Η ανάκτηση της αξιοπιστίας της πολιτικής είναι επιτακτική ανάγκη

Λυκούργος Χατζάκος 14 Σεπ 2012

Οι εκτροπές των τελευταίων ημερών με τα «τάγματα εφόδου» παρακρατικών ακραίων στοιχείων να ελαύνουν εναντίον κακομοίρηδων αλλοδαπών, δεν πρέπει να μας προξενούν έκπληξη. Τουλάχιστον όχι, στο μέγεθος που η υποκριτική μας προσέγγιση εμφανίζει. Δεν έχω καμία διάθεση να εμπλακώ σε μια συζήτηση η οποία ανακυκλώνει την ανοησία και αναμασά τη μιζέρια. Είναι γνωστό και σε πολύ μεγάλο βαθμό αποδεκτό, το γεγονός ότι η ανεπάρκεια των πολιτικών ηγεσιών μέχρι σήμερα, επέτρεψε την εμφάνιση προβλημάτων στις διαστάσεις που αυτά έχουν λάβει. Ναι! Μέχρι σήμερα το κράτος δεν έκανε τίποτε σχεδόν. Σήμερα, όμως, κάνει και θα κριθεί. Κανείς δεν δικαιούται να αυτοδικεί. Όσο για τον περίφημο πρόεδρο κάποιου σωματείου μικροπωλητών και των δηλώσεών του, τι να σχολιάσω; Δικαιούται και αυτός τα 15 λεπτά δημοσιότητας, τα έλαβε, ας μαζευτεί τώρα όμως, γιατί αλλιώς, υπάρχει και εισαγγελέας (ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, με εξέπληξε θετικά με την άμεση αντίδρασή του). Επίσης, να σημειώσω ότι θετική έκπληξη απετέλεσε για εμένα και η τοποθέτηση κομμάτων της αριστεράς, όπου εμφάνισαν μία ισορροπημένη θέση.

Το σημαντικό σημείο στην όλη υπόθεση, είναι η αποδοχή την οποία έχουν παρόμοιες ενέργειες, από μη αμελητέα μερίδα της κοινής γνώμης. Αντιλαμβάνομαι ότι ο μέσος πολίτης, βιώνοντας την έλλειψη ουσιαστικής και σοβαρής πολιτικής για τη μετανάστευση, αν όχι ευθέως και ρητώς, τουλάχιστον υπομειδιά όταν κάποιοι αυτόκλητοι προστάτες εμφανίζονται να παίρνουν το «αίμα του πίσω». Ενδεχομένως κάποιοι φωνασκούν επειδή βρίσκουν αφορμή να διαλάθουν της προσοχής και να συνεχίσουν τις «λαμογιές» τους, μικρές ή μεγάλες· οργίλοι κραυγάζουν: «Στον Έλληνα κόβετε πρόστιμο; Οι ξένοι αλωνίζουν!» λες και τα δύο αυτά -κάκιστα συμβαίνουν και τα δύο- συμψηφίζονται και η παρανομία τού ενός, νομιμοποιεί και δικαιώνει εκείνην του άλλου. Φυσικά, υπάρχει και το δεδομένο ότι δημιουργούνται, πράγματι, προβλήματα που σχετίζονται με την παρουσία παρανόμων και άρα ανεξέλεγκτων αλλοδαπών. Το γεγονός είναι ότι οι πολίτες αρνούνται να εμπιστευτούν τους θεσμούς (αστυνομία, κυβέρνηση, μηχανισμούς ελέγχου).

Η διανυομένη κρίση, δεν αντιλέγω, είναι η μεγαλύτερη και αγριότερη δυσχέρεια την οποία αντιμετώπισε η Ελληνική Πολιτεία μετά τον Β΄ ΠΠ και τον εμφύλιο και δίκαια ή άδικα, οδήγησε την κοινωνία σε ψυχωτικές συμπεριφορές. Προφανώς και κάποιοι έχουν ευθύνη και για την κρίση και για τη σημερινή κατάσταση της κοινωνίας, αλλά δεν είναι του παρόντος. Θα ήταν, επομένως, αναμενόμενο, από όλες τις πολιτικές δυνάμεις, η κατάθεση προτάσεων εξόδου με σαφή περιγραφή των βημάτων και της στρατηγικής. Αντ’ αυτού, διαπληκτίζονται ακόμη -αν και έχει παρέλθει χρόνος δύο ετών από την προσφυγή στις διεθνείς δομές-σχετικά με το ποιος έχει την ευθύνη για την ολίσθησή μας σε αυτήν την κατάσταση. Όσο αυτή η συζήτηση συντηρείται, οι ομάδες σαν την Χ.Α. θα κερδίζουν έδαφος.

