Στα επόμενα δύο-τρία χρόνια θα τεθούν οι βάσεις για τη νέα ελληνική οικονομία που θα διαμορφωθεί μετά την κρίση. Τα σενάρια είναι πολλά, αλλά είναι χρήσιμο να τα ταξινομήσουμε σε δύο βασικούς τύπους αναπτυξιακού μοντέλου. Ο κάθε τύπος αντιστοιχεί σε μια διαφορετική σύνθεση της μεσαίας τάξης.
Οι δύο τύποι έχουν ένα κοινό στοιχείο, που είναι αποτέλεσμα της κρίσης: δεν θα στηρίζονται σε όλο και υψηλότερο δανεισμό από το εξωτερικό, όπως συνέβαινε επί τρεις δεκαετίες έως το 2010. Και στους δύο τύπους, θα μπορούμε να εισάγουμε μόνο όσα προϊόντα μπορούμε να πληρώσουμε από τα έσοδα που μας φέρνουν οι εξαγωγές μας. Συμπληρωματικά μπορούμε να πληρώνουμε μερικές εισαγωγές από τα όσα ξένα κεφάλαια έρχονται για επενδύσεις σε επιχειρήσεις και ακίνητα. Και στους δύο τύπους, η κατανάλωση θα αυξάνεται μόνο στον βαθμό που αυξάνεται η εγχώρια παραγωγή. Είτε με ευρώ, είτε με δραχμή, είτε με μεγάλο κράτος, είτε με μικρό, είτε με πλεονασματικούς προϋπολογισμούς, είτε με ελλειμματικούς, το εξωτερικό ισοζύγιο θα πρέπει να είναι τουλάχιστον ισοσκελισμένο.
Στον πρώτο τύπο, ο τομέας που παράγει διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα παραμένει στάσιμος. Ο τομέας περιλαμβάνει μεταποίηση, γεωργία, εξαγώγιμη τεχνολογία και υπηρεσίες όπως ο τουρισμός και η ναυτιλία. Θα γίνονται προσπάθειες να αυξηθεί η παραγωγή στις μη εμπορεύσιμες υπηρεσίες, όπως είναι υπηρεσίες του κράτους, επαγγέλματα υγείας, δικηγόροι, καφενεία, κατασκευές. Αλλά τα εισοδήματα από αυτές δεν θα μεταφράζονται στο σύνολο της οικονομίας ούτε σε περισσότερα βασικά καταναλωτικά προϊόντα, ούτε σε είδη πολυτελείας, ούτε σε φάρμακα και μηχανήματα για τα νοσοκομεία.
Η μεσαία τάξη σε αυτό το μοντέλο θα είναι μικρή, και θα περιοριστεί στα επαγγέλματα που είναι προστατευμένα και πολιτικά ισχυρά. Θα είναι μερικά στελέχη του Δημοσίου, καθώς και γιατροί, δικηγόροι, και εργολάβοι, αλλά πολύ λιγότεροι από πριν, όταν τα δάνεια απέξω γίνονταν εισοδήματα για πολλούς. Για να βελτιώνουν αυτοί την ποιότητα ζωής τους, σε μια καταναλωτική πίτα στάσιμη, όλοι οι άλλοι θα χάνουν. Ετσι, η στενή σχέση με την πολιτική εξουσία θα είναι προϋπόθεση για την οικονομική ευμάρεια. Κολλητός ή κομματικός θα είναι τα εφόδια της επιτυχίας.
Στον δεύτερο τύπο ανάπτυξης, η μεταποίηση, οι τεχνολογικές υπηρεσίες και άλλοι διεθνώς εμπορεύσιμοι κλάδοι μεγαλώνουν σταθερά. Σε μερικές παραλλαγές αυτό συμβαίνει επειδή θα μείνουν πολύ χαμηλά οι μισθοί, αλλά αυτό δεν μπορεί να διαρκέσει πολύ σε μια ευρωπαϊκή οικονομία. Μακροπρόθεσμα, η παραγωγή σε αυτούς τους κλάδους θα αυξάνεται μόνο αν βελτιώνεται η ποιότητα των προϊόντων και οι τεχνικές παραγωγής. Η αυξημένη παραγωγή εμπορεύσιμων σημαίνει και μεγαλύτερη δυνατότητα κατανάλωσης για το σύνολο της κοινωνίας.
