Η ποιότητα των θεσμών και της διακυβέρνησης επιδεινώνεται εν μέσω κρίσης, τότε, όταν είναι επιτακτικότερα αναγκαία. Με άμεσα αρνητικές συνέπειες και μακροπρόθεσμα δυσοίωνες επιπτώσεις.
Προ ημερών, αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υποθέσεων της Ε.Ε. μια μελέτη που πραγματεύεται το θέμα της χαμηλής ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας (The Puzzle of the Missing Greek Exports). Σύμφωνα με τη μελέτη, μεταξύ των κρίσιμων παραγόντων που προσδιορίζουν τη συνολική ανταγωνιστικότητα μιας χώρας, είναι το κράτος δικαίου, η ασφάλεια των συμφωνιών που συνάπτονται, η διαφάνεια ρυθμιστικού πλαισίου και διοικητικών διαδικασιών για σύσταση-λειτουργία μιας επιχείρησης, η πάταξη της διαφθοράς. Με δυο λόγια, κρίσιμος παράγοντας είναι η ισχύς των θεσμών. Αν καλυπτόταν το θεσμικό έλλειμμα, καταλήγει η μελέτη, το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας θα έκλεινε κατά 54 έως 78%.
Προχτές, στη Cyprus Economic Policy Review που εκδίδει το Πανεπιστήμιο της Κύπρου, μια επιστημονική επιθεώρηση με διεθνή απήχηση, δημοσιεύτηκε μελέτη δύο επιφανών δικών μας οικονομολόγων, του Β. Ράπανου και της Γ. Καπλάνογλου, που πραγματεύεται το θέμα των θεσμών και της επίδρασής τους στην οικονομική κρίση σε Ελλάδα και Κύπρο (Governance, Growth and the Recent Crisis: The Case of Greece and Cyprus). Σύμφωνα με αυτήν, η κρίση ξεπερνιέται ταχύτερα και ομαλότερα στην Κύπρο, ενώ οι καταστροφικές συνέπειές της παρατείνονται και οξύνονται στην Ελλάδα, διότι στην Κύπρο υπάρχει αυτό που λείπει στην Ελλάδα: Μηχανισμοί διακυβέρνησης υψηλής ποιότητας (όπως, για παράδειγμα, αυτό μετράται στους δείκτες διαφθοράς…) και ισχυροί θεσμοί. Στην Ελλάδα, ενώ η ποιότητα διακυβέρνησης και θεσμών θα έπρεπε να είχε βελτιωθεί σημαντικά ώστε να ενισχυθεί η προσπάθεια υπέρβασης της κρίσης, συνέβη το αντίθετο: «Η ποιότητα των θεσμών και των μηχανισμών της διακυβέρνησης» -καταλήγει η μελέτη- «χειροτέρεψε. Το θεσμικό έλλειμμα, η επιβάρυνση της διακυβέρνησης από την αναξιοκρατική “πελατεία” και τον κομματισμό, η κακομεταχείριση της δημοκρατίας τελικά, παρατείνουν την κρίση και διακινδυνεύουν να πάνε χαμένες οι θυσίες».
Δεν πρόκειται για μια θεωρητικού χαρακτήρα υπόθεση. Θυμίζω μια ακόμη μελέτη των Β. Ράπανου, Γ. Καπλάνογλου και Ι. Μπαρδάκα, που είχε λάβει το πρώτο βραβείο σε διεθνές συνέδριο. Είχαν πραγματευθεί το θέμα της σχέσης κοινωνικής δικαιοσύνης και δημοσιονομικής προσαρμογής. Επειτα από ενδελεχή ανάλυση των δεδομένων 29 χωρών του ΟΟΣΑ επί μια 40ετία (από το 1971 έως το 2009), είχαν καταλήξει σε μια οικονομικά και πολιτικά εξαιρετικά σημαντική διαπίστωση: Η δικαιοσύνη, δηλαδή η στήριξη των πιο αδύναμων τμημάτων της κοινωνίας σε φάση δημοσιονομικής προσαρμογής, εκτός από τη συμβολή της στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, αποτελεί καθοριστικό παράγοντα επιτυχίας αυτής καθαυτήν της προσαρμογής.
Μπορεί η ύφεση να εξασθενεί, αλλά όταν αυτό γίνεται (α) με επιδείνωση της ποιότητας της διακυβέρνησης, με αποδυνάμωση των θεσμών, με περιορισμό της δημοκρατίας μόνο σε μορφή πολιτεύματος και συρρίκνωσή της ως λειτουργίας διαβούλευσης και λήψης των αποφάσεων και όταν (β) η κρίση επιχειρείται να αντιμετωπιστεί με όρους διευρυμένης αναπαραγωγής ανισοτήτων και αδικίας, χωρίς κεντρικό πρόταγμα συλλογικού εθνικού συμφέροντος, τότε ανοίγονται δύο στενές ατραποί μπροστά μας. Μία οικονομική: Παρατεταμένη, πολυετής περίοδος χαμηλών ρυθμών μεγέθυνσης με παράλληλη μαζική ανεργία. Και μία πολιτική: Μια μακρά περίοδος κοινωνικής δυσφορίας, έντασης και πολιτικής αβεβαιότητας, με άγνωστες, επικίνδυνες παρενέργειες. Αλλά πιο επικίνδυνη είναι η διάχυτη στον πολιτικό χάρτη αυταπάτη ότι, όπως κι αν εξελίσσονται τα πράγματα κι αν επιδεινώνονται θεσμοί και διακυβέρνηση, τελικά «όλα είναι και θα συνεχίσουν να είναι υπό έλεγχο». Ισως ναι, ίσως όχι. Στην οικονομική θεωρία είναι γνωστή η «στιγμή Μίνσκι» -από το όνομα του μεγάλου Αμερικανού αριστερού κεϊνσιανού Hyman Minsky. Είναι η στιγμή που η ευφορία των χρηματοπιστωτικών αγορών μεταστρέφεται σε πανικό. Οταν ξεσπά η κρίση. Μέχρι τότε, όλα φαίνονται να εξελίσσονται ομαλά. Oυδείς φαντάζεται πόσο εύθραυστο είναι το σύστημα και βαρύ το κόστος του πανικού. «Στιγμή Μίνσκι» μπορεί να εμφανιστεί σε κάθε κοινωνικό και φυσικό σύστημα, τη συνεχή καμπύλη της συμπεριφοράς του να σπάσει μια απότομη ασυνέχεια, συχνά αφού έχουν υποτιμηθεί οι ενδείξεις «τέλος αντοχής» και έχουν αγνοηθεί οι προειδοποιήσεις που εξέπεμπε. Οταν η κατάστασή του ανατραπεί, τίποτα δεν μπορεί να διορθωθεί και τίποτα δεν είναι αναστρέψιμο. Είναι, απλώς, πολύ αργά.