Η αναθεώρηση του συντάγματος. Πολιτική, νομική και ηθική διάσταση

Γρηγόρης Μ Πελεκάνος 23 Απρ 2018

Ίσως η μεγαλύτερη θεσμική πρόκληση που θα αντιμετωπίσουμε τα επόμενα δύο με τρία χρόνια να  είναι η Αναθεώρηση του Συντάγματος.

  1. Η φύση του Συντάγματος και τα όρια της αναθεώρησης.

Το Συντ.’75 όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, παρά τις κοινωνικές αναθεωρήσεις του, προφανώς είναι ένα «αστικό» σύνταγμα, αφού προστατεύει την ατομική συμμετοχή στη οικονομία και κοινωνία και την ιδιωτική περιουσία ενώ περιέχει θεσμικές εγγυήσεις εναντίον καταχρήσεων της Εκτελεστικής Εξουσίας. Όμως γενικά αποτελεί ένα πλαίσιο που επιτρέπει τόσο σε «αριστερές» κυβερνήσεις όσο και σε «αστικές» κυβερνήσεις να υιοθετούν πολιτικές που προωθούν τα προγράμματά τους αλλά και επιβάλλει όρια προς κάθε κατεύθυνση. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ορίων προς κάθε κατεύθυνση αποτελούν αφενός μεν η ιδιωτική οικονομία («Καθένας έχει δικαίωμα… να συμμετέχει στην … οικονομική ….ζωή της Χώρας…») και αφετέρου ο δημόσιος χαρακτήρας της ανώτατης εκπαίδευσης. Τα αναφέρω ως παραδείγματα, και όχι ως σημεία συμφωνίας μαζί τους απαραίτητα. Κατά τούτο όμως νομοτεχνικά είναι ένα «φιλελεύθερο» σύνταγμα, εφόσον χαρακτηρίζεται από την «ατομικότητα» και «ανεκτικότητα»,  ενισχύει την δημοκρατική λειτουργία καθώς δεν περιορίζει ούτε το δημοκρατικό διάλογο ούτε την άσκηση πολιτικής και απαιτεί την εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία. Αναδείχθηκαν όμως πολλές αδυναμίες και δυσκαμψίες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η προκήρυξη εκλογών αν δεν επιτευχθεί ανάδειξη Προέδρου της Δημοκρατίας και οι ελλιπείς διατάξεις περί ευθύνης Υπουργών κλπ. Ανάλογα της πλευράς του φράκτη που κάθεται ο καθένας, αυτές είναι οι αδυναμίες είναι περισσότερες ή λιγότερες.

Τα μόνα που ουσιαστικά δεν μπορεί να αλλάξουν με την αναθεώρηση είναι ο χαρακτήρας του πολιτεύματος, δηλαδή δεν μπορεί να αλλάξει ο χαρακτήρας του πολιτεύματος ως «προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία», και κάποια βασικά ατομικά δικαιώματα (προστασία αξίας του ανθρώπου, νομική ισότητα, ελεύθερη ανάπτυξη προσωπικότητας και ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης). Μπορεί όμως να αλλάξει/ αυξηθεί/ μειωθεί η «ουδετερότητα/ ανεκτικότητα» που περιγράφτηκε, μπορεί δηλαδή να πάει «αριστερότερα» ή «δεξιότερα», «προοδευτικότερα» ή «συντηρητικότερα»  (ό,τι και αν σημαίνουν σήμερα οι όροι αυτοί). Για παράδειγμα, με τη αναθεώρηση του 2001 εισήχθη η ρύθμιση για τους αντιρρησίες συνείδησης, την γενετική ταυτότητα, το δικαίωμα στη πληροφόρηση , το δικαίωμα συμμετοχής στη Κοινωνία της Πληροφορίας και άλλοι αναγκαίοι εκσυγχρονισμοί αλλά κυρίως η αρχή «του κοινωνικού κράτους δικαίου», που τελεί μάλιστα υπό την εγγύηση του Κράτους. Σαφώς το Σύνταγμα έκλεινε προς τη « εκσυγχρονιστική αριστερά».

