Αγαπητές φίλες, αγαπητοί φίλοι, αυτή η Συνδιάσκεψη δεν αφορά μόνο ένα κόμμα, αφορά μία παράταξη και έχει σημασία να κάνουμε αυτή τη διάκριση. Η δημοκρατική παράταξη, παρά το ότι βρήκε έκφραση από το κόμμα των φιλελευθέρων, από την Ένωση Κέντρου, από το ΠΑΣΟΚ, ποτέ δεν υπήρξε απόλυτα ταυτόσημη με αυτούς τους τρεις χώρους, με αυτούς τους τρεις σχηματισμούς.
Και αυτό διότι η δημοκρατική παράταξη δεν είναι κόμμα, η δημοκρατική παράταξη είναι ο κόσμος της, η δημοκρατική παράταξη είμαστε εμείς. Διότι η βάση της δεν είναι μια συγκυριακή καταγραφή σε μια δημοσκόπηση ή ακόμα και σε μια εκλογική διαδικασία, η βάση της είναι όλοι όσοι μπορούν να βρουν δυνητικά έκφραση μέσα από αυτήν.
Η φυσική θέση αυτής της παράταξης δεν αντανακλάται στα σημερινά ποσοστά του χώρου, τα φορτισμένα από τη διαχείριση της κρίσης, ούτε στην καταγραφή ότι ο κυρίαρχος χώρος της πέθανε και δανείζει στελέχη και ψηφοφόρους σε άλλους χώρους.
Η φυσική θέση της παράταξης είναι αυτή που είχε όταν διπλασίαζε την Ελλάδα μετά το 1910, όταν ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου ίδρυε την πρώτη Ελληνική Δημοκρατία, όταν όρθωνε ανάστημα απέναντι στο δεξιό παρακράτος της δεκαετίας του ΄60, όταν έβαζε τη χώρα στην καρδιά της Ευρώπης το 1990 και το 2000, όταν έφερνε την άλλη μισή Ελλάδα στο προσκήνιο το ΄80 και όταν έκανε την επώδυνη μοναχική και αναγκαία επιλογή από το 2010 και μετά να κρατήσει τη χώρα μακριά από την καταστροφή, λαμβάνοντας και το αναντίστοιχο γι΄ αυτήν κόστος.
Για να προχωρήσουμε μαζί, στο πλαίσιο μιας νέας πορείας, δεν αρκεί ένα καλαίσθητο νέο σύμβολο, χρειάζεται και το νέο περιεχόμενο πίσω από αυτό, χρειάζεται να αποφασίσουμε με ποιους θα πάμε και ποιους θα αφήσουμε, τι κρατάμε από την ιστορία μας και τι απορρίπτουμε, ποιοι είμαστε, ποιους εκπροσωπούμε.
Ο χώρος φυσικά είναι δύσκολο να ανασυγκροτηθεί, όταν κάποιοι συνεχίζουν και προτάσσουν το «εγώ» έναντι του «εμείς», όταν κάποιοι δικαιώνουν το ρητό ότι «όλοι θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο, αλλά κανένας δε θέλει να αλλάξει τον εαυτό του». Πίσω από το ναρκισσισμό των μικρών διαφορών πολύ συχνά κρύβεται ο κυνισμός των μικρών συμφερόντων.
Και ταυτόχρονα η χώρα αλλάζει, η χώρα βγαίνει από το μνημόνιο κι έχουμε 1,5 εκατομμύριο ανέργους, έχουμε 60% ανεργία νέων, έχουμε πάνω από 300 χιλιάδες πτυχιούχους στο εξωτερικό, έχουμε μια αυξανόμενη ανεργία στους επαγγελματίες άνω των 40 ετών οι οποίοι έχουν αναλάβει και οικογενειακές υποχρεώσεις και δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτές.
Έχουμε ένα κράτος πρόνοιας το οποίο συμπιέζεται και από την ύφεση και από τα δημογραφικά μας. Έχουμε ένα κράτος το οποίο μαζί με τη δικαιοσύνη και το πολιτικό σύστημα παραμένει ο μεγάλος ασθενής της αναπτυξιακής προσπάθειας της χώρας. Έχουμε σοβαρά προβλήματα και τα σοβαρά προβλήματα χρειάζονται σοβαρές λύσεις, χρειάζονται ένα σοβαρό σχέδιο το οποίο θα δομηθεί, θα επικοινωνηθεί και θα εφαρμοστεί.
Δε βρισκόμαστε σε ένα ήρεμο ποτάμι, βρισκόμαστε σε έναν επικίνδυνο και αχαρτογράφητο χείμαρρο και δε διασχίζεται ο χείμαρρος χωρίς διάθεση για ρίσκο, χωρίς βούληση που να υπερβαίνει τις αντικειμενικές δυσκολίες και δεν μπορούμε να διασχίσουμε αυτό το χείμαρρο αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς μόνο ως ένα κόμμα ή μόνη της μια παράταξη, πρέπει να τον διασχίσουμε ως χώρα.
