Η αρνητική αντίδραση των πανεπιστημίων στην επιλογή της κυβέρνησης για συγκρότηση ειδικού τμήματος της αστυνομίας υπό τον δικό της έλεγχο για την τήρηση του νόμου στα πανεπιστήμια ήταν αναμενόμενη. Είναι η ίδια με την αντίδραση στην κατάργηση του κατ? ευφημισμόν “ασύλου”. Επαναφέρουμε το “άσυλο” από την πίσω πόρτα και την κατάργηση του ισχύοντος νόμου. Δεν ξέρω αν και πόσο οι επίσημοι φορείς (πρυτάνεις, πανεπιστημιακά τμήματα, συνδικαλιστικοί φορείς των πανεπιστημιακών) εκφράζουν την άποψη της πλειονότητας των πανεπιστημιακών. Γιατί υπάρχει κι αυτή η φοβερή σιωπηλή πλειοψηφία, που δεν μιλά, δεν αντιδρά. Ουσιαστικά, ακόμα κι αν δεν συμφωνεί με τους εκπροσώπους μας, είναι συνένοχη με τη σιωπή της στο να μην αλλάξει τίποτε. Γιατί αυτό κομίζει η επίσημη αντίδραση των πανεπιστημίων. Να μην αλλάξει τίποτε. Να συνεχίσουμε εμείς να διαχειριζόμαστε -δηλαδή να παζαρεύουμε- την ανομία, τον φανατισμό, την πρωτοφανή άσκηση βίας, την καταπάτηση της ελευθερίας του λόγου. Να διεκδικούμε να μην ισχύουν οι νόμοι του κράτους στον δικό μας χώρο, ενώ ισχύουν για όλους τους άλλους. Γιατί, νόμος που δεν διασφαλίζεται η εφαρμογή του, είναι στην πράξη άκυρος.
Παραθέτω στη συνέχεια ένα απόσπασμα από εισήγησή μου σε δημόσια συζήτηση για την κρίση στα πανεπιστήμια που έγινε πριν δύο χρόνια, όταν είχε μπει, για άλλη μια φορά στο τραπέζι το θέμα του “ασύλου” (*). Ο πρώτος πληθυντικός της εισήγησης αφορά τα μέλη ΔΕΠ των πανεπιστημίων (τους πανεπιστημιακούς).
“[…]Χαρακτηριστικό όσο και επίκαιρο παράδειγμα, το πρόβλημα της διακίνησης ναρκωτικών και των επιθέσεων κατά της ζωής ή περιουσίας μέσα στους πανεπιστημιακούς χώρους. Η ανάδειξη για άλλη μια φορά του ζητήματος του ασύλου. Κανείς δεν διαφωνεί ότι το θεσμικό πλαίσιο έχει ασάφειες που δημιουργούν εμπόδια. Επίσης κανείς δεν φαίνεται να διαφωνεί ότι το άσυλο δεν μπορεί να καλύπτει παράνομες πράξεις και μάλιστα σαν αυτές που ανέφερα. Αλλά είναι επίσης σαφές ότι εμείς δεν είχαμε ποτέ καθαρό λόγο προς την κοινωνία και την πολιτική εξουσία. Να πούμε δηλαδή με τον πιο καθαρό και επίσημο τρόπο ότι το άσυλο δεν καλύπτει εγκληματικές πράξεις, πράξεις του κοινού ποινικού δικαίου και ιδιαίτερα όσες στρέφονται κατά της ζωής και περιουσίας των πολιτών. Να δηλώσουμε καθαρά ότι ο νόμος θέλουμε να ισχύει και να λειτουργεί μέσα στο πανεπιστήμιο όπως και σε οποιονδήποτε άλλο κοινωνικό χώρο. Και πως αυτό σημαίνει ότι τα εντεταλμένα όργανα για την τήρηση του νόμου (αστυνομία και δικαστική εξουσία) θέλουμε και ζητάμε να λειτουργούν μέσα στο πανεπιστήμιο όπως επιβάλλεται να λειτουργούν σε κάθε γωνιά της ελληνικής επικράτειας, άμεσα, δίχως να περιμένουν την πρόσκληση του πρύτανη. Γιατί μπορεί η όποια καθυστέρηση, η όποια γραφειοκρατία να έχει ολέθριες συνέπειες στη ζωή πολιτών. Και την άδεια αυτή τους τη δίνουμε από τώρα, από τα πριν. Γιατί νόμος, κανόνας θεσπισμένος, δίχως συνέπειες από τη μη τήρησή του δεν είναι κανόνας. Κανόνας δίχως συνέπειες είναι μια άχρηστη και επικίνδυνη ρητορεία. Αυτά θα έπρεπε να τα είχαμε πει. Να είχαμε βγει όλοι, συντεταγμένα και να τα δηλώσουμε. Να είναι αποφάσεις των γενικών συνελεύσεων των τμημάτων πάνω στις οποίες θα πατούσε η σύγκλητος και θα έβγαζε μιαν ανάλογη απόφαση και πάνω σ? αυτήν θα λειτουργούσε η πρυτανική αρχή. Κι αυτό μέχρι να τροποποιηθεί ο νόμος και να ανταποκρίνεται στις σημερινές ανάγκες. Μια τέτοια στάση συνολική, από όλα τα πανεπιστήμια, από την πλειονότητα των τμημάτων και των σχολών, από την πλειονότητα δηλαδή των πανεπιστημιακών, θα ήταν δυνατόν να αγνοηθεί από την πολιτική ηγεσία, από τους δικαστικούς λειτουργούς, από την αστυνομία, από τις τοπικές κοινωνίες; Και είμαι σίγουρος ότι αν το θέλαμε και το είχαμε κάνει, ο νόμος θα είχε ήδη αλλάξει.