Η αναθεώρηση είναι βαθύτατα πολιτική πράξη. Αφορά τον καταστατικό χάρτη της Πολιτείας, την φύση της κοινωνίας μας. Οι αρχές που διέπουν το Σύνταγμα διέπουν τους θεσμούς, διαπαιδαγωγούν τους πολίτες. Δεν είναι λοιπόν η αναθεώρηση ένα «τεχνικό» εγχείρημα, για το οποίο είναι αρμόδιοι μόνο όσοι έχουν εντρυφήσει στο δημόσιο και συνταγματικό δίκαιο. Είναι πράξη φιλοσοφική, πολιτική , ιστορική, κοινωνική. Με την έννοια αυτή, ο κάθε πολίτης οφείλει να εκφράζει και προφανώς πρέπει να μπορεί να εκφράζει την γνώμη του, αλλά και να μην αδρανοποιείται/ ακυρώνεται η ψήφος του (disenfranchise) κατά την διαδικασία αναθεώρησης.

  1. Η «συνταγματική πολιτική» των κομμάτων.

Φυσικά σε μιαν κοινοβουλευτική δημοκρατία, βαρύνουσα σημασία στην αναθεώρηση παίζουν τα πολιτικά κόμματα. Είναι αρμόζον επομένως, αφού τα πολιτικά κόμματα διαμορφώνουν πολιτικές,  να ομιλεί κανείς για την «συνταγματική πολιτική» των κομμάτων. Τα κόμματα θα πρέπει να προσδιορίσουν τις αρχές τους για την συνταγματική αναθεώρηση. Από τις αρχές να ακολουθεί η εξειδίκευση των προτάσεων και αυτά να τίθενται στο δημόσιο διάλογο. Ο δημόσιος διάλογος δεν υποκαθιστά ούτε πρέπει να αλλοιώνει την συνταγματική διαδικασία αναθεώρησης.

Η «αριστερή» συνταγματική πολιτική θεμελιώνεται στις έννοιες  «λαϊκή κυριαρχία/ δημόσιο συμφέρον»,  που αναλύονται περαιτέρω στο τρίπτυχο «απλή αναλογική», «λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία- δημοψηφίσματα» και «κοινωνικά δικαιώματα». Ήδη, μία τέτοια συνταγματική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε εξέλιξη: νομοθετήθηκε η «απλή αναλογική» και για τις εθνικές και τις αυτοδιοικητικές εκλογές και συστάθηκε επιτροπή δημόσιου διαλόγου. Στις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την αναθεώρηση περιλαμβάνεται έντονη λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία τονίζοντας τα δημοψηφίσματα και τις «αμεσο-δημοκρατικές διαδικασίες». Πρόθεση του ΣΥΡΙΖΑ, όπως δήλωσε κορυφαίο στέλεχός της είναι επίσης να επιδιωχθεί να μπουν εμπόδια «στη επέλαση του νεοφιλελευθερισμού» με την (περαιτέρω) ενίσχυση των κοινωνικών δικαιωμάτων.  Κατά συνέπεια στοιχείο της συνταγματικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι η περαιτέρω ενίσχυση του κοινωνικού Κράτους και η ενίσχυση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων. Στοιχείο της «αριστερής διακυβέρνησης» είναι και η άποψη περί της «ταξικής» φύσης του Κράτους και συνακόλουθα μια σειρά από αλλαγές στη δομή του Κράτους που αναδύονται από την αρχή της «λαϊκής κυριαρχίας/ δημόσιο συμφέρον», όπως η κατάργηση ή περιορισμός της ανεξαρτησίας των Ανεξάρτητων Αρχών, ο δημόσιος έλεγχος στη εκπαίδευση και υγεία και άλλα που έχουν σχέση με τις σχέσεις των τριών Εξουσιών και τη ενίσχυση της δημόσιας, κοινωνικής και συνεταιριστικής οικονομίας και τον περιορισμό της  ιδιωτικής πρωτοβουλίας στην οικονομία.

Η «αριστερή» συνταγματική αυτή πολιτική είναι βεβαίως συνταγματικά επιτρεπτή.