Δεν χρειάζεται να επαναλάβω ότι το μεγάλο πρόβλημα βρίσκεται στη χαμένη αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος. Θεωρώ ότι υποχρέωση, ευθύνη και άμεση προτεραιότητα του προοδευτικού χώρου, είναι η άμεση ανάληψη πρωτοβουλιών και δράσεων που θα συμβάλλουν στην αποκατάσταση της αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος και επομένως, να τεθούν οι ακραίες αυτές πρακτικές στο περιθώριο.

Η κρίση, αναντίρρητα, επέφερε πτώση του βιοτικού επιπέδου, αδικεί και οδηγεί συμπολίτες μας στην απόγνωση. Φυσικά και η πολιτική τάξη έχει την μεγαλύτερη, καθοριστικής σημασίας ευθύνη, πλην όμως όχι την αποκλειστικότητα. Δεν παραβλέπω το γεγονός ότι πολιτικοί είπαν ψέματα. Όμως, τι ήμαστε διατεθειμένοι να ακούσουμε; Μήπως εμείς δεν αφήσαμε την πολιτική λάφυρο στα χέρια κάποιων, είτε ανεπαρκών, είτε επιτήδειων; Εν πάση περιπτώσει, υπάρχει η αρχή της επίπτωσης των συνεπειών που προκύπτουν από τις εκάστοτε επιλογές μας και της απορρέουσας από αυτές τις επιλογές, ευθύνης. Οι αφορισμοί για το «σάπιο σύστημα», περιλαμβάνουν και τον καθένα μας προσωπικά. Η παρακμή δεν εξαιρεί κανέναν.

Η κρίση, όμως, δεν έχει μόνη εκδοχή την καταστροφή. Είναι ίσως μία χρήσιμη ευκαιρία να μπορέσουμε να αλλάξουμε αντιλήψεις, να αναθεωρήσουμε την προσέγγισή μας για τα σημαντικά ζητήματα και να θεραπεύσουμε κάποιες γενετήσιες παθογένειες της συγκρότησης της Πολιτείας μας. Αυτό είναι στοιχειώδης υποχρέωση του προοδευτικού χώρου.

Η πρόκληση σήμερα, εστιάζεται στα εξής καίρια σημεία:

Πρώτον, να αντιληφθούμε ότι το Δημόσιο Συμφέρον δεν αποτελεί άθροισμα των ιδιοτελών συμφερόντων της μιας ή της άλλης συντεχνίας ή ιδιωτικών συμφερόντων (τι άλλο σημαίνει η φράση «πελατειακές σχέσεις»…). Δεν προέρχεται, δηλαδή, από κράση, αλλά από συναίρεση των επί μέρους συμφερόντων. Οφείλει να υπακούει στις διαμορφούμενες κοινωνικές προτεραιότητες και να οδηγεί στη συλλογική ευημερία. Η μέχρι σήμερα στρεβλή αντίληψη -στη διαμόρφωση της οποίας σημαντική ευθύνη φέρει και το ΠΑΣΟΚ- είναι καιρός να ανατραπεί. Να αντιμετωπίσουμε το Κράτος ως υπόθεση όλων μας. Δεν είναι ένας εχθρικός μηχανισμός καταστολής, δεν είναι λάφυρο υπαλλήλων, δεν πρέπει να είναι το πρότυπο επαγγελματικής αποκατάστασης.

Δεύτερον, να επανεξετάσουμε το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των πολιτικών σχηματισμών και της εκλογικής νομοθεσίας. Συγκεκριμένα, στην προσέγγιση λειτουργίας και στην πραγματική αλλαγή του ρόλου των πολιτικών κομμάτων. Δηλαδή, στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών στα κόμματα, όχι πλέον με φραστικά πυροτεχνήματα και συνθήματα κενά περιεχομένου -τα οποία ως επί το πλείστον ήταν σε πλήρη αντίθεση με την πρακτική- αλλά με την πραγματική δυνατότητά του να αναπτύσσει διεργασίες τέτοιες, που συμβάλλουν στην επεξεργασία και την υλοποίηση πραγματικών λύσεων για τα προβλήματα. Επίσης θα καθιστούν συμμέτοχους τους πολίτες και παράλληλα θα συμβάλλουν παιδαγωγικά στη διαμόρφωση απόψεων και θέσεων. Με δυο λόγια, το διακύβευμα για το πολιτικό σύστημα και την επάνοδο στην νηφαλιότητα -όσο και αν αυτό μοιάζει πολύ μακρινό στις ταραγμένες ημέρες μας- είναι η αποκατάσταση της νομιμοποίησής του.

