Αρχικά να πω, πως σημασιολογικά η Ανανεωτική Αριστερά είχε προ πολλού εκλείψει, αφού ο πολιτικός ορισμός της εδραζόταν στο αντίθετό της, που στο μεταξύ είχε σβήσει , την δογματική υπαρκτοκομμουνιστική εκδοχή.
Επίσης την κορύφωση του Ευρωκομμουνιστικού ρεύματος, στις χώρες της τότε ΕΟΚ, διαδέχθηκε μια ορμητική σύμπλευση με την Σ/δημοκρατία. Θα θυμάστε ίσως την συνεργασία του Καρίγιο με τον Γκονζάλεθ, την αρχική συμμετοχή του Μαρσαί στην πρώτη κυβέρνηση Μιττεράν – Μωρουά και την ηγεμονία , στην μετά Μπερλινγκουέρ σοδειά , της «δεξιάς τάσης Ναπολιτάνο », στο PCI.
Στην Ελλάδα, επειδή ξορκίζονταν για πολλά χρόνια η κλασσική Σ/δημοκρατία, επέζησε ο όρος ίσως και λόγω της ακαμψίας του ΚΚΕ, παρ’ όλα αυτά το περιεχόμενο πια εισέπραττε όλο και πιο πολύ από τον δημοκρατικό ρεφορμισμό.
Η ΕΑΡ και η δημιουργούμενη, τότε, σ/δημοκρατική και πολιτικά οικολογική τάση Παπαγιαννάκη, δεν μπόρεσε πλήρως να ενσωματωθεί στην τότε εισχωρούσα και στην Ελλάδα, ρεφορμιστική ιδέα, δηλ. στην πλήρως ρεαλιστική Σ/δημοκρατία.
Ένα ανάλογο πρόβλημα καθόρισε και το ΠΑΣΟΚ, εκείνο τον καιρό, όπου εν τοις πράγμασι και μετά από χρόνια άσκησης μιας ημικευνσιανής πολιτικής στα πλαίσια ενός παραδεδεγμένου, πλέον από αυτό, αστισμού, προσχώρησε οριστικά και αμετάκλητα στο Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα, αφήνοντας πίσω τους έτσι κι αλλιώς ανεφάρμοστους ποπουλιστικούς τρίτους δρόμους.
Προοίμιο της, ήδη συντελεσθείσης αλλά ανομολόγητης ως τότε σοσιαλδημοκρατικοποίησής του ήταν η περίοδος 1993 – τέλος 1995 του Α. Παπανδρέου , ενώ η πολιτική ηγεμονία του Σ/δημοκρατικού εκσυγχρονισμού εμπεδώνεται οριστικά από το 1996 και τον Κ.Σημίτη ίσαμε το 2004 , όπου κατά τον ίδιο υπάρχει το συμβολικό τέλος της μεταπολίτευσης και η αναζήτηση μιας πιο ευέλικτης και νεωτερικής Σ/δημοκρατίας.
Όσον ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά την περίοδο Κύρκου, Δαμανάκη ολισθαίνει είτε σε ηθικιστικές α-πολιτικές πολιτικές την περίοδο Κωνσταντόπουλου, είτε σε ολιστικές ποπουλιστικές αντιλήψεις παρωχημένου κρατισμού τις περιόδους Αλαβάνου και Τσίπρα, δημιουργούνται φυγόκεντρες τάσεις , οι οποίες όμως επενδύουν σε πολιτικά σημαινόμενα, τα οποία αλλού είχαν εκλείψει. Έτσι η Ανανεωτική Αριστερά επανεπενδύεται ως σημασία, πρωτεύουσα μάλιστα έναντι της ρεαλιστικά κυρίαρχης Σ/δημοκρατίας ή όπως την αποκαλούσαν πιο ευέλικτα ο Μιττεράν, ο Μπόμιο ή ο Γκίντενς, Ριζοσπαστικού Κέντρου.
Το ελπιδοφόρο της ίδρυσης της ΔΗΜΑΡ, εμπεριείχε ταυτόχρονα και το νομοτελειακά απογοητευτικό, ακριβώς γιατί ποτέ δεν αποσαφήνισε το μεταρρυθμιστικό της πλαίσιο, την σαφή χωρίς αστεράκια ένταξη στην Ευρωπαϊκή κ/αριστερά και την έγκαιρη αποτίναξη κάθε τυχοδιωκτισμού , που πάντα στην αρχή συνοδεύουν μικρά προσωπαγή κόμματα.
Προκειμένου να συντηρεί κουράγια εκσυγχρονισμού σε ανέστιους πολίτες, άλλοτε γινόταν Αριστερά της ευθύνης, άλλοτε ξαναγίνονταν Ανανεωτική Αριστερά, άλλοτε για λίγο κυβερνώσα Αριστερά. Πολλά σημαίνοντα χωρίς σημαινόμενα, την πυξίδα άσκησης δηλ. μιας στιβαρής αντικρατικιστικής πολιτικής, χωρίς αστεράκια του παρελθόντος- παρεκτός από έξοχα ιστορικά και πολιτικά διακυβεύματα αλλοτινών καιρών.
Σιγά σιγά το μπαλόνι έχανε, η ΔΗΜΑΡ έπαψε ουσία να υπάρχει , θυμίζοντας κατ’ ουσίαν τον αστικό και εμπορικό κώδικα, μονοπρόσωπη ΕΠΕ. Οι βουλευτές της – κατανοώ αυτά που λένε – είναι ανέστιοι και αμήχανοι, εμπρός στις «λυτρωτικές» χαρές, του διαχειριστού της ΕΠΕ. Ανεξήγητες χαρές, πιότερες από αυτές του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ , που η χώρα ίσως πάει σε πολύ δύσκολες εκλογές καταχείμωνο, ποδοπατώντας κάθε θεσμική συμβολικότητα, που απόμεινε όπως ο ΠτΔ.
Δεν υιοθετώ, εκ προοιμίου, όσα λέγονται για τις πολιτικές επιδιώξεις του Φ. Κουβέλη, αλλά ως πολιτική μονάδα όλο και μου θυμίζει τον μακαρίτη Τάσσο Παπαδόπουλο «Παρέλαβα Κράτος, δεν θα παραδώσω Κοινότητα»? και γίνανε μαντάρα εκεί στην Κύπρο- ευτυχώς εν μέρει είχαν φροντίσει ο Σημίτης, ο Παπανδρέου και η άλλη ομάδα με την ένταξη.
Εδώ, στον Φ. Κουβέλη , «ανελήφθησαν ελπίδες προς διαχείριση, που κατέληξαν αποτσίγαρα στα τασάκια του πατρογονικού σπιτιού?» , αντί πινακίου φακής κατά βιβλική κυριολεξία.
Άλλωστε ζούμε σε μια χώρα πάσης φύσεως Προέδρων, ένας λιγότερο ή περισσότερο, βλάπτει, ίσως αφόρητα, καταστροφικά, τυχοδιωκτικά.