Μια «αστική» συνταγματική πολιτική από τη  άλλη, αντίστοιχα θα (πρέπει να) θεμελιώνεται  συστηματικά σε άλλες ιδεολογικές αρχές. Εκ των πραγμάτων μια «αστική» συνταγματική πολιτική «αστικού κόμματος» θα πρέπει να εκκινεί από τη ατομική ελευθερία, την ιδιωτικότητα, τον περιορισμό της παρέμβασης του Κράτους, έκφραση του οποίου είναι η ανεξαρτησία των εξουσιών και το «γενικό συμφέρον» που θα πρέπει να υπηρετεί το Κράτος (σε αντίθεση με τη «ταξική φύση» του Κράτους). Η δημοκρατική νομιμοποίηση εδράζεται στην εκπροσώπηση και το κοινοβουλευτισμό, όχι στις αμεσο-δημοκρατικές και ακράιες αναλογικές διαδικασίες. Το Κράτος δομείται ως «Κράτος Δικαίου». Στη σύγχρονη εποχή προφανώς θα τονίζει, και τα «κοινωνικά δικαιώματα» και τις «κοινωνικές διασφαλίσεις». Κανένα «αστικό» κόμμα δεν αρνείται την ανάγκη διασφάλισης του δημοσίου συμφέροντος εξάλλου ούτε την ανάγκη κοινωνικών δικαιωμάτων. Απλά, ή τα οριοθετεί στενότερα ή εισάγει την ατομική ευθύνη ως όρο απόλαυσης κοινωνικών δικαιωμάτων. Κάθε «αστικός» κομματικός φορέας θα έχει αποχρώσεις. Η «δυσπιστία» όμως προς το Κράτος, η ανεύρεση του κατάλληλου αρμού μεταξύ του ατομικού και του κοινωνικού θα προσδίδουν το στίγμα κάθε τοποθέτησης. Και αυτό είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί. Είναι εύκολο να επιτρέπεις ή απαγορεύεις, αλλά δύσκολο να οριοθετείς.

Η οποιαδήποτε κομματική συνταγματική πολιτική πρέπει επομένως να ορίζει αρχές με βάση τις οποίες θα εξειδικεύει θέσεις. Χωρίς αρχές, είτε θα διολισθήσουμε σταδιακά σε λαικιστικές αντιπαραθέσεις είτε σε στενά τεχνοκρατικές συζητήσεις για απαρτίες, ποσοστά και διαδικασίες. Η πραγματικότητα είναι ότι αντιπαράθεση μιας «αριστερής» συνταγματικής πολιτικής με μιαν «τεχνοκρατική» συνταγματική πολιτική (με έμφαση στις διαδικασίες και τον τύπο), θα λήξει αναφανδόν υπέρ της πρώτης χωρίς χώρο για ουσιαστική συζήτηση αρχών. Η προετοιμασία αυτής της συζήτησης από τα «αστικά»  δεξιά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αποτελεί βασική υποχρέωσή τους. Επισημαίνουμε τη έλλειψη αυτής της προετοιμασίας. Αν κατά πως φαίνεται υπάρχει το ενδεχόμενο και κάποιας μορφής  προσφυγής στη λαϊκή ετυμηγορία/ γνώμη, η άρθρωση αρχών και επιχειρημάτων θεμελιωμένων σε αρχές θα είναι καίριας σημασίας.

  1. Προς μιαν ουσιαστική αναθεώρηση και νομιμοποίηση της αναθεώρησης. Αποφυγή αδρανοποίησης της λαϊκής ψήφου.

