Ηταν απαραίτητο να συνάψουμε τη συμφωνία. […] Είναι αλήθεια πως ορισμένα σημεία θα μπορούσαν να αποσαφηνιστούν περισσότερο, αλλά αυτό δεν είναι η ουσία του όλου ζητήματος. Η συναισθηματικότητα δεν μπορεί να καθορίζει την πολιτική μας. Η πραγματικότητα και η ακριβής εκτίμηση των δυνάμεών μας καθορίζει την πολιτική μας. […] Η σημερινή συμφωνία είναι αποτέλεσμα της διεθνούς κατάστασης. Δεν πρέπει να είμαστε απογοητευμένοι από τη συμφωνία. Δεν πρέπει να βλέπουμε τη συμφωνία απαισιόδοξα, αλλά να πάρουμε όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε η συμφωνία να αποβεί προς όφελός μας. […] Είχαμε και έχουμε σωστή πολιτική, αλλά οι σημερινές συνθήκες δεν μας επιτρέπουν να την εφαρμόσουμε. Αν αύριο αλλάξουν οι συνθήκες θα νικήσουμε». Αν νομίζετε πως είναι απόσπασμα της ομιλίας του πρωθυπουργού Αλ. Τσίπρα στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, κάνετε λάθος αλλά όχι τόσο μεγάλο. Πρόκειται για απόσπασμα από ομιλία του ηγετικού στελέχους (ουσιαστικά υπ’ αριθμόν δύο του κόμματος) Γ. Ιωαννίδη στην Κ.Ε. του ΚΚΕ στις 14 Φεβρουαρίου 1945, δύο μέρες δηλαδή μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, που έγινε αποδεκτή με ισχυρές αντιδράσεις από τα στελέχη του κόμματος και ιδιαίτερα τους καπετάνιους του ΕΛΑΣ που έπρεπε ουσιαστικά μετά από αυτήν να αφοπλιστούν.
Η ομιλία αποτυπώνει με ακρίβεια τα διλήμματα της ηγεσίας του κόμματος αμέσως μετά την ήττα στα Δεκεμβριανά. Ο Ιωαννίδης εξηγούσε στους απαρηγόρητους συντρόφους του γιατί έπρεπε να λάβουν μια ορθολογική απόφαση, εκτιμώντας πρωτίστως τον δυσμενή συσχετισμό δύναμης και την αρνητική διεθνή συγκυρία. Υπογράμμιζε ιδιαίτερα πως το συναίσθημα δεν θα μπορούσε να είναι οδηγός για τη λήψη των κρίσιμων αποφάσεων, αλλά αντίθετα η ρεαλιστική κατανόηση των συνθηκών.
Η συμφωνία με τους δανειστές που καταθέτει η ελληνική κυβέρνηση στο Κοινοβούλιο αποτυπώνει σχεδόν ωμά τον άνισο συσχετισμό δύναμης, για τον οποίο θρηνεί τώρα η κυβέρνηση ενώ πριν από λίγους μήνες υποτιμούσε γεμάτη αλαζονεία.
Πάντως, το ανησυχητικό με τη συμφωνία της Βάρκιζας δεν υπήρξε αυτός καθαυτός ο συμβιβασμός από την πλευρά του ΕΑΜ-ΚΚΕ, αλλά το γεγονός πως η συμφωνία δεν μπόρεσε να εμποδίσει μια νέα έξαρση του Εμφυλίου και να επιβάλει την ειρήνευση. Το ανησυχητικό, λοιπόν, βρίσκεται στην πεποίθηση των ηττημένων, που παρουσίαζαν τη συμφωνία ως να επρόκειτο για έναν τακτικό ελιγμό που θα επέτρεπε μια νικηφόρα δυναμική επάνοδο όταν οι συνθήκες θα άλλαζαν.
Υπό αυτήν την οπτική, εδώ ακριβώς βρίσκεται ο κίνδυνος για τον Αλ. Τσίπρα. Να θεωρήσει πως η συμφωνία που θα υπογράψει είναι απλώς λίγος κερδισμένος χρόνος μέχρι την επόμενη αναμέτρηση, εκτιμώντας πως είναι δυνατόν η συμφωνία να ανατραπεί στην πράξη. Ενας τέτοιος νέος γύρος αντιπαράθεσης μπορεί θαυμάσια να υποδαυλιστεί από τα στελέχη εκείνα του κόμματος που θα θεωρήσουν πως η ρήξη με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και η έξοδος στη δραχμή είναι ακόμη εφικτές και πως πρέπει να πιέσουν προς αυτήν την κατεύθυνση.
Αν ο Τσίπρας σκεφτεί έτσι τον περιμένει μια νέα συντριπτική ήττα, ένας νέος «Γράμμος», όχι βέβαια στα πεδία των στρατιωτικών μαχών αλλά σε αυτά της πολιτικής και των διεθνών θεσμών.
Ο δρόμος του λοιπόν από εδώ και στο εξής είναι υποχρεωτικά ένας: να επιταχύνει τη στροφή προς τον ρεαλισμό τώρα που ελέγχει ακόμη το κόμμα του και έχει την υποστήριξη της ελληνικής κοινωνίας. Ο Αλ. Τσίπρας απέκτησε από όλη αυτήν την περιπέτεια μια διδακτική και χρήσιμη γι’ αυτόν εμπειρία. Αντιλήφθηκε κατ’ αρχάς πως η θέση μιας χώρας μέσα στο διεθνές σύστημα είναι αποτέλεσμα μακρόχρονων διαδικασιών που διαμορφώνουν ένα ισχυρό πλέγμα υποχρεώσεων και υποχρεωτικών διαδρομών. Οποιος επιχειρεί αυτό να το ανατρέψει θα πρέπει να είναι έτοιμος να πληρώσει μεγάλα κόστη. Και τελικά εμπέδωσε, μέσω του δικού του προσωπικού βιώματος, πως στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και της διεθνοποίησης, οι ηγέτες των εθνικών κρατών μπορούν να προχωρούν μέχρι εκεί που η οικονομική θέση της χώρας τους το επιτρέπει.