Αρκετοί – όσοι δεν παρακολουθούν το διεθνές πολιτικό τοπίο – μπορεί να ξαφνιάστηκαν από το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των Περιφερειακών εκλογών στη Γαλλία και την άνοδο του εθνικιστικού κόμματος της Λεπέν. Όσοι πάλι έχουν το μάτι τους στη διεθνή πολιτική σκηνή, ανέμεναν ότι αυτό θα συνέβαινε. Εδώ και 2-3 χρόνια, στη Γαλλία η άνοδος του συγκεκριμένου ρεύματος είχε καταγραφεί και σε εκλογικές φάσεις αλλά και στην γενικότερη πολιτική ατμόσφαιρα της χώρας. Και για κάποιον προσεκτικό παρατηρητή, δεν είναι φαινόμενο μόνο της Γαλλίας.
Είναι βέβαιο ότι τα τελευταία τρομοκρατικά χτυπήματα στη πρωτεύουσα της χώρας έδωσαν σημαντική ώθηση στο ξενοφοβικό, εθνικιστικό μέτωπο της κυρίας Λεπέν. Είναι βέβαιο ότι τέτοιου τύπου ενέργειες ενδυναμώνουν φωνές παρόμοιες με αυτές και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Όμως δεν ήταν αυτό η πραγματική αιτία της ανόδου του κόμματος της κόρης του ναζιστή Ζαν Μαρί Λεπέν.
Όπως και να ξεκινάμε την ανάλυσή μας, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι μιλάμε για τη Γαλλία, μια χώρα που έχει ‘’παράδοση’’ τις τελευταίες δεκαετίες με το συγκεκριμένο ρεύμα. Η Λεπέν είναι μια συνέχεια, εξωραϊσμένη για εκλογικούς λόγους, του ακραίου εθνικιστικού κόμματος του πατέρα της. Ένα πολιτικό κόμμα που πάντα έβρισκε απήχηση, έστω και μικρότερη ανάμεσα στους Γάλλους. Σε μια κοινωνία που έχει πολλαπλά προβλήματα μετανάστευσης αρκετές δεκαετίες τώρα, μετανάστευση που προέρχεται κυρίως από τις πρώην αποικίες της. Πολίτες με άμεσο δικαίωμα εισόδου στη χώρα, προερχόμενοι από άλλες κουλτούρες και χαμηλότερου βιοτικού επιπέδου, εισέρχονται δεκαετίες τώρα στη Γαλλία, αυξάνοντας διαρκώς όλα τα προβλήματα που μπορούν να προκύψουν όταν δεν υπάρχει ή δεν αναπτύσσεται σε όλο το εύρος η κατάλληλη μέριμνα αφομοίωσης των μεταναστών με τους γηγενείς πληθυσμούς.
Είναι όμως θέμα μόνο για τη Γαλλία η ανάπτυξη αυτού του εθνικιστικού και ευρωδιασπαστικού ρεύματος; Όποιος παρακολουθεί ευρύτερα τα πολιτικά θέματα στην Ευρώπη, διαπιστώνει ότι πρόκειται περί της κορυφής ενός παγόβουνου που πλησιάζει το καράβι της Ευρώπης ταχύτατα. Μια Ευρωπαϊκή Ένωση που πρέπει σύντομα να επιλέξει αν θα συνεχίσει να συμπεριφέρεται σαν τους ταξιδιώτες του Τιτανικού, που συνεχίζουν να χορεύουν όσο το παγόβουνο πλησιάζει, ή θα αντιδράσει ως παγοθραυστικό όχι μόνο απέναντι στο φαινόμενο, αλλά κυρίως απέναντι στις αιτίες που το προκαλούν. Γιατί μόνο η αντιμετώπιση των βαθύτερων αιτιών είναι ο τρόπος να αντιμετωπίσεις ένα φαινόμενο επικίνδυνο όχι μόνο για τη δομή της Ευρώπης αλλά πολύ περισσότερο επικίνδυνο για τις ίδιες τις κοινωνίες της. Κοινωνίες που έχουν πληγεί βαθύτατα από την επικράτηση τέτοιων ιδεών στο πολιτικό της σύστημα, πριν από μόλις 80 χρόνια.
Τα τελευταία χρόνια, απέναντι στη οικονομική κρίση που χτύπησε το σύνολο της ελεύθερης οικονομίας στον πλανήτη μας, η Ευρώπη απάντησε με συγκεκριμένες πολιτικές. Από τις επικρατούσες συντηρητικές κυβερνήσεις της Ευρώπης επιλέχθηκε η αντιμετώπιση του προβλήματος με το μόνο κοκτέιλ μέτρων που αυτή η ιδεοπολιτική πλευρά γνωρίζει να εφαρμόζει. Περιστολή δαπανών, αναστολή λειτουργιών, ελάττωση κρατικών προϋπολογισμών, μείωση ελλειμμάτων, αύξηση ανεργίας, ισχυροποίηση τραπεζικού συστήματος, σκληρό νόμισμα. Μια πολιτική που δεν εφαρμόστηκε μόνο στις χώρες που εφάρμοσαν Μνημόνια, όπως η χώρα μας, αλλά που διέτρεξε το σύνολο της Ευρώπης. Και που συνεχίζει να τη διατρέχει ακόμα.
Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής πέρασαν γρήγορα από την οικονομία στη κοινωνία. Και η ανταπόκριση των κοινωνιών δεν θετική. Και δεν θα μπορούσε να είναι θετική, όταν η πολιτική αυτή προβλέπει μείωση του κοινωνικού κράτους και των δομών του, σμίκρυνση των επενδυτικών δυνατοτήτων και απώλεια θέσεων εργασίας. Και κάπου εκεί, οι Ευρωπαίοι πολίτες έχουν αρχίσει να αλλάζουν το ερώτημα που έθεταν σε σχέση με την Ευρώπη.