Επισημαίνω ότι είναι δυσάρεστο ότι η συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος ξεκίνησε χωρίς να έχουμε βγει από τη κρίση και χωρίς να έχουν επουλωθεί οι πληγές. Αναπόφευκτα, η επικαιρότητα της «εξόδου από τα μνημόνια», με την πολιτική αντιπαράθεση περί «αποθέματος», «προληπτικής πιστωτικής γραμμής», «εποπτείας» «αναδιάρθρωσης χρέους με ή χωρίς όρους αλλά με συμφωνημένο αναπτυξιακό πρόγραμμα», θα δημιουργήσει σύγχυση αλλά και θα υποβαθμίσει θέματα που πρέπει και αξίζουν να τύχουν της ακέραιης προσοχής μας. Επιπλέον, η κρίση δεν έχει οδηγήσει σε ουσιαστική συζήτηση για τις εσφαλμένες αξίες που είχαμε- και έχουμε- και που μας οδήγησαν στη κρίση. Νομίζω, ότι χωρίς αυτή τη «αξιακή» συζήτηση δεν θα υπάρξει ουσιαστική συζήτηση για την αναθεώρηση. Η σώρευση όλων αυτών των κρίσιμων θεμάτων, χωρίς διάλογο περί αξιών, εύλογα δημιουργεί κινδύνους υποβάθμισης, αδυναμίας κατανόησης  ακόμη και σύγχυσης. Αλλά εμείς σωρεύσαμε τα θέματα και δεν τα διαχειριστήκαμε σωστά. Τα πολιτικά κόμματα έχουν την ευθύνη της οργάνωσης  του πολιτικού διαλόγου σε όλα τα επίπεδα.

Έτσι, η συζήτηση που ανοίγει για την συνταγματική αναθεώρηση δεν πρέπει να υποτιμηθεί ως συζήτηση που αφορά τους «ειδικούς». Είναι κρίσιμη και βαθειά πολιτική:  θα διαμορφώσει την ιδεολογική ηγεμονία και την κοινωνική συμπεριφορά, ενώ  η έκβασή της θα ορίζει, ίσως και να περιορίζει, την ικανότητα άσκησης πολιτικής για πολλά χρόνια.

Το γεγονός είναι ότι η Κυβέρνηση έχει την απαιτούμενη συνταγματική νομιμοποίηση για να ξεκινήσει την διαδικασία αναθεώρησης. Η σύνθεσή της είναι βέβαια περιοριστική των δυνατοτήτων της. Είναι μάλλον προφανές για παράδειγμα, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα ήθελε να προωθήσει το χωρισμό Κράτους-Εκκλησίας, που όμως είναι θέμα ταμπού για το ΑΝΕΛ. Το ερώτημα όμως που (θα έπρεπε να) ταλανίζει το δημοκρατικό τόξο είναι και ηθικό. Δεν αναφέρομαι στην πολιτική σκοπιμότητα να ανοίξει διάλογος με πολιτική δύναμη που έχει επανειλημμένα αποπειραθεί να αλώσει τους «ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους», να τους προσδώσει «ταξικά» χαρακτηριστικά, έχει παραπονεθεί ότι η δικαιοσύνη δεν την αφήνει να εφαρμόσει την πολιτική της και έχει αποπειραθεί να αλώσει την δικαιοσύνη, την ελευθερία του τύπου και εν γένει να επιβάλλει το δικό της κράτος- δύναμη. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι μια τέτοια κυβέρνηση- κοινοβουλευτική (σχετική) πλειοψηφία, αποπειράται ήδη την αναθεώρηση του πολιτεύματος, χωρίς αναθεώρηση του Συντάγματος και άρα να αναρωτηθεί κανείς αν είναι αξιόπιστος συνομιλητής. Αναφέρομαι σε θέματα ουσιαστικής λαϊκής νομιμοποίησης κάθε αναθεώρησης του Συντάγματος. Να μην αδρανοποιείται/ ακυρώνεται η ψήφος του πολίτη.

Θυμίζω ότι για την αναθεώρηση πρέπει να υπάρχει πλειοψηφία αυτής της Βουλής: αν αυτή η Βουλή ολοκληρώσει πρόταση αναθεώρησης διατάξεων με 151 ψήφους η επόμενη Βουλή μπορεί να επικυρώσει την αναθεώρηση εφόσον αυτή υποστηριχθεί από 180 ψήφους. Αντίστοιχα , αν αυτή η Βουλή προτείνει με 180 ψήφους , η επόμενη αρκεί να επικυρώσει τις προτάσεις με 151 ψήφους. Νομίζω ότι κατά τεκμήριο, όσο πιο ευρεία είναι η αναθεώρηση, τόσο λιγότερους ψήφους θα συγκεντρώσει και αντίστροφα, όσο πιο περιορισμένη είναι, τόσο περισσότερους. Από την άποψη αυτή, για την αναθεώρηση κάποιων διατάξεων που η εμπειρία έχει δείξει ότι είναι προβληματικές, όπως η ευθύνη των Υπουργών , η διάλυση της Βουλής λόγω μη εκλογής ΠτΔ κλπ. σημαντικά θεσμικά θέματα, φαίνεται ότι υπάρχει συναίνεση.

