Ο τρόπος με τον οποίο συζητούμε τα προβλήματα του δημόσιου βίου εμμένει στα φαινόμενα και όχι στις αιτίες. Για να το πω με τα λόγια του Σεν-Πρε, ήρωα του επιστολικού μυθιστορήματος του Ρουσό Νέα Ελοΐζα, ο οποίος παρατηρούσε τους διαλόγους που αναπτύσσονταν στα περίφημα αριστοκρατικά σαλόνια και στις θεατρικές σκηνές του Παρισιού: «Οσο και αν παρακολουθείς αυτό που λέγεται, δεν μαθαίνεις τίποτα γι’ αυτό που γίνεται».
Δεν μπορώ να αναφερθώ σ’ όλες τις προβληματικές πτυχές του δημοσίου διαλόγου, μου προκάλεσε όμως εντύπωση ο μονομερής τρόπος με τον οποίο καλύφθηκε το θέμα των αναπήρων-μαϊμού. Παρακολουθήσαμε όλοι με ενδιαφέρον τις αποκαλύψεις για τους τυφλούς της Ζακύνθου, τους ανάπηρους στην Κάλυμνο, στη Χίο, στη Θεσσαλονίκη και σ’ όλη την Ελλάδα. Πολλοί συμπολίτες μας εξοργίσθηκαν, και δικαίως, για τις μηχανές εξαπάτησης του δημόσιου συμφέροντος και κλοπής του κοινού αγαθού, που στήθηκαν μεταξύ λειτουργών του κράτους, ενδιαφερόμενων πολιτικών γραφείων και αρκετών συμπολιτών μας.
Δεν φθάνει όμως να μεμφόμαστε τα αποτελέσματα, αν δεν βλέπουμε τις αιτίες. Η ελληνική διαφθορά έχει κτισθεί στο έδαφος της ελληνικής γραφειοκρατίας. Στις ανεπτυγμένες δυτικές κοινωνίες οι αναγκαίοι γραφειοκρατικοί θεσμοί νομιμοποιούνται από μια στηριγμένη σε σταθερούς κανόνες νομική ορθολογική εξουσία. Εξουσία που λειτουργεί ανεξάρτητα από τις πολιτικές αλλαγές, όχι όμως σε αντίθεση με αυτές. Η γραφειοκρατία αποτελεί ένα εντεταλμένο για συγκεκριμένους σκοπούς όργανο και λειτουργεί στη βάση σχετικά σταθερών στον χρόνο και στις πολιτικές αλλαγές κανόνων, οι οποίοι τη διέπουν και τη ρυθμίζουν.
Η ελληνική γραφειοκρατία δεν έχει τίποτα κοινό με τον παραπάνω βεμπεριανό ιδεότυπο. Είναι άμεσα εξαρτημένη από την πολιτική εξουσία ή, πιο σωστά, αποτελεί το μακρύ χέρι της πολιτικής εξουσίας στην κοινωνία. Με τη σειρά της η γραφειοκρατία του Δημοσίου, στο όνομα του κοινού συμφέροντος, εξυπηρετεί τις στενές εγωιστικές της ιδιοτέλειες – όπως θα έλεγε και ένας μεγάλος αντικρατιστής που ακούει στο όνομα Μαρξ. Σ’ αυτές τις συνθήκες, το μόνο που απομένει στην κοινωνία είναι να συμβιβαστεί με αυτή την κατάσταση και τα μέλη της να επιδιώξουν να εκμεταλλευθούν κομμάτι της πίτας της διαφθοράς που απομένει από τη διαπλοκή πολιτικού χρήματος και γραφειοκρατίας.
Αν όμως ο πολίτης δεν έχει «μπάρμπα στην Κορώνη» το μόνο που του μένει είναι η ταλαιπωρία. Μετά την αποκάλυψη των επιδομάτων-μαϊμού στήθηκαν τα περίφημα Κέντρα Πιστοποίησης Αναπηρίας. Υποτίθεται για να αποτρέψουν το όργιο των παρανομιών. Αντ’ αυτού, όμως, στήθηκε ακόμη ένας μηχανισμός ταλαιπωρίας των πολιτών. Ας παραβλέψω το ότι, την ίδια ώρα που έχουμε οδηγούς-τυφλούς και αθλητές-ανάπηρους, έχουμε κι ένα κράτος το οποίο κάθε πέντε χρόνια καλεί ανθρώπους χωρίς κάποια όργανα του σώματός τους για να διαπιστώσει πως αυτά δεν τους έχουν φυτρώσει.
Ας δούμε τι Γολγοθά ανεβαίνει ο πολίτης που θέλει να πιστοποιήσει την όποια αναπηρία του. Πρέπει πρώτα να πάρει βεβαίωση της πάθησης από γιατρό, αλλά δεν αρκούν η υπογραφή και η σφραγίδα του γιατρού, πρέπει ο ίδιος ο γιατρός να πάει στο ΚΕΠ ή στο αστυνομικό τμήμα για να θεωρήσουν εκεί το γνήσιο της υπογραφής του! Μετά, ο πολίτης χρειάζεται να πάει και στο ΙΚΑ για να αγοράσει παράβολο αξίας 46 ευρώ. Αν βεβαίως κάποιος ενδιαφερόμενος δεν μπορεί να πάει ο ίδιος να καταθέσει τα χαρτιά του στο ΚΕΠΑ, πρέπει οπωσδήποτε να πάει κάπου. Πού να πάει, πού να πάει; Ας πάει σε κάποιο τμήμα για να υπογράψει μια εξουσιοδότηση σε συγγενικό ή φιλικό του πρόσωπο, το οποίο θα καταθέσει την αίτηση. Βεβαίως, θα τον καλέσουν να περάσει από επιτροπή ύστερα από έξι μήνες, αν είναι τυχερός. Το πιστοποιητικό Α38 που έψαχναν ο Αστερίξ και ο Οβελίξ στον «οίκο της τρελής» (δηλαδή της γραφειοκρατίας) το είχατε δει; Ε, κάτι παρόμοιο έχουμε και εδώ. Α, να μην το ξεχάσω, για προσπαθήστε να τηλεφωνήσετε σε κάποιο ΚΕΠΑ, και αν σηκώσουν το τηλέφωνο, τρέξτε να αγοράσετε λαχείο. Θα είστε σίγουρα ο τυχερός.
Πώς τα φέρνει βόλτα ο πολίτης με αυτή τη γραφειοκρατία; Μα, προφανώς, υποτασσόμενος ή εκμεταλλευόμενος τη διαφθορά.
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας, επιστημονικός διευθυντής του ΙΣΤΑΜΕ