ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ, στις 13 Δεκεμβρίου 1995, πέθανε ο Μέντης Μποσταντζόγλου ή Μποστ
—της Νατάσσας Συλλιγνάκη—
Με θυμάμαι να ξεφυλλίζω τον Ταχυδρόμο και την Ελευθεροτυπία του μπαμπά μου, για να δω το σκίτσο του Μποστ. Περίεργο, ανορθόγραφο (δεν μπορώ ακόμα να καταλάβω γιατί με ενθουσίαζε αυτό τότε), σαρκαστικό. Μεγαλώνοντας εκτίμησα τα ανορθόγραφα σκίτσα του ακόμα περισσότερο. Ο Χρύσανθος Μποστατζόγλου ήταν σκιτσογράφος, γελοιογράφος, θεατρικός συγγραφέας, στιχουργός και ζωγράφος.
Ο ίδιος περιγράφει (σαρκαστικά) τον εαυτό του:
«Ό,τι ήταν ο Λεονάρντο Nτα Bίντσι για την εποχή του, το ίδιο απάνω κάτω είναι και ο Mέντης Mποσταντζόγλου για την σημερινή εποχή. O πρώτος ήταν ποιητής, σχεδιαστής, αρχιτέκτων, μουσουργός και εφευρέτης. Aι διάφοροι μελέται του για τα πυροβόλα όπλα, καθώς και τα συγγράμματά του διά το «αεικίνητον» το στηριχθέν εις την αρχήν της αενάου κινήσεως, είναι αρκετά διά να τον κατατάξουν, μόνον αυτά, εις την χορείαν των «μεγάλων». O Mποσταντζόγλου είναι κι αυτός ποιητής, σχεδιαστής και ασφαλώς θα εγίνετο ένας πρώτης τάξεως αρχιτέκτων, εάν οι φίλοι και οι γνωστοί του έδειχνον μεγαλυτέραν κατανόησιν. Διότι εις όσους επρότεινε να τους χτίση το σπίτι, απέφυγον να του το αναθέσουν, ισχυριζόμενοι ότι θα το χτίσουν αργότερον. Bεβαίως τα σχέδιά του ήσαν ολίγον «επαναστατικά», π.χ. εις την θέσιν των παραθύρων είχε τις πόρτες, και εις την θέσιν της πόρτας να μπαίνουν οι επισκέπται από το παράθυρον, αλλά δεν νομίζω ότι αυτός ήτο ο λόγος που φίλοι και συγγενείς τον απέφευγον. Oύτε το ότι ήτο ακριβός ευσταθεί. Nομίζω ότι πρέπει να αποδοθή μάλλον εις την επιμονήν του να μην θέλη ο ίδιος σκεπήν, ώστε να εισέρχεται ελευθέρως το ηλιακόν φως και το σπίτι να είναι οικονομικόν. Tο ότι μάλιστα είχε προνοήσει κατά τας ημέρας των βροχών οι ένοικοι να κοιμούνται εις τας ντουλάπας, είναι μία επί πλέον απόδειξις ότι το όλον θέμα ο Mποσταντζόγλου το είχε συλλάβει και το είχεν μελετήσει εις όλας του τας λεπτομερείας. Mε τον τομέα της μουσικής πάλιν, δεν εύρεν τον καιρόν να ασχοληθή ακόμη. Πάντως είναι πολύ ευχαριστημένος που την υπόθεσιν αυτήν την ανέλαβε ο Mάνος Xατζιδάκις και χαίρεται που η προσπάθειά του αυτή βρίσκεται σε καλά χέρια. «Aν είχα καιρόν να γράψω», μου εξομολογήθη κάποτε, «τέτοια μουσική θα έγραφα. Ό,τι γράφει αυτός, μ’ αρέσει. Λέω να μην ανακατωθώ καθόλου στη δουλειά του και να τον αφήσω να γράφη ελεύθερα. Έτσι κι αυτός θα εμπνέεται απερίσπαστος και διευκολύνει και μένα, διότι έχω πολλές δουλειές. Τι λες εσύ;»
[Πεζά Κείμενα, 1960-1965, Ερμής]
Ο Μέντης Μποσταντζόγλου στα χέρια των γιων του Γιάννη (αριστερά), ηθοποιού, και Κώστα, γραφίστα και θεατρικού συγγραφέα.