Θεωρώ όμως ότι η Ελλάδα της Κρίσης χρειάζεται ευρύτερη συνταγματική αναθεώρηση, η οποία θα ελευθερώσει την Ελλάδα από τις αλυσίδες οι οποίες της απαγορεύουν την πρόοδο. Τέτοια θέματα είναι η ισχυροποίηση της αναπτυξιακής διάστασης του Συντάγματος με ενίσχυση της ιδιωτικής οικονομίας (αλλά – δείχνει η εμπειρία- και της εποπτείας της), η θεσμική παρέμβαση προς την κατεύθυνση της ποιοτικής αναβάθμισης της Δημόσιας Διοίκησης, η ισχυροποίηση των Ανεξάρτητων Αρχών προς μείωση της παρεμβατικότητας του Κράτους και αποτελεσματικότερης παρέμβασής τους, η ενίσχυση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, η ρύθμιση θεμάτων χρηματοδότησης των κομμάτων και των υποψηφίων και η ενίσχυση της ελευθερίας του λόγου και της συνείδησης,                                   ( περιλαμβανομένης της ρύθμισης των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας αλλά και του ρόλου των ΜΜΕ ).

Υποθέτω ότι υπό αυτή την θεώρηση, οι συγκλίσεις θα είναι πιο περιορισμένες.

Aν προωθηθεί η περιορισμένη συνταγματική αναθεώρηση θα χαθεί η ευκαιρία δομικής αναθεώρησης του Συντάγματος και θεσμικής απελευθέρωσης της δυναμικής της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας. Τούτο επειδή δεν θα μπορεί να γίνει νέα αναθεώρηση για άλλα πέντε χρόνια μετά της περάτωση της προηγούμενης αναθεώρησης. Αν προωθηθεί η κατά την άποψή μου ευρύτερη αναθεώρηση, αυτή θα είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, εκτός αν συμβεί κάποιο μη αναμενόμενο γεγονός που θα οδηγήσει να ομονοήσουν τα κόμματα του συνταγματικού τόξου. Ή αν υπάρξει σοβαρός διάλογος σε βάθος χρόνου.

Τίθεται όμως ένα κατά την άποψή μου σημαντικό θέμα πολιτικής ηθικής: αναφέρθηκα ήδη στο ότι δεν πρέπει να αδρανοποιείται / ακυρώνεται η ψήφος του πολίτη. Το Σύνταγμα ως θεμελιώδης νόμος του Κράτους πρέπει να αναθεωρείται όταν η Βουλή είναι σε αρμονία με την λαϊκή βούληση ή όταν υπάρχουν ευρείες συναινέσεις στην Βουλή που να μπορούν να μεταφραστούν σε πλειοψηφική λαϊκή συναίνεση. Ειδάλλως, δεν εκφράζεται η πραγματική λαϊκή βούληση.  Πόσ? μάλλον όταν οι προς αναθεώρηση διατάξεις δεν αφορούν μόνο περιορισμένα θεσμικά θέματα αλλά ευρύτερης σημασίας αλλαγές. Τότε αποκτά πραγματικό νόημα η ρύθμιση που απαιτεί απόλυτη και αυξημένη πλειοψηφία των Βουλευτών και γι ‘ αυτό δικαιολογείται η ρύθμιση της επικύρωσης των αναθεωρητέων διατάξεων με 151 ή 180 βουλευτικών ψήφων από «νωπή» λαϊκή ετυμηγορία της νέας Βουλής. Αναγνωρίζεται δηλαδή ήδη από το Σύνταγμα ότι μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία στο τέλος της θητείας της μπορεί να μην αντιστοιχεί με την πραγματική λαϊκή βούληση και όπου αυτή είναι μεν πλειοψηφία αλλά κάτω από τις 180 ψήφους (ένας τεχνητός κανόνας βέβαια αλλά λογικός αφού κατά τεκμήριο μια τόση μεγάλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα σηματοδοτεί και αντίστοιχη πλειοψηφική λαϊκή συναίνεση), απαιτεί επιβεβαίωση από αυξημένη πλειοψηφία των 180 βουλευτικών ψήφων που αντιστοιχεί με την νωπή λαϊκή ψήφο, ενώ αν η αναθεώρηση προτείνεται από πάνω από 180 βουλευτές, θεωρείται ότι υπάρχει και λαϊκή πλειοψηφία που την υποστηρίζει και αρκεί η επιβεβαίωσή της με 151 ψήφους βουλευτών της νέας Βουλής.

