«Μα καλά, οι ίδιοι δεν συναισθάνονται ότι εκτίθενται με αυτή την ιστορία»; Με αυτή την ειλικρινή απορία, ένας από τους πιο γνωστούς και ταλαντούχους ηθοποιούς μας, που βρίσκεται στην εμπορική και καλλιτεχνική του ακμή, εξέφρασε την έκπληξή του για τις διαφαινόμενες τοποθετήσεις μελών στο Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου, ένα από τα επεισόδια που ταλανίζουν τον πολύπαθο δημόσιο βίο μας.
Η απάντηση είναι προφανώς «όχι». Και δεν θα υπήρχε ίσως θέμα συζήτησης, αν κανείς παρατηρούσε ότι σε όλο τον κόσμο υπάρχουν άνθρωποι που υπερεκτιμούν εαυτόν, επιδιώκουν με θράσος δημόσιες θέσεις που δεν τους αναλογούν, αναπτύσσουν αντιλήψεις προκλητικές για τον κοινό νου, επιχειρώντας έτσι να καλύψουν τα ιδιοτελή τους κίνητρα. Στον τομέα του πολιτισμού, άλλωστε, έχει υπάρξει και η εποχή Ζαχόπουλου, με τη γνωστή κατάληξη.
Όμως, σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο, έχει κανείς την αίσθηση ότι υπάρχουν μεν τα παραπάνω φαινόμενα, αλλά υπάρχουν μηχανισμοί ελέγχου και διάφορα (θεσμικά και μη) «φρένα», που επιβάλλει η κοινωνία. Έτσι, οι «κακοήθεις» περιπτώσεις περιορίζονται ή τέλος πάντων δίνεται η αίσθηση ότι γενικώς λειτουργεί η αξιοκρατία, κάποιας μορφής.
Εδώ αδυνατούμε να συμφωνήσουμε ότι πρέπει να υπάρχει, πέρα από γούστα, προτιμήσεις και υποκειμενικά κριτήρια, ένας αντικειμενικός τρόπος αξιολόγησης της πορείας και των δυνατοτήτων (τυπικών και μη) του καθενός. Για παράδειγμα, αρνούμαστε να συμφωνήσουμε ότι μια προσωπικότητα που έχει υπηρετήσει την ευτέλεια ή την παθογένεια που μας οδήγησε στην κρίση, είτε αυτή είναι π.χ. τηλεοπτική είτε είναι πολιτική, δεν πρέπει να αναδεικνύεται ή να καταλαμβάνει δημόσια θέση ευθύνης. Και με πάθος στέλνουμε στη Βουλή (και) ό,τι χειρότερο υπάρχει, αδυνατώντας να πιέσουμε για το καλύτερο. Αποτέλεσμα, οι αξιόλογοι άνθρωποι να εξακολουθούν να αρνούνται την είσοδο στη δημόσια ζωή, με εξαίρεση ελαχίστους. Και χωρίς μια κρίσιμη μάζα από αυτούς, δεν θα κάνουμε ποτέ βήμα εμπρός.
Στη δημοκρατία βεβαίως δεν υπάρχουν αντικειμενικοί ορισμοί της «ευτέλειας» ή της «παθογένειας». Υπάρχουν όμως σε αντίβαρο, η διαφάνεια και οι ανοιχτές διαδικασίες, η αξιολόγηση των προσόντων, οι ελεγκτικοί μηχανισμοί σε περίπτωση ποινικών ή διοικητικών παραπτωμάτων, η καταγραφή της πορείας του καθενός, που δεν πρέπει να ξεχνιούνται. Και, κυρίως, η ωριμότητα της κοινωνίας και του εκλογικού σώματος, της οποίας καθρέφτης είναι τα δημόσια πρόσωπα.
Πέρα από τις αντιθέσεις, που εκφράζονται μέσα σε κάθε οργανωμένη συλλογικότητα, έχει κανείς την αίσθηση ότι στην Ελλάδα της κρίσης έχουν αφεθεί αχαλίνωτες κάθε είδους «σουρεαλιστικές» οπτικές και προσεγγίσεις, φτάνει να υπηρετούν τα κίνητρα και τις επιδιώξεις του καθενός. Πολλές φορές, η προσπάθεια για εύρεση ενός κοινού τόπου, με οδηγό την κοινή λογική και τη μετριοπάθεια, προσκρούουν στην απόλυτη αντιστροφή της πραγματικότητας. Ένας τρόπος να αποδυναμωθούν είναι και το να βαφτίζονται «καθεστωτικές» ή «συστημικές».