Κρίσιμης σημασίας παράμετρος προς την κατεύθυνση αυτή, είναι η δημιουργία ενός νέου εκλογικού συστήματος, το οποίο θα θέτει σε νέα βάση την σχέση πολιτών-πολιτικών-πολιτικής. Απαίτηση είναι η δημιουργία ενός συστήματος που θα επιτρέπει τη διαφανή και ουσιαστική αξιολόγηση του πολιτικού προσωπικού. Τούτο δεν μπορεί να συμβεί μέσα από τον ισχύοντα εκλογικό νόμο και το εν γένει σύστημα. Εκείνοι που θα διεκδικήσουν την ψήφο των πολιτών, δεν πρέπει να αποτελούν προϊόν εργαστηρίου ή επιλογές των αρχηγών και των αυλικών του περιβάλλοντός τους. Αυτό εξαντλεί την πολιτική ενέργεια προσώπων και θεσμών, σε εσωτερικά και αντιπαραγωγικά παιχνίδια. Η δημοκρατία στη λειτουργία των κομμάτων, προϋποθέτει την πολιτική λειτουργία τους και την πολιτική διεργασία στο εσωτερικό τους. Η περίπτωση κατά την οποία απλώς η μία παρέα φεύγει, η άλλη έρχεται, δεν προσφέρει. Ίσως η ύπαρξη του καταστατικού κάποιου κόμματος, του οποίου η τήρηση αποτελεί αποκλειστική ευθύνη των ιδίων των κομμάτων, δεν επαρκεί. Τα κόμματα, ως συλλογικότητες οι οποίες διαμεσολαβούν μεταξύ πολιτικής και πολιτών, μεταξύ Κράτους και Κοινωνίας, είναι ταυτοχρόνως θεσμοί της Κοινωνίας των πολιτών, αλλά και Συνταγματικά όργανα. Επομένως, η λειτουργία τους, στα σημεία που αυτή αποκτά συνταγματικό ενδιαφέρον -στο επίπεδο των δημοκρατικών κανόνων προστασίας των κομματικών μελών και αναδείξεως υποψηφιοτήτων, π.χ., για τις εθνικές εκλογές- πρέπει να ελέγχεται και από τη Δικαιοσύνη. Το άλλο σκέλος, αφορά στο οικονομικό προαπαιτούμενο για τη διασφάλιση μιας αξιοπρεπούς υποψηφιότητας. Περιφέρειες ως αυτές της Β΄ Αθηνών ή της Αττικής, αφ’ ενός επιτρέπουν την απουσία ή την ελλειμματική άσκηση κοινωνικού ελέγχου στους αιρετούς, αφ’ ετέρου, επιτρέπουν τη δημιουργία ερωτημάτων συναφών με την εξεύρεση πόρων προς κάλυψη των εκλογικών δαπανών. Συνέπεια αυτού, είναι η εξάρτηση των υποψηφίων από κάθε είδους συμφέροντα -είτε εθνικής, είτε τοπικής εμβέλειας- και την ανάπτυξη εύφορου εδάφους καχυποψίας και κλονισμού της εμπιστοσύνης.

Κρίσιμη, επομένως, σημασία αποκτά για τον προοδευτικό χώρο και την κεντροαριστερά, η διατύπωση σε άμεσο χρόνο μιας ειλικρινούς, τολμηρής και σαφούς προτάσεως αλλαγής του τρόπου λειτουργίας των κομμάτων, προτάσεως νέου εκλογικού νόμου και γενικά συστήματος (όπου θεσμικά θα προβλέπονται και θα επιλύονται και ζητήματα επικοινωνίας και χρηματοδοτήσεως των κομμάτων) και που, κυρίως, δεν θα αφήνει περιθώρια στρεβλώσεως της βούλησης του λαού.