Στη πολιτική επιστήμη το θέμα αυτό συζητείται ως η διαφορά μεταξύ plurality και majority rule, και είναι σημαντική για την δημοκρατία. Η αρχή της πλειοψηφίας είναι ο γενικά παραδεκτός κανόνας που δημιουργεί νομιμοποίηση. Όμως είναι γνωστό ότι η αρχή της πλειοψηφίας έχει και μειονεκτήματα. Η προστασία π.χ. της μειοψηφίας και του ατόμου κατά καταχρήσεων της πλειοψηφίας  είναι «conditio sine qua non» της νομικής τάξης και του πολιτισμού μας. Αφετέρου, plurality δεν ταυτίζεται με την πλειοψηφία. Παράδειγμα plurality είναι το Βρετανικό εκλογικό σύστημα της εκλογής βουλευτών με σχετική πλειοψηφία ανά μονοεδρική εκλογική περιφέρεια σαν συνέπεια του οποίου σχηματίζονται κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες στη Βουλή ενώ σε επίπεδο λαϊκής ψήφου οι κυβερνήσεις είναι μειοψηφικές. Η σχετικά έντονη η συζήτηση στη Μ. Βρετανία συνδέει την σχετική μειοψηφία με το πρόβλημα ότι με αυτό το τρόπο τελικά δεν εκπροσωπούνται οι ψήφοι εκείνων που ψήφισαν άλλον υποψήφιο από εκείνον που εκλέχτηκε επειδή επέτυχε σχετική πλειοψηφία. Οι πολίτες αυτοί είναι disenfranchised,  η ψήφος τους δεν εκπροσωπείται.  Άλλο παράδειγμα είναι το εκλογικό σύστημα των ΗΠΑ , τόσο στη πορεία των προκριματικών, όπου οι υποψήφιοι κάθε κόμματος συναγωνίζονται μεταξύ τους και προκρίνεται ο σχετικά πλειοψηφών (ο D. Trump επελέγη υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων με το 33% των ψήφων των ψηφοφόρων του κόμματος που συμμετείχαν στις προκριματικές εκλογές) αλλά και η εκλογή Προέδρου όπου είδαμε ότι ενώ η Clinton πήρε την πλειοψηφία των εγκύρων ψήφων, ο Trump απέσπασε την πλειοψηφία των εκλεκτόρων και εξελέγη Πρόεδρος. Η ψήφος κάποιων πολιτών εκμηδενίστηκε, αδρανοποιήθηκε, ακυρώθηκε στην πράξη.

