Η «ρήξη» (rupture) είναι μια από τις απαγορευμένες λέξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Όποιος τη χρησιμοποιεί συνήθως το πληρώνει ακριβά. Παρά ταύτα, κυβερνητικά στελέχη με ιδιαίτερη άνεση χρησιμοποιούν αναφορές σε «ρήξη» στις διαπραγματεύσεις με τους Θεσμούς. Η λέξη/όρος δεν έχει χρησιμοποιηθεί μέχρι σήμερα ποτέ από καμιά κυβέρνηση ούτε ως πραγματική επιδίωξη ούτε ως διαπραγματευτική απειλή. Υπήρξαν στο παρελθόν ηγέτες που μπήκαν σε ιδιαίτερα σκληρή διαπραγμάτευση με την Ένωση πάνω σε αιτήματα που ξέφευγαν από την «κανονική» τάξη πραγμάτων. Η πρωθυπουργός της Βρετανίας Μ. Θάτσερ π.χ. έθεσε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 το αίτημα για μείωση των συνεισφορών της στον προϋπολογισμό της Ένωσης κατά παράβαση των κανόνων του συστήματος. Άνοιξε έτσι μια ιδιαίτερα σκληρή αντιπαράθεση με τους εταίρους της που οδήγησε σε εξ ίσου σκληρή διαπραγμάτευση (την έζησα από μέσα). Αλλά η σιδηρά Κυρία ουδέποτε χρησιμοποίησε εκβιαστική λογική, πολύ λιγότερο αναφορές σε «ρήξη» ή κάτι παρεμφερές. Και τελικά το αίτημά της ικανοποιήθηκε (στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Φονταινεμπλώ – 1984).
Ο Α. Παπανδρέου επίσης με την άνοδο στην εξουσία το 1981 έθεσε ιδιαίτερα απαιτητικά αιτήματα στην Ένωση (Ευρωπαϊκή Κοινότητα τότε) για μια «άλλη σχέση» της χώρας. Υπέβαλε στους Θεσμούς ένα αυστηρό υπόμνημα και μπήκε σε μια δύσκολη διαπραγμάτευση που διήρκεσε τρία περίπου χρόνια (την έκανε κυρίως ο Θ. Πάγκαλος με τη συμμετοχή και του γράφοντος). Ωστόσο σε κανένα στάδιο της διαπραγμάτευσης αυτής δεν χρησιμοποιήθηκε η αναφορά/ απειλή της «ρήξης» με το σύστημα. Και η διαπραγμάτευση κατέληξε επιτυχώς με την υιοθέτηση των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων (ΜΟΠ) το Μάρτιο 1985. Υπάρχουν και άλλες ανάλογες περιπτώσεις.
Επομένως τί ακριβώς επιδιώκουν σήμερα τα κυβερνητικά στελέχη όταν αναφέρονται σε «ρήξη»; Εάν χρησιμοποιείται ως απειλή καλό είναι να συνειδητοποιηθεί ότι δεν αποδίδει. Το αντίθετο, συσπειρώνει αρνητικά. Δεν αλλάζει διαπραγματευτικές στάσεις. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να έχεις ένα ευρύ φάσμα στόχων και επιδιώξεων αλλά η ίδια η λογική του συστήματος αποκλείει ως στόχο τη «ρήξη». Εάν ωστόσο η αναφορά στη «ρήξη» δεν είναι απλά διαπραγματευτική απειλή αλλά συνιστά το «σχέδιο Β» του κυβερνητικού σχήματος, τότε είναι σαφές ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια εξόχως επικίνδυνη επιλογή, επιλογή που βεβαίως δεν έχει κάνει ο ελληνικός λαός. Συνοπτικά, ως διαπραγματευτική απειλή, η αναφορά σε ρήξη δεν είναι αξιόπιστη και συνεπώς «δεν πιάνει» και ως πολιτική επιλογή είναι καταστροφική και θα γεννήσει θύελλες…