιτεύγματα της μεγαλύτερης ίσως επανάστασης που γνώρισε μέχρι σήμερα η ανθρωπότητα. Τα παλαιά κόμματα «νέου τύπου», είτε σάλπισαν οπισθοχώρηση, επιστρέφοντας στον γνωστό και οικείο αρνητισμό τους, όπως το ΚΚΕ, που απαγόρευσε στα μέλη του να διατηρούν λογαριασμούς στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης, είτε προσπάθησαν να ποδηγετήσουν τα Νέα Μέσα με τις γνωστές τακτικές του εισοδισμού, καταγγέλλοντάς τα ταυτοχρόνως ως «τεχνοφασισμό», είτε κάνοντας σπασμωδικές κινήσεις που φανέρωναν τη γελοιότητα και την ανεπάρκεια τους.

Παράλληλα, η πρόσφατη δομική κρίση μοντέλου που βιώνει η χώρα μας, προκάλεσε μια ταχύτητα απομάγευση του πολιτικού συστήματος της Μεταπολίτευσης. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, εκατομμύρια πειθήνιων μα διεφθαρμένων ψηφοφόρων, απομακρύνθηκαν από τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας. Οι χθεσινοί απολιτίκ πολίτες, συγκλονισμένοι από το βάθος των αλλαγών που συντελούνται στις ζωές τους, εντάχθηκαν στο μεγαλύτερο αντικοινοβουλευτικό και αντιδημοκρατικό κίνημα που γνώρισε η μεταπολεμική Ευρώπη, το «κίνημα των αγανακτισμένων», θεωρώντας πως θα μπορέσουν να χειραφετηθούν από το πελατειακό κράτος, του οποίου ήταν συστατικό στοιχείο. Το αποτέλεσμα ήταν να μετατραπούν σε εκτροφείο ολοκληρωτικών και εμφυλιοπολεμικών νοοτροπιών, που απειλούν να δυναμιτίσουν την πορεία της χώρας και να προκαλέσουν έναν νέο εμφύλιο σπαραγμό.

Τελευταία, γίνεται πολύς λόγος για την ανάγκη δημιουργίας ενός νέου πολιτικού σχηματισμού, ο οποίος θα προσπαθήσει να καταλάβει τον ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στο νέο δίπολο που δημιουργείται. Ο όρος που χρησιμοποιείται είναι η «κεντροαριστερά» και ο καθένας νοηματοδοτεί αυτόν τον όρο όπως έμαθε, ή όπως τον βολεύει. Μέχρι στιγμής, περισσότερος λόγος γίνεται για τα πρόσωπα και λιγότερο για την πολιτική και ως εκ τούτου η υπόθεση «κεντροαριστερά» καρκινοβατεί ανάμεσα σε συμπάθειες και αντιπάθειες που κουβαλούν αυτοί που φιλοδοξούν να γίνουν οι πρωτεργάτες του εγχειρήματος.

Ανεξάρτητα από τα παραπάνω -το πρόβλημα των προσώπων αργά ή γρήγορα θα το λύσει η ίδια η ζωή- το νέο εγχείρημα δεν μπορεί να στηρίζεται στην παράδοση των κομμάτων «νέου τύπου». Δεν μπορεί να γίνεται λόγος για κάθετη δομή οργάνωσης του κόμματος ή της παράταξης (το όνομα έχει ελάχιστη πλέον σημασία), ούτε θα μπορεί να είναι μια παραλλαγή των όσων γνωρίσαμε.

Έτσι κι αλλιώς, οι βαθιές πολιτισμικές αλλαγές που επιφέρει η επανάσταση της γνώσης, έχει οδηγήσει σε εκτεταμένο εκδημοκρατισμό τόσο της γνώσης καθεαυτής, όσο και της πληροφορίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ίδια τη μορφή της νέας πνευματικότητας και των νέων συλλογικοτήτων κατά τον 21ο αιώνα.

Τα πολιτικά κόμματα, ως στοιχείο της καθόλης πνευματικότητας, δεν μπορούν να βρίσκονται μερικά βήματα πίσω από την πραγματικότητα. Θα πρέπει να αξιοποιούν τις νέες δυνατότητες. Πιο κοντά θα είναι σε ένα μοντέλο «ομοσπονδίας κοινών ενδιαφερόντων» διαφόρων ομάδων, δίχως την υποχρέωση να συμφωνούν όλοι με όλους για όλα, όπως γινόταν στο παρελθόν. Οι νέες τεχνολογίες προσφέρουν μεγάλες δυνατότητες επικοινωνίας, ανταλλαγής απόψεων, διαμόρφωσης πολιτικών, δεν μπορούν όμως να αντικαταστήσουν την πολιτική δραστηριότητα καθ’ εαυτή. Καθοριστικό ρόλο θα διαδραματίσει η τοπική αυτοδιοίκηση, όχι όπως τη γνωρίζουμε στην Ελλάδα, ως μία αστείρευτη πηγή σκανδάλων και πελατειακού κράτους, αλλά ως συνασπισμοί κατοίκων με κοινά ενδιαφέροντα και συμφέροντα που διαχέονται και στην υπόλοιπη κοινωνία, μέσω δικτύων οικονομικών, πολιτισμικών, πολιτικών.

Το πολιτικά κόμματα της νέας εποχής, δεν θα είναι κόμματα του διαδικτύου, όπως με πολλή αφέλεια πίστεψαν ορισμένοι καλοί φίλοι, που θεώρησαν πως αρκούν τα like, η συμμετοχή σε ομάδες του facebook ή οι συζητήσεις με κείμενα 140 χαρακτήρων στο twitter. Αν τα κόμματα «νέου τύπου» έχουν πεθάνει, τα κόμματα του διαδικτύου απλώς είναι θνησιγενή.

Αναμφίβολα, ζούμε σε μια ενδιαφέρουσα μεταβατική εποχή, στο μεταίχμιο μεγάλων αλλαγών, οι οποίες δε φαίνονται αμέσως, λόγω της φόρτισης της καθημερινότητας. Οι αλλαγές που συντελούνται στην ελληνική κοινωνία, συμπαρασύρουν βεβαιότητες και σταθερές δεκαετιών. Η εποχή εγκυμονεί αλλαγές και σίγουρα δεν θα πλήξουμε περιμένοντας και συμμετέχοντας σε αυτές.