Αυτό που παρακολουθήσαμε να διαδραματίζεται στην πρώτη από τις δύο προβλεπόμενες κοινοβουλευτικές διαδικασίες για την συνταγματική αναθεώρηση, δεν ήταν τίποτε άλλο από το χρονικό μιας προεξαγγελθείσας αποτυχίας. Το όλο εγχείρημα ξεκίνησε με λάθος τρόπο, εξελίχθηκε σε λάθος κατεύθυνση και κατέληξε σε φτωχά αποτελέσματα, τα οποία πλέον ελάχιστες πιθανότητες έχουν να βελτιωθούν στην επόμενη (αναθεωρητική) Βουλή. Ας δούμε όμως τα πράγματα συγκεκριμένα:
Α. Η εξαγγελία της αναθεώρησης έγινε μεν έγκαιρα από τον πρωθυπουργό, με μια δέσμη συζητήσιμων πλην ενδιαφερουσών προτάσεων, αλλά στην συνέχεια, αντί να κατατεθούν στη Βουλή, ώστε να συγκροτηθεί η αρμόδια Επιτροπή Αναθεώρησης, παραπέμφθηκαν στις μακρόσυρτες και εν πολλοίς ανούσιες «διαδικασίες διαλόγου» μιας αμφιλεγόμενης κυβερνητικής Επιτροπής (της οποίας μάλιστα τα πορίσματα ελάχιστα -έως καθόλου- λήφθηκαν υπ’όψιν). Με άλλα λόγια επελέγη ο λάθος «διάλογος» και χάθηκε η ευκαιρία μιας χρονικά επαρκούς, γόνιμης και εποικοδομητικής κοινοβουλευτικής διαδικασίας, η οποία θα μπορούσε να αξιοποιήσει τόσο το διαδίκτυο (με ανοιχτή διαβούλευση) όσο και την γνώμη φορέων και ειδικών επιστημόνων.
Το αποτέλεσμα ήταν το όλο εγχείρημα να ατονήσει, για μεγάλο διάστημα, και στη συνέχεια να εγκλωβισθεί χρονικά σε μια βεβιασμένη και πιεστική διαδικασία και εν τέλει να υποβαθμισθεί πολιτικά, παρά τις ομολογουμένως αξιέπαινες προσπάθειες του Προέδρου της Επιτροπής Αναθεώρησης Νίκου Παρασκευόπουλου αλλά και του συνόλου σχεδόν των εισηγητών και των μελών της Επιτροπής.
Β. Και επί της ουσίας, όμως, οι επιλογές της κυβερνητικής πλειοψηφίας ήταν ατυχέστατες. Μολονότι η τελική πρότασή της είναι εμφανώς μετριοπαθέστερη και άφηνε περιθώρια ευρύτερων συγκλίσεων, η επιζητούμενη από το Σύνταγμα συναίνεση υπονομεύθηκε ευθύς εξ αρχής, λόγω της αξιωματικής και εν τέλει εκβιαστικής πρόταξης του ζητήματος της (άνευ ετέρου) δέσμευσης των αποφάσεων της επόμενης Βουλής από την σημερινή.
Το ζήτημα αυτό από θεωρητική άποψη είναι πολύ ενδιαφέρον (όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς ανατρέχοντας στον πλούσιο επιστημονικό διάλογο που έχει αναπτυχθεί στο ηλεκτρονικό περιοδικό του Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης» Constitutionalism.gr). Ωστόσο, ο πολιτικός χειρισμός του ήταν κάκιστος. Αντί να αναζητηθούν ευρύτατες συγκλίσεις για όσο το δυνατόν περισσότερες διατάξεις και να επιδιωχθεί στη συνέχεια μια πολιτική συμφωνία «κυρίων» ως προς το ότι η κατεύθυνσή τους θα γίνει σεβαστή από την επόμενη (αναθεωρητική) Βουλή –ώστε να μην επαναληφθεί το κάκιστο προηγούμενο του κοινοβουλευτικού ασυμβιβάστου στην αναθεώρηση του 2001– υιοθετήθηκε η ακόλουθη ακατανόητη πολιτική τακτική: να διατρανωθεί σε όλους τους τόνους –με την επίκληση, απλώς, μιας κατ’αρχήν ερμηνευτικής προσέγγισης του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ΑΕΔ 11/2003)– ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα δεσμεύσει ούτως ή άλλως, με την κυβερνητική πλειοψηφία του, την επόμενη Βουλή ως προς την κατεύθυνση της αναθεώρησης, την οποία, μάλιστα, θα επιβάλει και διά της δικαστικής οδού. Και τούτο παρότι γνωρίζει πρώτον ότι τέτοια κορυφαία πολιτειακά ζητήματα δεν νοείται να επιλύονται από τα δικαστήρια και δεύτερον ότι, σε κάθε περίπτωση, η άποψη που προβάλλει είναι μειοψηφική στην επιστήμη, δεν ίσχυσε έως τώρα στην κοινοβουλευτική πρακτική και σε κάθε περίπτωση μπορεί να οδηγήσει στο νομικοπολιτικό παράδοξο μια απόφαση μόλις 151 βουλευτών της πρώτης Βουλής να δεσμεύουν τους 180 και πάνω της επόμενης, που έχουν μάλιστα και πρόσφατη δημοκρατική νομιμοποίηση.
