Είτε μας αρέσει, είτε όχι, είτε τις επιθυμεί το Μέγαρο Μαξίμου, είτε τις θεωρεί καταστροφικές η αντιπολίτευση είτε όχι, το ενδεχόμενο των εκλογών παραμένει στο τραπέζι. Για τον απλούστατο λόγο ότι ο κ. Τσίπρας εξακολουθεί να αδυνατεί να πετύχει την πολυπόθητη συμφωνία και αν τελικώς τα καταφέρει, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα εγκριθεί από το σύνολο της κοινοβουλευτικής του ομάδας.
Προφανώς οι συνθήκες που θα διαμορφωθούν έχουν καθοριστική σημασία. Αλλιώς θα είναι αν επιτευχθεί συμφωνία και η κυβέρνηση δεν έχει τη δεδηλωμένη και τελείως διαφορετικά αν έχουμε πάει σε ρήξη και χρεοκοπία. Η εκκρεμότητα αυτή παραδόξως προκαλεί κατά κύριο λόγο σύγχυση στην αντιπολίτευση. Ετσι την ώρα που η κυβέρνηση διακινεί το σενάριο της σκληρής διαπραγμάτευσης, ΝΔ, Ποτάμι και ΠΑΣΟΚ παλινδρομούν μεταξύ της υποστήριξης της συμφωνίας από τη μια και της κριτικής στα μέτρα και στις δεσμεύσεις που θα αναληφθούν από την άλλη.
Η εκκρεμότητα εξηγεί εν μέρει τη δημοσκοπική κυριαρχία του ΣΥΡΙΖΑ. Η θεωρία που διακινείται είναι ότι οι πολίτες δεν πρόκειται να αλλάξουν στάση αν προηγουμένως δεν αρχίσουν να υφίστανται τις συγκεκριμένες επιπτώσεις των μέτρων. Είναι κι έτσι. Αλλά η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη. Το 2010 στις δημοτικές εκλογές το ΠΑΣΟΚ είχε καταφέρει να παραμείνει πρώτο κόμμα, έναν χρόνο μετά την ψήφιση του Μνημονίου. Το κατάφερε επειδή είχε πείσει ότι η λιτότητα ήταν αναπόφευκτη, αν όχι αναγκαία, και ότι σύντομα, στο τέλος του 2012, θα ξαναβγαίναμε στις αγορές. Με την ίδια λογική αν ο ΣΥΡΙΖΑ πείσει ότι έκανε το καλύτερο δυνατόν κληρονομώντας προβλήματα για τα οποία δεν έχει ευθύνη, τότε ακόμα και μετά τη λήψη των μέτρων το πρόβλημα θα το έχει η αντιπολίτευση. Αν επιτευχθεί συμφωνία, με άλλα λόγια, θα χρειαστεί καιρός για να διαψευστούν οι προσδοκίες, ακριβώς όπως συνέβη και με το ΠΑΣΟΚ. Και στο μεταξύ η χώρα θα πηγαίνει ολοταχώς προς τα πίσω. Το αντέχουμε;
Σε μία από τις τελευταίες παρεμβάσεις του ο Ευ. Βενιζέλος επισήμανε ότι η κυβέρνηση και ο κ. Τσίπρας επενδύουν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους στην επικοινωνία. Εχει δίκιο. Καλώς ή κακώς όμως η πολιτική προϋποθέτει την επικοινωνία. Ενα μέτρο ή μια πολιτική από μόνα τους σπάνια είναι κακά ή καλά. Αυτό που μετρά είναι πώς θα τα ερμηνεύσουν οι πολίτες. Κυρίως αν θα πειστούν ότι είναι δίκαια. Αλλά και αν η κυβέρνηση θεωρηθεί ότι έχει τις ικανότητες και τη γνώση να τα υλοποιήσει. Στο δεύτερο η κυβέρνηση πάσχει. Υπουργοί στον κόσμο τους, αλληλοσυγκρουόμενες δηλώσεις, ψέματα και βέβαια εκτιμήσεις που διαψεύδονται την επομένη συνθέτουν ένα σκηνικό που επιτείνει την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια. Ως προς το πρώτο όμως, με τη βοήθεια της καλής εικόνας προσωπικά του κ. Τσίπρα, έχει πλεονέκτημα. Πείθει ότι αντιστέκεται, ότι το δίκιο είναι με το μέρος μας, όχι με τους «ακραίους νεοφιλελεύθερους» της Ευρώπης και εξακολουθεί να έχει την εμπιστοσύνη των πολιτών.
Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση η αντιπολίτευση αδυνατεί να αντιτάξει το δικό της μήνυμα. Μπορεί απέναντι στο επερχόμενο Μνημόνιο το mail Χαρδούβελη να είναι πράγματι «παιδική χαρά», όπως εύστοχα παρατήρησε ο κ. Βενιζέλος. Αλλά τι σηματοδοτεί; Ποιο κόμμα θα κατέβει με αυτό σημαία και θα πείσει; Και πού μπορεί να οδηγήσει η εμμονή στη δικαίωση ενός παρελθόντος που οι ψηφοφόροι έχουν καταδικάσει;
Αδικο; Ασφαλώς. Η χώρα θα ήταν σήμερα σε πολύ καλύτερη κατάσταση, αν δεν είχαν μεσολαβήσει οι τελευταίοι πέντε χαμένοι μήνες, αν είχε κλείσει η αξιολόγηση από τον περασμένο Οκτώβριο με τα πολύ πιο ήπια μέτρα που ήταν τότε αναγκαία. Ομως αν δεν ξεφύγουμε από αυτήν τη συζήτηση, η χώρα κινδυνεύει να μείνει εγκλωβισμένη ανάμεσα σε μια κυβέρνηση που κουβαλάει όλα τα αρνητικά της Mεταπολίτευσης και της ιδεοληψίας της, και μια αντιπολίτευση που θα είναι ταυτισμένη με το χθες και δεν θα μπορεί να κερδίσει εκλογές.
Το μήνυμα φυσικά είναι και τα πρόσωπα. Στο ΠΑΣΟΚ ο κ. Βενιζέλος παραιτήθηκε. Ο ίδιος νιώθει πικραμένος. Σήμερα κατά γενική σχεδόν ομολογία έχει τον πιο συγκροτημένο πολιτικό λόγο και για πέντε χρόνια ξόδεψε το πολιτικό του κεφάλαιο, συμβάλλοντας καθοριστικά στην παραμονή της χώρας στο ευρώ. Αναγνώρισε όμως ότι η σχέση του όπως και η σχέση του ΠΑΣΟΚ με τους πολίτες έχει διαρραγεί. Το ίδιο σε διαφορετικό βαθμό ισχύει και για τη ΝΔ. Σε μια περίοδο «χαμηλών προσδοκιών» η κοινωνία αντιμετωπίζει με καχυποψία κάθε πολιτική πρωτοβουλία. Αναγκαστικά η ανάκτηση της αξιοπιστίας θα πρέπει να ξεκινήσει από την ανανέωση της ηγεσίας. Ο κ. Βενιζέλος έδειξε τον δρόμο και στον κ. Σαμαρά.