Η απόφαση του αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα να ζητήσει από το Κογκρέσο έγκριση για στρατιωτική επέμβαση στη Συρία ήταν μια ουσιαστική αλλά και συμβολική κίνηση. Ανέδειξε το ηγετικό προφίλ του, αλλά δημιούργησε, ταυτόχρονα, και προηγούμενο. Όχι μόνο για τις ΗΠΑ αλλά και για τις Δυτικές χώρες γενικότερα.
Είναι αλήθεια ότι ο Ομπάμα οδηγήθηκε στην απόφαση αυτή από τις πρόσφατες εξελίξεις. Είναι επίσης γεγονός ότι η κίνηση αυτή ενέχει σοβαρό ρίσκο. Διότι εάν το Κογκρέσο απορρίψει το αίτημα του προέδρου Ομπάμα, η εικόνα του ως ηγέτη θα τσαλακωθεί, θα περιοριστεί το περιθώριο των κινήσεών του και, κυρίως, θα αμφισβητηθεί η θέση των ΗΠΑ ως κυρίαρχης και αξιόπιστης διεθνούς (υπερ)δύναμης.
Ωστόσο, με την κίνηση αυτή ο Ομπάμα πέτυχε τρία πράγματα: πρώτον, να κερδίσει χρόνο και να επιδιώξει πολιτική λύση στο πρόβλημα. Ο Ομπάμα ως γερουσιαστής ήταν έντονα επικριτικός στην αλόγιστη χρήση στρατιωτικών μέσων από τη διακυβέρνηση Μπους. Ως πρόεδρος υποσχέθηκε και σταδιακά υλοποιεί τη στρατιωτική απεμπλοκή των Αμερικανών από το Ιράκ και το Αφγανιστάν. Επομένως, η πολιτική λύση παραμένει προτεραιότητα.
Δεύτερον, σε περίπτωση που αυτή είναι ανέφικτη, θέτει τους συμμάχους και φίλους των ΗΠΑ, ειδικά τους ευρωπαίους, προ των ευθυνών τους. Του δίνεται επίσης ο αναγκαίος χρόνος για να οικοδομήσει ένα συνασπισμό δυνάμεων για την επίθεση. Η προοπτική μιας μονομερούς αμερικανικής επέμβασης στη Συρία δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστική για τον Ομπάμα.
Τρίτον, με την απόφασή του θέτει τους ίδιους τους Αμερικανούς και συγκεκριμένα το Κογκρέσο προ των δικών τους ευθυνών και τους κάνει συμμέτοχους στην απόφαση. Ταυτόχρονα, του επιτρέπει να παρουσιάσει στην κοινή γνώμη τα επιχειρήματά του υπέρ της επέμβασης και να οικοδομήσει ένα ευρύτερο μέτωπο στήριξης της απόφασης.
Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας στο Κογκρέσο, ωστόσο, η Δύση βρίσκεται, αμήχανη, μπροστά σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση και σε ουσιαστικά διλήμματα: να αφήσει ατιμώρητη τη χρήση χημικών όπλων ή να επέμβει; Όταν ο Σαντάμ Χουσέϊν χρησιμοποίησε τη δεκαετία του 1980 χημικά εναντίον των Κούρδων του Ιράκ οι δυτικές δυνάμεις παρακολουθούσαν το έγκλημα άπραγες. Μπορεί να επαναληφθεί και σήμερα το ίδιο, και τι θα σημαίνει αυτό; Είναι προφανές ότι η Δύση πρέπει να στείλει καθαρό μήνυμα ότι δεν είναι ανεκτή η χρήση τέτοιων όπλων μαζικής καταστροφής.
Η απόφαση Ομπάμα και η δυναμική που δημιούργησε μπορεί να βοηθήσει έτσι ώστε οι διάφοροι παίχτες στην κρίση να συζητήσουν πολιτικά για να βρουν διεξόδους. Η Συρία έχει την ιδιαιτερότητα ότι διαπλέκει τα συμφέροντα των ΗΠΑ, των Ευρωπαίων, ειδικά της Γαλλίας, της Ρωσίας, της Τουρκίας, του Ισραήλ και βεβαίως των διαφόρων αραβικών χωρών. Η Ρωσία, παρά τη σκληρή κριτική προς τις ΗΠΑ, δείχνει να ενδιαφέρεται να συζητήσει ένα τρόπο διεξόδου και δεν φαίνεται διατεθειμένη να θυσιάσει τις δύσκολες σχέσεις της με τις ΗΠΑ και τη Δύση γενικότερα για χάρη του Άσαντ. Όταν δεν θα της είναι πια χρήσιμος για τα συμφέροντά της, ο Άσαντ θα καταστεί αναλώσιμος.
Από την άλλη, οι Ευρωπαίοι δείχνουν για ακόμα μια φορά πόσο ανήμποροι και ανέτοιμοι είναι να διαμορφώσουν μια κοινή θέση σε ένα φλέγον θέμα εξωτερικής πολιτικής. Η ευρωπαϊκή οικονομική κρίση αλλά κυρίως η επανεθνικοποίηση των πολιτικών που εφαρμόζονται κατά κύριο λόγο από τη Γερμανία αλλά και άλλους έχουν υποσκάψει την προοπτική διαμόρφωσης μιας πραγματικά κοινής εξωτερικής πολιτικής. Ως αποτέλεσμα ο ευρωπαϊκός ρόλος περιορίζεται, δίνεται ζωτικός χώρος στη Ρωσία και επικυρώνεται η πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ.
Και τα Ηνωμένα Έθνη; Εδώ και πολλά χρόνια το Συμβούλιο Ασφαλείας έχει γίνει αρένα επίδειξης δύναμης και επιρροής αντί πεδίο αναζήτησης συναινετικών προσεγγίσεων. Η συριακή κρίση επαναφέρει στο προσκήνιο την ανάγκη για μεταρρύθμιση των Η.Ε. και των οργάνων του, ειδικά του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Μέσα σε αυτά τα δεδομένα Αθήνα και Λευκωσία πρέπει να κινηθούν για να προστατεύσουν τα δικά τους συμφέροντα. Ελλάδα και Κύπρος ανήκουν στη Δύση. Ανήκουν στην Ευρώπη. Ως εκ τούτου, είναι βραχίονες της ευρωατλαντικής συνεργασίας. Ειδικά η Ελλάδα, έχει συμβατικές υποχρεώσεις που οφείλει να εκπληρώσει. Ως εκ τούτου, και τα δύο κράτη, χωρίς μικρομεγαλισμούς και τυμπανοκρουσίες, αποβάλλοντας αγκυλώσεις και φοβίες, πρέπει να συνδράμουν τις αποφάσεις που θα ληφθούν στη βάση των δυνατοτήτων τους και εντός του πλαισίου της ευρωατλαντικής συνεργασίας και των διεθνών κανόνων.
Το ζήτημα της Συρίας θέτει σκληρά διλήμματα και δείχνει καθαρά πόσο σημαντική είναι η διαμόρφωση μιας πολυμερούς συνεργασίας για αντιμετώπιση της κρίσης. Αυτή θα είναι ακόμα πιο αναγκαία την επόμενη μέρα είτε μιας πολιτικής λύσης είτε μιας στρατιωτικής επέμβασης. Διότι ο δρόμος προς την περιφερειακή ασφάλεια και σταθερότητα είναι ακόμα αβέβαιος, μακρός και δύσβατος.