«Ποτέ δεν τολμήσαμε να του πούμε πόσο τον θαυμάζαμε» λέει ο Κώστας Μποσταντζόγλου, γραφίστας και θεατρικός συγγραφέας. «Μετά τα Πατήσια και το Μαρούσι η οικογένειά μας εγκαταστάθηκε στην Ακρόπολη, κάτω από το Ηρώδειο, στο πατρικό της μητέρας μας» θυμάται. Εκεί, στο γεμάτο μικροαντικείμενα (πορσελάνες, παράσημα, πίνακες, τάματα και πιάτα που μάζευε ο πατέρας τους) σαλόνι, σε ένα γραφείο σε μια γωνιά, ο Κώστας και ο Γιάννης Μποσταντζόγλου θυμούνται τον Μποστ να δουλεύει ασταμάτητα. «Το παράπονο της μητέρας μας ήταν ότι έβλεπε μόνο την πλάτη του», αναφέρουν και οι δύο.
Ο καλλιτέχνης διαρκώς έγραφε και σκιτσάριζε. «Ήταν εργασιομανής σε σημείο… κτηνωδίας. Δεν ήθελε να πετάμε σχεδόν τίποτα. Ο,τι του άρεσε το κράταγε, γεμίζαμε τα ντοσιέ και τις κούτες», σύμφωνα με τον Κώστα Μποσταντζόγλου. Η αγάπη του Μποστ για τη ζωγραφική ήρθε αργότερα. «Τον πρωτοείδα να ζωγραφίζει όταν πλέον είχα φθάσει τα έντεκά μου χρόνια» θυμάται ο μεγάλος του γιος. «Ήταν ήρεμος, πράος, χωρίς εξάρσεις και εκνευρισμούς», κατά τον Γιάννη.
Εκτός από ζωγραφική και σκίτσα, που δημοσιεύτηκαν σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά αλλά και από εκδοτικούς οίκους, έκανε εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και εξέδωσε λευκώματα με δουλειές του. Έγραψε κείμενα και στίχους που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης για την παράσταση «Όμορφη πόλη», που ανέβηκε με επιτυχία το καλοκαίρι του 1962 στο θέατρο «Παρκ». Σταθμός ωστόσο στην πορεία του ως θεατρικού συγγραφέα υπήρξε η «Φαύστα» ή «Η απολεσθείς κόρη» (1964). Στην εισαγωγή της επάνεκδοσης από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο», ο γιος του Κώστας γράφει:
«Πέρασαν ήδη 52 ολόκληρα χρόνια από τότε που ο πατέρας μου έγραφε τη «Φαύστα». Στο μυαλό μου όμως είναι σαν να την έγραφε χθες. Μου φαίνεται απίστευτο το ότι πέρασε ήδη μισός αιώνας από τότε που τον έβλεπα να δακτυλογραφεί το κείμενό του σκυφτός πάνω στην αρχαία γραφομηχανή του μάρκας Ολύμπια. Σχεδόν ακούω τον στακάτο ήχο της. Ακούω μαζί και τον σπηλαιώδη βρυχηθμό που είχε αντί για γέλιο ο πατέρας. Αυτός ο βρυχηθμός σήμαινε για την οικογένεια πως αυτό που έγραφε του φαινόταν και του ίδιου αστείο. Αστείο αστείο, γεγονός είναι πως πίσω από την ιστορία της «Φαύστας» κρύβεται ένα πραγματικά τραγικό συμβάν. Στην περιοχή του Κερατσινίου κάποτε, χάθηκε ένα παιδάκι την ώρα που κολυμπούσε. Οι εφημερίδες της εποχής ύστερα από έρευνες κατέληξαν στο συμπέρασμα πως το δυστυχισμένο φαγώθηκε από ένα τεράστιο ψάρι. Πιθανότατα από καρχαρία».
