Η Ανάπτυξη ως επιδόρπιος μύθος

Σπύρος Λυκούδης 27 Ιουν 2016

Στη χώρα μας, εκτός των άλλων τομέων όπου σημειώνουμε αξιοζήλευτες επιδόσεις, όπως στο ψέμα, τον αχαλίνωτο λαϊκισμό, την προπαγάνδα, τη δημαγωγία, τον κομματισμό, την παραμυθία, τον αθέμιτο διαγωνισμό επίρριψης ευθυνών στους ξένους κι άλλους μυθικούς και βολικούς αποδιοπομπαίους τράγους, διακρινόμαστε επίσης και στο απέραντο πεδίο των ευφημισμών.

Έτσι, βαπτίζουμε κάθε μέτρο που ευλόγως αποσκοπεί στην αύξηση του Ακαθάριστου Εθνικού μας προϊόντος, την οικονομική δηλαδή μεγέθυνση, ως «ανάπτυξη». Ενώ, όλοι γνωρίζουμε ότι Ανάπτυξη σημαίνει συγκροτημένο Σχέδιο, με συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα και συγκεκριμένους στόχους, με συντονισμένες και μελετημένες παρεμβάσεις που δεν αφορούν μόνο την οικονομία, αλλά και το περιβάλλον, τις υποδομές, την ποιότητα ζωής, την Παιδεία, την Υγεία, την Έρευνα, τις Μεταφορές, τις επικοινωνίες, το κοινωνικό κράτος κι άλλους τομείς. Ένα σύνολο δηλαδή προωθητικών πολιτικών με την προσδοκία βελτίωσης των πραγματικών όρων του βίου ολόκληρης της κοινωνίας.

Ένα τέτοιο Εθνικό Σχέδιο Ανάπτυξης δεν είναι μια απλή τεχνοκρατική διαδικασία, αλλά μια κατ’ εξοχήν πολιτική και κοινωνική εφόσον εξ ορισμού θα πρέπει να εμπλέκει όλους τους κοινωνικούς φορείς, τους πολίτες, όλους τους συντελεστές. Διότι, αφορά σε όλους. Όλα τα κοινωνικά στρώματα. Όλες τις ομάδες του πληθυσμού.

Και εφόσον ένα τέτοιο σχέδιο πράγματι επιτυγχάνει να αυξήσει το Εθνικό Προϊόν τότε η κοινωνία αποφασίζει, μέσα από τις πολιτικές διαδικασίες του δημοκρατικού μας πολιτεύματος -που ασφαλώς εμπεριέχει και τη διαφωνία και τη σύγκρουση συμφερόντων- πόσα θέλει να καταναλώσει, πόσα θέλει να αποταμιεύσει, πόσα θέλει να επενδύσει για τα μέλλον και τις νέες γενιές, πόσα θέλει και σε ποιους να διαμοιράζει, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα τον αναγκαίο σωρευτικό και αειφόρο χαρακτήρα της διαδικασίας. Πώς θα προστατευθούν οι άνεργοι, τα φτωχά και αδύνατα στρώματα. Πώς θα βελτιωθούν ποσοτικά και ποιοτικά οι δημόσιες υπηρεσίες παντού. Τι οφείλει να κάνει το κράτος. Τι οφείλει να κάνει ο ιδιωτικός τομέας. Πώς θα επιμεριστούν τα βάρη και τα συναφή. Η διαπάλη για το μέρισμα του πλεονάσματος προϋποθέτει τη δημιουργία πλεονάσματος. Διαφορετικά, εκφυλίζεται σε διαπάλη για το μέρισμα της στασιμότητας, της φτώχειας και της εξαθλίωσης.