Σε αυτό βεβαίως έχουν συμβάλλει οι ίδιες οι τριτοκοσμικές αγκυλώσεις του μεταπολιτευτικού μας οικοδομήματος, που έδωσαν και δίνουν ακόμα τη δυνατότητα σε «διαπλεκόμενα» συμφέροντα να προσπαθούν να επηρεάσουν τα πράγματα, προς ίδιον όφελος. Και εκεί όμως η λύση δεν μπορεί να έρθει, παρά με την εξάλειψη των αγκυλώσεων και των θεσμικών κενών, που σαμποτάρουν και ευτελίζουν τη δημοκρατία και την έκφρασή της ως ευνομούμενης πολιτείας, που έχει κανόνες και τους τηρεί.
Η παράδοση όμως του «καφενειακού λόγου» και της καθε είδους παράλογης αντίδρασης προηγείται της κρίσης. Απλώς διογκώθηκε από αυτήν. Φταίει η έλλειψη παιδείας και η ιστορική διαδρομή της χώρας; Φταίει το μέγεθος και η αδυναμία του (κάποτε) προτεκτοράτου; Φταίει η κουτοπονηριά της ανατολής, η απουσία της αστικής τάξης και ο Διαφωτισμός που πέρασε, αλλά δεν άγγιξε; Φταίει η κληρονομιά του εμφυλίου, που για κάποιους δεν έχει τελειώσει ακόμα; Φταίνε η εσωστρέφεια και τα συμπλέγματα, που οδηγούν όσους αισθάνονται αδύναμοι να γατζώνονται από οποιονδήποτε εθνικισμό, ρατσισμό ή θεωρία συνωμοσίας που τονώνει το πληγωμένο τους εγώ – κι ας είναι και το «μας ψεκάζουν»; Είναι η κουλτούρα του Έλληνα, του οποίου «ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει»;
Σε πρόσφατη τηλεοπτική εκπομπή στην ErtWorld, ο διευθύνων σύμβουλος της MRB Δημήτρης Μαύρος εξηγούσε ότι το 95% του πληθυσμού στην Ελλάδα της κρίσης περιγράφεται από τον γενικό τίτλο «Αντιδρώ», και μόνο το 5% από τον αντίστοιχο «Δρω» (για να βγω από την κρίση). Είναι αποτέλεσμα της πιο απότομης προσαρμογής σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τις τελευταίες δεκαετίες; Είναι πολύ νωρίς για να έχουμε απαιτήσεις, δεδομένης και της μεταπολιτευτικής μας αμεριμνησίας; Ή συνδυάζεται και με τη χαρακτηριστική έλλειψη αυτοκριτικής και αυτογνωσίας, που άλλωστε είναι υπεύθυνη και για την επιφανειακή και νεοπλουτική μας ανάπτυξη, που οδήγησε στο σκάσιμο μιας τεράστιας φούσκας;
Αποτέλεσμα όλων αυτών όμως είναι η χώρα να μοιάζει βουλιαγμένη σε ένα διαρκή «αυριανισμό», από πολλές πλευρές. Έτσι, δυσκολευόμαστε ακόμα να σοκαριστούμε όταν συνεχίζονται οι ίδιες παλαιοκομματικές και πελατειακές πρακτικές ή όταν αδυνατούμε να ενσωματώσουμε στη νομοθεσία μας μια κοινοτική οδηγία, όπως συμβαίνει με το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, που σαμποτάρεται συστηματικά για να μη χαθούν οι ακροδεξιές ψήφοι (και η ψυχή τους). Το ίδιο και όταν δυσκολευόμαστε να καταδικάσουμε τη βία, ακόμα περισσότερο τη φασιστική – και βαφτίζουμε με ευκολία «βία» όλες τις αδικίες ή αναλγησίες του πολιτικοκοινωνικού μας συστήματος.
Αφού κάναμε επί δεκαετίες mainstream τους γραφικούς της πολιτικής μας ζωής, τώρα αδυνατούμε πια εντελώς να ελέγξουμε το παιχνίδι της δημοκρατικής σταθερότητας, σχηματίζοντας μέτωπο απέναντι στην προσβολή του φασισμού, όπως έκαναν άλλες χώρες που είδαν την απειλή να έρχεται. Και το γεγονός ότι εξακολουθούμε (αυξητικά μάλιστα, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις), να «τιμωρούμε το πολιτικό σύστημα» ενισχύοντας αυτούς που δεν αυτοπεριγράφονται, αλλά αποκαλούν τους υπόλοιπους «αλήτες» και «περιττώματα της πολιτικής ζωής», θα έπρεπε να μας είχε οδηγήσει στο μάξιμουμ της αντίδρασης. Αλλά σε αυτή την περίπτωση, όπως φαίνεται, είμαστε ακριβοί στα πίτουρα και φτηνοί στο αλεύρι…