Παλιότερα το ερώτημα ήταν: «Διεύρυνση ή Εμβάθυνση της Ευρώπης;»’. Σήμερα, και μετά την επικράτηση των παραπάνω περιγραφόμενων πολιτικών, το ερώτημα έχει αλλάξει: «Διατήρηση και ολοκλήρωση ή Διάλυση;». Είναι λογικό, οι πολίτες της Ένωσης να μπαίνουν στον προβληματισμό, όταν βλέπουν ότι η κεντρική επιλογή του οργανισμού μέσα στον οποίο βρίσκονται κινείται απέναντι από τα κοινωνικά ζητούμενα.
Ας δούμε ποια ρεύματα τοποθετούνται σε κάθε πλευρά απάντησης του παραπάνω ερωτήματος.
Τη διατήρηση και την ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης φαίνεται να την επιθυμούν οι περισσότεροι, όμως δεν αποφασίζουν να προτείνουν τους τρόπους με τους οποίους η ολοκλήρωση αυτή θα προχωρήσει.
Από την άλλη, στη διάλυση του Ευρωπαϊκού κεκτημένου φαίνεται να οδηγούν οι ευρωσκεπτικιστικές φωνές που πληθαίνουν διαρκώς στην Ευρώπη. Φωνές που αναθυμούνται τις εποχές του κράτους-έθνους, φωνές που αναπολούν τα εθνικά νομίσματα και την πλαστιμότητά τους, φωνές που εκφράζονται σε πολλές πλέον χώρες της Ένωσης, μεταξύ των οποίων και η δική μας. Γιατί αν κοιτάξουμε προσεκτικά τη ρητορεία των κομμάτων, κοινοβουλευτικών και μη αυτή τη στιγμή, ένα σημαντικό κομμάτι του πολιτικού μας συστήματος επιλέγει συνειδητά την έξοδο της χώρας από την Ένωση και τη μοναχική της πορεία. Ακόμα και σε κυβερνητικό επίπεδο, υπάρχουν φωνές που υποθάλπουν ευρωσκεπτικισκισμό και δεύτερες σκέψεις σε σχέση με το ευρωπαϊκό μας κεκτημένο.
Ήρθε η ώρα, οι πραγματικά προοδευτικές φωνές της Ευρώπης να παρουσιάσουν μια ολοκληρωμένη πρόταση για την επόμενη μέρα του οικοδομήματος. Είναι η κατάλληλη, ίσως η τελευταία στιγμή, οι δυνάμεις που βασίζονται στον ανθρωπισμό και στο όραμα της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης να βγουν μπροστά, στο σύνολο των λαών της Ευρώπης και να παρουσιάσουν το δικό τους, εναλλακτικό σχέδιο. Ένα σχέδιο που θα αλλάζει ρότα στο καράβι της Ευρώπης. Ένα πρόγραμμα διακρατικό, που θα βάζει μπροστά τον άνθρωπο και όχι το σύστημα. Μια πρόταση που θα επιδιώκει την πραγματική ολοκλήρωση της ένωσης των λαών της Ευρώπης σε μια δυνατή συμμαχία όχι μόνο σε δημοσιονομικούς αριθμούς αλλά σε όλα τα επίπεδα.
Οι δυνάμεις που αναγνωρίζουν τον άνθρωπο ως κινητήρια δύναμη κάθε μηχανισμού, άρα και την ανάγκη για τη βελτίωση των όρων διαβίωσης του, οφείλουν να παλέψουν για την περαιτέρω ολοκλήρωση της Ευρώπης σε όλα τα επίπεδα. Και σε πολιτικό, και σε οικονομικό, και σε κοινωνικό και σε αμυντικό, και σε παραγωγικό. Να πάρουν το νήμα από εκεί που το άφησαν οι μεγάλοι οραματιστές της Ενωμένης Ευρώπης της δεκαετίας του 80 και να το συνεχίσουν, καθώς αποδεικνύεται ότι η κυριαρχία των συντηρητικών λογικών, μπορεί να εμφανίζει βελτιωμένους αριθμούς, αλλά δεν βελτιώνει τον άνθρωπο. Σε όλη την Ευρώπη.
Μόνο η διευρωπαική παρουσίαση μιας εναλλακτικής πρότασης, μιας συνολικά διαφορετικής κατεύθυνσης της Ευρώπης θα μπορέσει να ανασχέσει τα ρεύματα εκείνα που μπορεί να ξαφνιάζουν όσους δεν παρακολουθούν τη πραγματικότητα, αλλά προβληματίζουν όλους όσους κοιτούν σε βάθος τις αιτίες και όχι τα αποτελέσματα. Οι προτάσεις οφείλουν να είναι και ρεαλιστικές αλλά και οραματικές. Επιστρέφοντας στις ιδέες του ανθρωπισμού και της ελευθερίας επιλογής. Στις βασικές επιλογές που έγιναν τη κρίσιμη για την Ευρώπη δεκαετία του 80 αλλά αφέθηκαν πίσω στη πορεία, όταν κυριάρχησαν τα συντηρητικά δόγματα.
Υπάρχει ο ιδεολογικός χώρος που μπορεί να παράξει αυτές τις προτάσεις. Και είναι ο ίδιος πολιτικός χώρος από τον οποίο προήλθαν οι Μιτεράν, Παπανδρέου, Σμίτ, Πάλμε, Γκονζάλες και αρκετοί άλλοι. Ας κοιτάξουμε λίγο πίσω, προκειμένου να μπορέσουμε να εκτινάξουμε την Ευρώπη μπροστά.