Τέτοιο Σχέδιο, Οδικό Χάρτη για την Ανάπτυξη δε διαθέτει η κυβέρνηση. Ούτε ποτέ διέθετε. Ούτε θέλει. Ούτε γνωρίζει. Ούτε έχει κάποια επιλογή για το παραγωγικό μοντέλο που χρειάζεται η χώρα. Δεν ισχυρίζομαι ότι κάθε παρέμβαση στον τομέα της οικονομικής μεγέθυνσης ή της ενθάρρυνσης έστω και της επιδοτούμενης επιχειρηματικότητας, όσο ισχνή κι αν είναι, είναι άχρηστη. Κάθε άλλο. Αλλά οι τεχνικές αναπνοές απλώς συντηρούν στη ζωή μια ετοιμοθάνατη οικονομία.

Για όλους τους ανωτέρω λόγους, η νέα επιχείρηση περί «δίκαιης ανάπτυξης» δεν αποτελεί παρά ένα νέο ωραίο παραμύθι, μια φράση κενού περιεχομένου, ένα νέο προπαγανδιστικό πυροτέχνημα για να συντηρήσει ψευδείς και πάλι προσδοκίες.

Χρειαζόμαστε μέχρι το 2022 100 δισ. σε επενδύσεις για να μειώσουμε σημαντικά την ανεργία και δεκάδες άλλων δισ. για τη συντήρηση των μονάδων που λειτουργούν. Και διαθέτουμε μόνο 20 δισ. από την «επάρατη» Ευρωπαϊκή Ένωση, την οποία οι πολίτες φαίνεται σήμερα να απορρίπτουν. ‘Αλλο πολιτικού χαρακτήρα έγκλημα, το οποίο διέπραξαν οι σημερινοί κυβερνώντες του άκρατου αριστερο-δεξιού εθνολαϊκισμού, κατασκευάζοντας και εμφανίζοντας ως εχθρούς τους Ευρωπαϊους δανειστές και τροφοδοτώντας ανεύθυνα τον αντι-ευρωπαϊκό παροξυσμό με αποκορύφωμα την παρωδία του περυσινού Δημοψηφίσματος.

Από πού, λοιπόν, θα προκύψουν οι πόροι για την «ανάπτυξη» όταν η διαβόητη «σκληρή» διαπραγμάτευση του κ. Τσίπρα και των ευφάνταστων συνεργατών του μας στοίχισαν μόλις μεταξύ 86 και 100 δισ. ευρώ; όταν φορτώνουν μια ήδη εύθραυστη οικονομία και εξουθενωμένους πολίτες με νέο δυσβάστακτο χρέος και νέα, επαχθή πολίτες φορολογικά βάρη; Οι επενδύσεις μειώνονται. Οι εξαγωγές πέφτουν αντί να αυξάνονται. Το εμπορικό ισοζύγιο δε βελτιώνεται. Το νέο πακέτο μέτρων, η φοροκαταιγίδα ξεπερνά τις αντοχές της οικονομίας. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου αυξήθηκαν κατά 78% τους τελευταίους 18 μήνες. Σύμφωνα με πρόσφατο «Οικονομικό Βαρόμετρο» του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών το 69% δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις φορολογικές του υποχρεώσεις. Οι έλεγχοι κεφαλαίου παραμένουν. Οι καταθέσεις δεν επιστρέφουν κι ούτε πρόκειται να επιστρέψουν ενόσω το χάσμα εμπιστοσύνης απέναντι στην κυβέρνηση παραμένει αβυσσαλέο.

Τα στοιχεία που παραθέτω αποτελούν μόνο την κορυφή του παγόβουνου. Γι αυτό, καμία πρόσκαιρη βελτίωση, που θα μπορούσε, επί παραδείγματι, να προέλθει από τον τουρισμό, δεν προσφέρει σανίδα σωτηρίας.