Αυτή η παράταξη κράτησε πολλές φορές στο παρελθόν τη χώρα όρθια και τώρα καλούμαστε εμείς με τη σειρά μας να κρατήσουμε την παράταξη όρθια. Διότι για να ανακτήσει την πολιτική πρωτοκαθεδρία, γιατί αυτή είναι η φυσική της θέση, στο μέλλον πρέπει να κρατηθεί όρθια στις μάχες που θα δοθούν στο παρόν.
Η πρώτη μάχη αφορά τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές οι οποίες έχουν και αυτοδιοικητικό χαρακτήρα, αλλά έχουν και χαρακτήρα εξόχως πολιτικό. Γιατί; Γιατί από εκεί θα περάσει το εν τρίτον του νέου ΕΣΠΑ κι από αυτό θα εξαρτηθεί εν πολλοίς η αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας τα επόμενα χρόνια και η κοινωνική συνοχή, είναι βαθειά πολιτικό. Τα πρόσωπα και οι ομάδες που θα επιλεγούν θα πρέπει να έχουν ένα μείγμα τεχνοκρατικής επάρκειας και σαφούς πολιτικού στίγματος, με έντονο βέβαια το κοινωνικό πρόσημο.
Η δεύτερη μάχη, μετά τις τοπικές εκλογές, αφορά την Ευρώπη. Η Ένωση εμμένει στις λογικές λιτότητας, με σφιχτή νομισματική πολιτική, σκληρούς δημοσιονομικούς κανόνες, επιτήρηση και περιορισμένα αναπτυξιακά κονδύλια. Δεν είναι πια η Ευρώπη του Μονέ, του Σουμάν, του Ντελόρ, του Μιτεράν και του Κολ.
Οι ισορροπίες στην Ευρώπη πρέπει να αλλάξουν, χρειάζεται νομισματική χαλάρωση, χρειάζεται μακροοικονομικός συντονισμός, καλύτερος από ότι σήμερα, χρειάζονται ευρωομόλογα, χρειάζονται όχι μινιμαλιστικές απαντήσεις σε προβλήματα αφού προκύψουν, αλλά απαντήσεις που θα προβλέπουν το επόμενο πρόβλημα. Χρειαζόμαστε φόρο στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές και σοβαρή ρυθμιστική πολιτική για το χρηματοοικονομικό σύστημα.
Ως Ελλάδα διεκδικήσαμε και πετύχαμε την ένταξη στην ΟΝΕ, αλλά δεν επιζητούμε ένα νόμισμα το οποίο θα διχάσει την ήπειρο, αλλά ένα νόμισμα και μια οικονομική πολιτική που θα την ενώνει. Και ταυτόχρονα χρειάζεται να αντιπαλέψουμε τη μαύρη διεθνή, η οποία αναδύεται σταδιακά σε όλη την ήπειρο, στην Αγγλία, στην Ολλανδία, στη Γαλλία, στην Αυστρία και φυσικά στην Ελλάδα, όλα αυτά τα κόμματα τα οποία χρησιμοποιούν τους ευρωπαϊκούς θεσμούς για να κομίσουν το μήνυμα της διάλυσής τους.
Κλείνω με τις εξής δύο σκέψεις: Παρά την προγραμματική αμηχανία των σοσιαλιστικών κομμάτων σε όλη την Ευρώπη, ο Ολάντ εξελέγη στη Γαλλία και δεν άλλαξαν πάρα πολλά στις ευρωπαϊκές ισορροπίες, ίσως πολύ λίγα, το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα όμως ήταν ανέκαθεν με τις θέσεις του πιο κοντά σε μια λογική επίλυσης του προβλήματος του ευρωπαϊκού νότου από ότι ήταν οι Ευρωπαίοι συντηρητικοί ή οι ριζοσπάστες αριστεροί.
Άρα η θέση του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος ήταν και πιο κοντά στο ελληνικό εθνικό συμφέρον, αυτό πρέπει να το αναδείξουμε. Μία Επιτροπή με την Προεδρία του Μάρτιν Σουλτς θα είναι μια Επιτροπή με πιο έντονο το προοδευτικό πρόσημο, με περισσότερη αλληλεγγύη, αυτή την Επιτροπή επιθυμούμε και αυτή την Επιτροπή θα διεκδικήσουμε.
Όλα αυτά οφείλουμε να τα αναδείξουμε όσο πιο πολύ μπορούμε το επόμενο διάστημα σε όλη τη χώρα. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε ούτε προς στιγμήν όμως ότι φέρουμε μια ευθύνη ιστορικού χαρακτήρα στους ώμους μας. Καλούμαστε να κρατήσουμε την παράταξη όρθια:
Με ανανέωση, που είναι συνθήκη ύπαρξης του πολιτικού συστήματος, αλλά και με πανστρατειά και η πανστρατειά αφορά το σύνολο των στελεχών της παράταξης, ιδιαίτερα της νέας γενιάς, που πρέπει να μπει μπροστά στον αγώνα. Με σεβασμό στην ιστορία, αλλά και με τη διάθεση να κάνουμε το αυτονόητο επόμενο βήμα: Να κρατήσουμε την παράταξη όρθια λοιπόν και θα το πετύχουμε.