Από την άποψη αυτή, η «νομιμοποίηση» της συνταγματικής αναθεώρησης που προτείνεται από την κυβερνητική πλειοψηφία της παρούσης Βουλής με περίπου 151 ψήφους είναι προβληματική, θεσμικά, ηθικά και πολιτικά, αν η πλειοψηφία που την προτείνει είναι μόνο κυβερνητική και όχι ευρύτερη ώστε να τεκμαίρεται η λαϊκή πλειοψηφία. Θα ήταν από την άποψη της πολιτικής ηθικής ορθότερο, αν δεν υπάρξει ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία πολύ πάνω των 150 βουλευτών τώρα- που μάλλον ή ήττον εγγυάται την ύπαρξη λαϊκής πλειοψηφίας-  η συζήτηση μεν να γίνει από τώρα, χωρίς όμως αυτή η Βουλή να προτείνει αναθεώρηση συγκεκριμένων διατάξεων. Αυτό μπορεί να γίνει αφού έχει προηγηθεί η προεκλογική συζήτηση από την επόμενη Βουλή, στην αρχή της θητείας της με νωπή την λαϊκή ετυμηγορία προς επικύρωση στην επόμενη Βουλή. Τότε θα υπάρχει αντιστοιχία βουλευτικών ψήφων και λαϊκής πλειοψηφίας.

  1. Ελπίζοντας για ουσιαστικό διάλογο αρχών.

Η αναθεώρηση, και λόγω της κρίσης, είναι μια ευκαιρία αναβάθμισης του πολιτικού διαλόγου, υιοθέτησης μιας νέας κατεύθυνσης για την Ελλάδα. Δεν πρέπει να αφήσουμε την συζήτηση να ξεπέσει στο  σύνηθες «ξεκατίνιασμα» που προηγείται εκλογικών αναμετρήσεων. Ούτε όμως μπορεί η αναθεώρηση να αποτελέσει τον Δούρειο  Ίππο για την προεκλογική επικράτηση του ενός ή του άλλου κόμματος, όπως για παράδειγμα με την σύνδεση «συνταγματικού δημοψηφίσματος» με τις εθνικές εκλογές. Βέβαια, όπως νομίζω υπέδειξα, ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει πιθανώς μιαν ευχέρεια παραπάνω από τη ΝΔ ή το ΚΙΝΑΛ. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιχειρηματολογεί με μεγαλύτερη άνεση και με μεγαλύτερη ευκολία από τα δύο κύρια κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης επί θεμάτων «κοινωνικής δικαιοσύνης» και «κρατισμού», βάσει των αρχών της ισότητας και της αλληλεγγύης, ιδίως ενόψει της θυμικής ιδιοσυστασίας του μέσου έλληνα και των αρνητικών εμπειριών της κρίσης. Τα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης θα πρέπει να αρθρώσουν το δικό τους λόγο πάνω σε αντίστοιχες αξιακές έννοιες που θα μπορούν / πρέπει να είναι άμεσα αντιληπτές. Η ΝΔ θα πρέπει να διαμορφώσει επιχειρήματα υπέρ της ελευθερίας και της ατομικής ευθύνης. Είδαμε τις δυσκολίες που είχε να εξηγήσει τι εννοούσε ο αρχηγός της όταν αναφέρθηκε στο αναπόφευκτο της ανισότητας. Ούτε το ΚΙΝΑΛ έχει διαμορφώσει ξεκάθαρες σοσιαλδημοκρατικές αρχές διακριτές από τις αρχές του ΣΥΡΙΖΑ, πάνω στις οποίες θα δομούσε τις αρχές της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας που θέλει να εκπροσωπήσει.  Αλλά αυτό είναι θέμα παραγωγής πολιτικής που πρέπει να το αντιμετωπίσουν τα δύο αυτά κόμματα. Από έναν αναβαθμισμένο πολιτικό διάλογο για την αναθεώρηση με βάση αρχές θα προκύψουν πραγματικές προγραμματικές και όχι ευκαιριακές συγκλίσεις.

Αν δεν μπορέσουν τα κόμματα να ανταποκριθούν σε αυτές τις προκλήσεις, ίσως είναι καλύτερο να εγκαταλειφθεί η τρέχουσα ροπή προς έναρξη της διαδικασίας συνταγματικής αναθεώρησης από την παρούσα Βουλή, παρά να υποβαθμισθεί η αναθεώρηση σε προεκλογική κοκκορομαχία, δημαγωγία ή μιαν περιορισμένη τεχνοκρατική άσκηση που θα αφήσει τα μεγάλα θέματα της κοινωνίας να σοβούν χωρίς λύση.