Καμιά αναπτυξιακή δυναμική δεν πρόκειται να απελευθερώσει η κυβέρνηση αυτή, τη στιγμή που οι βουλευτές της φαίνεται να έχουν πάθει ομαδική αχρωματοψία. Η «ανθρωπιστική κρίση» φαίνεται να εξαφανίστηκε ως δια μαγείας. Τα νοσοκομεία μας, το σύστημα Υγείας, που έχει καταρρεύσει, φαίνεται να ανθεί. Οι λιποθυμίες των μαθητών σταμάτησαν. Οι αυτόχειρες φαίνεται ότι το ξανασκέφτονται. Όσοι ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, που ήδη ανέρχονται στο 15% του πληθυσμού, εμφανίζεται ότι απολαμβάνουν χορτάτοι τα καλοκαιρινά τους μπάνια. Σύμφωνα με πρόσφατη όμως έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού βρίσκεται το 37.5 του πληθυσμού της χώρας.

Τίποτα από όλα αυτά δεν φαίνεται να συγκινεί την κυβέρνηση. Η κακή παράσταση συνεχίζεται, με κακή σκηνοθεσία, κακούς πρωταγωνιστές και κακούς ηθοποιούς. Μόνο οι ίδιοι βλέπουν το Μνημόνιο τους σαν Ουράνιο Τόξο! Καμιά κυβέρνηση δεν έχει υποστεί τέτοια Οβιδιακή μεταμόρφωση.

Η κυβέρνηση αυτή λειτουργεί μέσα σε ένα πλήθος άλυτων αντιφάσεων, απότοκο των δικών της ιδεολογικών και πολιτικών καταβολών με τη συνέργεια του κυβερνητικού της εταίρου, κατ’ επιλογήν. Αν δεν τις επιλύσει, πράγμα που προφανώς δεν δύναται να πράξει, υπογράφει, αργά ή γρήγορα, τη φθορά της και τον πολιτικό της θάνατο. Το τέλος μιας αναχρονιστικής και παρωχημένης Αριστεράς διαγράφεται ήδη στον ορίζοντα.

Ματαίως προσπαθεί η κυβέρνηση να παρασύρει τους πολίτες στην «Κοιλάδα των Δακρύων» εντός της οποίας Υπουργοί της κλαίνε και οδύρονται για τα επαχθή μέτρα που παίρνουν. Πού δηλώνουν χωρίς να ντρέπονται ότι «δεν είναι ιδιοκτήτες του Μνημονίου» τους.

Τα ερωτήματα, όμως, είναι αμείλικτα και παραμένουν αναπάντητα. Εάν η κυβέρνηση δεν πιστεύει στο επαχθές και επονείδιστο Μνημόνιό της, που ψήφισε με χέρια και με πόδια, τότε πώς θα το εφαρμόσει και με ποια προοπτική εξόδου από την κρίση; Εάν Υπουργοί της κατηγορούν τον πρόεδρο του ΤΑΙΠΕΔ ότι βρίσκεται «εκτός κυβερνητικής πολιτικής» γιατί δεν τον αντικαθιστούν ή γιατί δεν αντικαθιστά αυτούς ο Πρωθυπουργός; Δεν μπορεί και οι δυο πλευρές να έχουν δίκαιο και μάλιστα σε θέματα τέτοιας κρίσιμης σημασίας.

Εάν πάλι «οι μεταρρυθμίσεις βασίζονται στα ιδανικά μας», όπως δήλωσε πρόσφατα Υπουργός αυτο-χαρακτηρισθείς ως «κομμουνιστής», τότε προς τι όλος αυτός ο ολοφυρμός, η αυτο-θυματοποίηση, το κυβερνάν δια δακρύων και αναστεναγμών;

Προφανώς οι αυταπάτες δεν έχουν τελειώσει. Ευλόγως. Αν πρόκειται για αυταπάτες. Κι αυτό, είναι ηλίου φαεινότερο, δεν μπορεί πλέον να πάει πολύ μακριά. Και καθιστά ακόμα πιο επείγουσα την ανάγκη συγκρότησης ενός νέου και ενωτικού φορέα στο μεσαίο χώρο, μιας μεγάλης Δημοκρατικής, Προοδευτικής και Μεταρρυθμιστικής Παράταξης που θα δώσει ένα νέο ρεαλιστικό Όραμα κι Ελπίδα στη χειμαζόμενη κι έρημη χώρα.