Γ. Από την άλλη, βέβαια, ούτε και η αξιωματική αντιπολίτευση διακρίθηκε για τη εποικοδομητική στάση της. Αρχικά αντέδρασε υποκριτικά για την καθυστερημένη υποβολή της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ –ενώ είχε κάνει ακριβώς το ίδιο λίγο πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015…– και στην συνέχεια οχυρώθηκε πίσω από μια άκρως προβληματική άποψη: να ψηφισθούν όλες οι προτάσεις με αυξημένη πλειοψηφία (τουλάχιστον 180) και την τελική απόφαση να την λάβει η επόμενη Βουλή, με απλή κυβερνητική πλειοψηφία (151). Ένα είδος πολιτικού «πάρτα όλα», δηλαδή, από το οποίο ελλείπει εμφανώς η θεσμική σοβαρότητα…
Στην Επιτροπή, πάντως, η ΝΔ αρχικά κράτησε τα προσχήματα, αλλά οι χειρισμοί του ΣΥΡΙΖΑ της έδωσαν απλόχερα το άλλοθι που αναζητούσε για να περιχαρακωθεί και πάλι στην αρχική στείρα αντιμετώπιση.
Δ. Απόρροια αυτών των μικροπολιτικών τακτικών ήταν να κυριαρχήσει ένα κλίμα έντονης πολιτικής καχυποψίας, με εκατέρωθεν απόδοση ευθυνών, που επέτρεψε τελικά σε ελάχιστες διατάξεις να τύχουν ευρύτερης συναίνεσης.
Οι διατάξεις βέβαια αυτές δεν είναι αδιάφορες, ιδίως σε ό,τι αφορά την απεμπλοκή της εκλογής του Προέδρου από την διεξαγωγή βουλευτικών εκλογών (άρθρο 32) –στην οποία αυτοπαγιδεύθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ– τον περιορισμό των ασυλιών υπουργών και βουλευτών (άρθρα 62 και 86), την δυνατότητα σύστασης εξεταστικών επιτροπών και από την μειοψηφία (άρθρο 68) την εκλογή αριθμού βουλευτών από τους Έλληνες της διασποράς (άρθρο 54) και την εκλογή των Ανεξάρτητων Αρχών με μικρότερη πλειοψηφία (άρθρο 101Α).
Ωστόσο, χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία να επιτευχθεί συνεννόηση, με αμοιβαίες υποχωρήσεις, και για άλλες σημαντικές αλλαγές, που θα εμπλούτιζαν ουσιαστικά το αναθεωρητικό εγχείρημα. Ενδεικτικά αναφέρω, εν πρώτοις, την διαφαινόμενη απόρριψη, στην επόμενη Βουλή, σημαντικών προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ που υποστηρίχθηκαν μόνο –ή κατά βάσιν– από την κυβερνητική πλειοψηφία (θρησκευτική ουδετερότητα και πρόσθετες εγγυήσεις της θρησκευτικής ελευθερίας σε σχέση με την επικρατούσα θρησκεία, μορφές άμεσης λαϊκής συμμετοχής, θεσμική θωράκιση των κοινωνικών και των εργασιακών δικαιωμάτων, ρύθμιση για την συνταγματική κατοχύρωση του αναλογικού εκλογικού συστήματος στις βουλευτικές –και μόνον– εκλογές), παρότι θα μπορούσαν, με σημαντικές πάντως τροποποιήσεις, να συμβάλουν ουσιαστικά στην βελτίωση του Συντάγματός μας. Επίσης, θεωρώ ότι κακώς δεν κρίθηκαν αναθεωρητέες, με 151 έστω ψήφους, ενδιαφέρουσες προτάσεις της ΝΔ (ιδίως για τα μη κρατικά πανεπιστήμια, την καλύτερη ρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου, τις εγγυήσεις του δημοψηφίσματος, την διαφορετική ανάδειξη της ηγεσίας της δικαιοσύνης και την αλλαγή της ίδιας της διαδικασίας αναθεώρησης), που θα μπορούσαν κατά την άποψή μου να γίνουν αποδεκτές, υπό τον όρο της προσθήκης συγκεκριμένων αυστηρών προϋποθέσεων (ιδίως ως προς τα πανεπιστήμια, ώστε να είναι απαρεγκλίτως μη κερδοσκοπικά).
Ε. Κλείνω με μια πρόσθετη επισήμανση, που την θεωρώ ιδιαίτερα σημαντική:
Όπως είχα την ευκαιρία να επισημάνω σε προηγούμενο άρθρο, στις τελικές προτάσεις των δύο μεγαλύτερων κομμάτων θα μπορούσαν να περιληφθούν και αρκετές άλλες χρήσιμες προτάσεις. Θα σταθώ όμως ιδιαίτερα σε μία:
Γιατί δεν υιοθέτησαν καμία τροποποίηση που θα μπορούσε να παράσχει πρόσθετη θωράκιση της Δημοκρατίας μας απέναντι στον ανεχόμενο κίνδυνο του ολοκληρωτισμού; Μήπως τελικά οι πομπώδεις διακηρύξεις τους κατά της Χρυσής Αυγής είναι για το θεαθήναι ενώ στην πραγματικότητα δεν τολμούν, το καθένα για τις δικές του μικροπολιτικές σκοπιμότητες, να λάβουν τις δέουσες αποφάσεις;
Η υπερψήφιση πάντως της εκλεκτής του ΣΥΡΙΖΑ πρώην Προέδρου του ΑΠ και πρώην νομικής συμβούλου του πρωθυπουργού από την Χρυσή Αυγή, για τον διορισμό της ως επικεφαλής Ανεξάρτητης Αρχής, δεν μου φαίνεται διόλου συμπτωματική…