Δεν το έχουμε κάνει. Χρόνια τώρα. Παρά μόνο κάθε φορά που ζούμε ένα τέτοιο συμβάν δείχνουμε με το δάκτυλο την ασάφεια του νόμου και την αδράνεια της πολιτικής ηγεσίας. Και βεβαίως έχει αυτή τις πολύ σοβαρές ευθύνες της. Αλλά την ίδια στιγμή εμείς κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλο που υψώνουμε. Και δηλώνουμε ότι δεν έχουμε ευθύνη. Πλάνη. Έχουμε και πολλή μεγάλη. Αλλά αποφεύγουμε να την αναγνωρίσουμε. Γιατί δεν θέλουμε ή δεν αντέχουμε να πάρουμε την ευθύνη. Γιατί φοβόμαστε να συγκρουστούμε με κατεστημένες νοοτροπίες, φοβόμαστε ότι θα μας κατηγορήσουν ότι είμαστε αντιδραστικοί, δεξιοί, ότι απαρνιόμαστε κατακτήσεις του δημοκρατικού κινήματος και μάλιστα μιας τόσο δημοφιλούς κατάκτησης όπως το άσυλο.
Υπάρχει πρόβλημα με την ελευθερία του λόγου σήμερα στα πανεπιστήμια; Βεβαίως και υπάρχει. Αλλά όχι αυτό που καλείται να προστατέψει το “άσυλο”. Δεν κινδυνεύουμε από χαφιέδες ή ασφαλίτες που εργάζονται για λογαριασμό της κεντρικής εξουσίας. Αυτό ήταν μια πραγματικότητα που τερματίστηκε πριν μισό αιώνα. Είναι αστείο και να το αναφέρει κανείς σήμερα. Σήμερα ο κίνδυνος είναι εντός των τειχών. Η εναντίωση ενός χαμηλόβαθμου συναδέλφου απέναντι σε έναν υψηλόβαθμο μπορεί να του κοστίσει στην εξέλιξή του. Όλοι μας ζούμε καταστάσεις περιστολής ή περιορισμού της ελευθερίας του λόγου μέσα σε γενικές συνελεύσεις προς χάριν συντεχνιακών συμφερόντων. Το γνωστό «τα εν οίκω, μη εν δήμω». Πόσο καλλιεργούμε την ελευθερία της έκφρασης στους φοιτητές μέσα από τα μαθήματά μας; Πόσο αντέχουμε και ανεχόμαστε την άλλη – αντίθετη άποψη από αυτούς και την κριτική τους απέναντί μας; Γιατί λοιπόν μας παραξενεύει όταν φοιτητές – μέλη συνήθως κομματικών παρατάξεων με τον αέρα του ισχυρού (λόγω κομματικής πλάτης)- φέρονται σε άλλους και σε μας με πράξεις ή λόγια βίας; Είναι γνωστό ότι στον ελληνικό ακαδημαϊκό χώρο σπάνια συναντούμε την θετική αποδοχή των διαφωνιών ακόμα και σε επιστημονικά ζητήματα. Αποστρεφόμαστε δηλαδή ό,τι πιο φυσικό και φυσιολογικό, ό,τι πιο δημιουργικό και ελεύθερο.
Από αυτούς τους κινδύνους περιορισμού της ελευθερίας του λόγου, κανένας νόμος για το άσυλο δεν μας προστατεύει. Η ελευθερία του λόγου και της έκφρασης κινδυνεύει από μια εγωκεντρική συμπεριφορά, από την αίσθηση ότι δεν ελεγχόμαστε, μιας και είμαστε αυτοδιοίκητοι, από την αίσθηση μιας ισχύος που μας δίνει η θέση μας, από τον μη σεβασμό του άλλου, του συναδέλφου, του φοιτητή, του εργαζόμενου. Διδάσκουμε με την πράξη μας την αυθαιρεσία της εξουσίας ή στον αντίποδα της, την θρασυδειλία. Ποιος ασχολήθηκε ποτέ σοβαρά με αυτά τα προβλήματα; Τυπικά υπάρχουν διαδικασίες που διασφαλίζουν όποιον θίγεται. Αλλά όλοι γνωρίζουμε ότι σπάνια κάποιος καταφεύγει σ? αυτές από τον φόβο των μελλοντικών αντεκδικήσεων. Άλλωστε τις περισσότερες φορές ο συναδελφικός περίγυρος προσπαθεί να συγκαλύψει αυτές τις συμπεριφορές και σε περίπτωση καταγγελίας να υποστηρίξει τον «θιγόμενο» θύτη.”
Και ναι, να το πούμε με δύο λόγια: στα πανεπιστήμια, περισσότερο από πολλούς άλλους κοινωνικούς χώρους, επικρατεί από μέλη ΔΕΠ και οργανωμένες πολιτικές ομάδες –στο όνομα του αυτοδιοίκητου- η αυθαιρεσία και η κατάχρηση της εξουσίας του όποιου ισχυρού, ο αυταρχισμός και η ιδεολογική τρομοκρατία της «αριστερής» άποψης, η καταπάτηση κανόνων για την προστασία του σεβασμού και της αξιοπρέπειας των προσώπων. Αυτό προστατεύει η αντίδραση μας. Μια σάπια νοοτροπία που έχει δηλητηριάσει όλο το σώμα του πανεπιστημιακού θεσμού. Και δεν βλέπω σωτηρία. Τουλάχιστον για αρκετές δεκαετίες ακόμα.
*Εισήγηση στην εκδήλωση “Το Πανεπιστήμιο της μεταπολίτευσης περνά κρίση. Ποιο Πανεπιστήμιο θέλουμε;” 19/11/2018, διοργάνωση Σύλλογος Αποφοίτων Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.