Με έναυσμα αυτή την τραγική ιστορία, που του είχε κάνει τρομερή εντύπωση, ο Μποστ έκανε ένα σκίτσο το 1961 το οποίο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Θεατής» (βλ. παραπάνω). Σε εκείνο το σκίτσο —εν σπέρματι— βρίσκεται η δομή όλης της «Φαύστας». Στο σκίτσο η κόρη χάνεται κολυμβώσα και, ως άλλος Ιωνάς, βγαίνει από το Κήτος που ψάρεψε ο πατέρας της μετά από δέκα έτη. Επειδή όμως μύριζε ψάρι, όπως είναι φυσικό, την κατασπάραξαν οι γάτες. Κάποιοι γείτονες φέρνουν αργότερα ένα αγοράκι —που είχε βρεθεί σε άλλο ψάρι— διά συνοικέσιον, επειδή όμως το κοριτσάκι έχει ήδη φαγωθεί, δεν υπάρχει τέλος αίσιον.
Αυθεντικό αντικείμενο, διά χειρός Μποστ, από το κατάστημα που άνοιξε το 1966, «Λαϊκαί Εικόναι», όπου πωλούσε ποτήρια, πιάτα και διάφορα αντικείμενα ζωγραφισμένα από τον ίδιο. Φωτό: Γιώργος Τσακνιάς.
Ο Μποστ έγραψε επίσης πεζά κείμενα και ευθυμογραφήματα. Παράλληλα ασχολήθηκε επί χρόνια με το πολιτικό χρονογράφημα, ενώ για την αγωνιστική δράση του στον χώρο της Αριστεράς γνώρισε διώξεις ήδη από την περίοδο της γερμανικής Κατοχής αλλά και στη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας. Το 1966, κουρασμένος από το καθημερινό γράψιμο, ανοίγει το μαγαζί του «Λαϊκαί Εικόναι» και αρχίζει να διακοσμεί ποτήρια, πιάτα και διάφορα αντικείμενα, να πουλάει αντίκες και να ζωγραφίζει.
Ξεκλέβε χρόνο για να σκαρώνει τα δεκαπεντασύλλαβα θεατρικά του. Τα σκίτσα και τα χρονογραφήματα, αν και ουσιαστικά τα έχει σταματήσει, επιστρέφει για μικρές περιόδους σε αυτά, συνεργαζόμενος με τον «Ταχυδρόμο», το «Αντί», τον «Θούριο», το «Mens Look», την «Πρωινή» και την «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία».
Η ζωγραφική δίνει σιγά-σιγά την ευκαιρία στα πινέλα του ν’ αφηγηθούν με αλληγορίες και συμβολισμούς, όλα αυτά που δεν μπορούσαν να πουν μέχρι τώρα οι πένες. Ήρωες της αρχαιότητας και της ελληνικής επανάστασης, αλλά και ιστορικά ζευγάρια όπως ο Ερωτόκριτος με την Αρετούσα, ο «Ρομέος και η Ιουλιέτα», η Ασπασία και ο Περικλής, ποζάρουν στα κάδρα του αυτοδίδακτου Μποσταντζόγλου, μπολιασμένοι από τη λαϊκή ζωγραφική, την εικονογραφία του Καραγκιόζη, την υπερεαλιστική ματιά του Εγγονόπουλου και πάνω απ’ όλα, την απλότητα του Θεόφιλου.
Με τον δικό του ανορθόδοξο τρόπο, καταπιάνεται και με το Θέατρο. Γράφει, λοιπόν, εκτός από τα αριστουργήματα «Φαύστα» και «Μήδεια», τον δικό του «Δον Κιχώτη», την «Όμορφη πόλη», τη «Μαρία Πενταγιώτισσα», το «40 χρόνια Μποστ». Το κύκνειο άσμα του «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» πρόφτασε να το δει, να παίζεται στο Ηρώδειο, με θερμότατη υποδοχή, λίγους μήνες πριν φύγει από τη ζωή, στις 13 Δεκεμβρίου του 1995, στα 77 του χρόνια.
Ο αυτοδίδακτος Μποστ, εγκατέλειψε τη Σχολή Καλών Τεχνών το 1939, 6 μήνες ύστερα από την εισαγωγή του, θεωρείται πως πάντρεψε με μοναδικό τρόπο τη λαϊκή ζωγραφική με την υπερεαλιστική οπτική, ενώ —όπως έχει ο ίδιος πει, ΤΑ ΝΕΑ (28/3/1985)— καθιέρωσε την ανορθογραφία σαν τέχνη.
* * *