Η μεσαία τάξη μπορεί να είναι μεγάλη, αλλά θα έχει άλλη σύνθεση επαγγελμάτων από αυτήν της μεταπολίτευσης. Πολύ περισσότεροι θα μετέχουν σε επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν τον παγκόσμιο ανταγωνισμό, και γι’ αυτό κάθε μέρα θα κάνουν μικρές ή μεγάλες αλλαγές στη δουλειά τους, θα στύβουν το μυαλό τους, θα νιώθουν άλλοτε νικητές κι άλλοτε χαμένοι. Λιγότερη ρουτίνα, λιγότερο ρουσφέτι, περισσότερη δημιουργία, στατιστικά περισσότερο εισόδημα, αλλά και μεγαλύτερη διακύμανση.
Για να υπάρχει κράτος πρόνοιας που θα στηρίξει τους αδύναμους αλλά και τους άτυχους της μεσαίας τάξης, θα χρειάζεται πιο σταθερή φορολογική βάση από αυτήν που είχαμε. Αυτό σημαίνει φόρο στην ακίνητη περιουσία κοντά στα σημερινά επίπεδα του ΕΝΦΙΑ. Που σημαίνει επίσης ότι η αποταμίευση της μεσαίας τάξης θα πρέπει σιγά σιγά να στραφεί και σε άλλες τοποθετήσεις, πέρα από τα ακίνητα. Οι παροχές του κράτους για υγεία και συντάξεις θα είναι για περισσότερους, και θα κατανέμονται πιο ίσα. Δεν θα υπάρχουν «ρετιρέ» στην ασφάλιση. Οποιος θέλει να έχει περισσότερα από τα βασικά θα πρέπει να τα χτίσει μόνος του ή με ομαδικά προγράμματα. Αυτό περίπου είναι το μοντέλο των επιτυχημένων οικονομιών με παραγωγικές επιχειρήσεις και γενικευμένη κοινωνική προστασία.
Τα πανεπιστήμια διαμορφώνουν δεξιότητες και αξίες για τη μεσαία τάξη, γι’ αυτό και θα επηρεάσουν την έκβαση στο σταυροδρόμι όπου βρισκόμαστε. Στη διαμάχη για τη φυσιογνωμία τους, η μία πλευρά θέλει να διδάσκουν «διεκδίκηση», να καθοδηγούνται από κόμματα, να παράγουν πολιτικούς, αλλά και υπαλλήλους για τις μη εμπορεύσιμες υπηρεσίες. Οι καθηγητές να ζουν μακριά από τις παγκόσμιες αλλαγές, η κριτική σκέψη να περιχαρακώνεται σε τυποποιημένες καταγγελίες και η τεχνολογία να μην ταράζει τη ρουτίνα τους. Μιλούν για μαζικό δημόσιο πανεπιστήμιο και αγνοούν ότι το δικό τους μοντέλο παράγει μια μικρή κάστα προνομιούχων κοντά στην εξουσία κι έναν μεγάλο αριθμό πτυχιούχων καταδικασμένων στην ανέχεια.
Η άλλη πλευρά ζητάει ένα πανεπιστήμιο που διδάσκει δημιουργία και παραγωγή. Οι καθηγητές μετέχουν στη διεθνή κοινότητα των επιστημόνων, λογοδοτούν και αξιολογούνται με τα κριτήρια εκείνης, όχι από τους κολλητούς. Οι απόφοιτοι είναι έτοιμοι να δοκιμάσουν πολλές δουλειές, να μαθαίνουν «διά βίου», να πιάσουν το κατσαβίδι, αλλά και να ψάξουν όλες τις πηγές χωρίς προκατάληψη. Μπορούν να ενταχθούν σε μια οικονομία που δίνει ευκαιρίες σε πολλούς, γιατί παράγει πολλά και διαφορετικά αγαθά, με ορίζοντα ολόκληρο τον πλανήτη. Αυτοί θα είναι η μόνη βιώσιμη μεσαία τάξη στις δεκαετίες που έρχονται.