Ένα άρθρο με θέμα την πολιτική της σημερινής κυβέρνησης για την απασχόληση θα μπορούσε να είναι πραγματικά σύντομο. Η κυβέρνηση δεν διαθέτει κάτι τέτοιο. Η προσπάθεια απορρόφησης κοινοτικών πόρων, όχι ιδιαίτερα επιτυχής εξ άλλου, δεν συνιστά πολιτική. Όσο για τις εκθέσεις ιδεών περί «κοινωνικής οικονομίας», ως λύση για την απορρόφηση ενός εκατομμυρίου ανέργων, μόνο ως ανέκδοτα μπορούν να εκληφθούν: το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να συκοφαντήσουν ανεπανόρθωτα και αυτή την συμπαθητική αλλά περιορισμένου βεληνεκούς πρόταση.
Βέβαια ούτε οι προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν να επιδείξουν αξιόλογο έργο: η απασχόληση ήταν σχεδόν πάντοτε ένας από τους τομείς πολιτικής όπου η κυβερνητική δράση στη χώρα μας παρακολουθούσε τις εξελίξεις χωρίς να θέλει ή να μπορεί να τις επηρεάσει. Με αυτή την έννοια, η σημερινή κυβέρνηση – που υποτίθεται ότι θα «ξεμπέρδευε με το παλιό» – ακολουθεί την πεπατημένη, απλώς σε πιο ανερμάτιστη εκδοχή.
Κακά τα ψέματα, η μόνη άξια λόγου πολιτική απασχόλησης των τελευταίων ετών ήταν και πάλι αυτή των Μνημονίων. Θυμίζουμε συνοπτικά τη συνταγή: εσωτερική υποτίμηση, χαλάρωση της νομοθεσίας για την προστασία της απασχόλησης, περιορισμός της ισχύος των συλλογικών διαπραγματεύσεων (και των συνδικάτων). Μια στρατηγική φιλελευθεροποίησης και απορρύθμισης της αγοράς εργασίας.
Απέδωσε η στρατηγική αυτή στη χώρα μας; Βραχυπρόθεσμα, ενδεχομένως ναι. Η ευχέρεια των εργοδοτών να μειώνουν προσωρινά και νόμιμα τις δαπάνες μισθοδοσίας σε εποχές αναδουλειάς μπορεί να σώσει επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας. Είναι πολύ πιθανό χωρίς τη μείωση των μισθών η ανεργία να είχε αυξηθεί ακόμη περισσότερο. (Άλλωστε, στις επιχειρήσεις όπου εργοδότες και εργαζόμενοι μπόρεσαν να συνεννοηθούν, η αναγκαιότητα των περικοπών για να μην χαθούν οι δουλειές αναγνωρίστηκε τελικά από όλους.)
Όμως μακροπρόθεσμα η στρατηγική της εσωτερικής υποτίμησης δεν αποδίδει. Ας μην ξεχνάμε ότι η λογική της Τρόικας ήταν η στροφή προς ένα εξαγωγικό μοντέλο ανάπτυξης: φτηνή εργασία = φτηνά προϊόντα = ανάκτηση μεριδίου στις διεθνείς αγορές = αύξηση της κερδοφορίας των ελληνικών επιχειρήσεων = αύξηση της παραγωγής = προσλήψεις = πτώση της ανεργίας. Ένας ενάρετος κύκλος. Συνέβη αυτό; Σε απελπιστικά μικρό βαθμό. Μέχρι πολύ πρόσφατα, η αξία των εξαγωγών σε ευρώ ήταν χαμηλότερη από ό,τι προ κρίσης. Εάν αφαιρέσει κανείς τα πετρελαιοειδή (που εισάγονται και επανεξάγονται διϋλισμένα) και τον τουρισμό (που είναι ευάλωτος σε γεωπολιτικές αναταράξεις), η εξαγωγική επίδοση της ελληνικής οικονομίας ήταν χαμηλή – ιδίως σε σύγκριση με αυτή άλλων μικρών χωρών που επλήγησαν από την κρίση όπως π.χ. η Πορτογαλία. Όσο για την απασχόληση, επί πέντε ολόκληρα χρόνια μετά τη μείωση των κατώτατων μισθών και τα υπόλοιπα μέτρα απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, ο αριθμός απασχολουμένων συνέχισε να μειώνεται: το επίπεδο του Φεβρουαρίου 2012 (όταν οι εργαζόμενοι ήταν 3,7 εκατομμύρια) ξεπεράστηκε μόλις τον Απρίλιο του 2017!
Γιατί ποιο λόγο; Επειδή η ελληνική οικονομία παραμένει εγκλωβισμένη σε ένα παραγωγικό μοντέλο φτηνής ανάπτυξης – δηλ. χαμηλής τεχνολογίας, μικρού μεγέθους επιχειρήσεων, χαμηλών διαχειριστικών ικανοτήτων (των εργοδοτών), και χαμηλών δεξιοτήτων (των εργαζομένων). Η εσωτερική υποτίμηση δεν έλυσε κανένα από αυτά τα προβλήματα, ούτε μπορούσε. Η αναγκαιότητα αναβάθμισης του παραγωγικού μοντέλου (η στροφή προς επενδύσεις στη γνώση και στο ανθρώπινο κεφάλαιο των εργαζομένων) δεν ήταν καν στην agenda της Τρόικας. Ακόμη χειρότερα, απουσίαζε από την οπτική των ελληνικών κυβερνήσεων, κομμάτων, συνδικάτων και εργοδοτικών οργανώσεων (με ορισμένες αξιοσημείωτες εξαιρέσεις).
Συνεπώς; Έχουν δίκιο οι υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ που στις επαφές με τους δανειστές ψελλίζουν διάφορα περί επιστροφής στη χρυσή εποχή προ κρίσης; Όχι, επειδή η εποχή εκείνη ήταν χρυσή μόνο για εργαζομένους σε επιχειρήσεις τύπου ΔΕΗ, ΟΤΕ και Εθνικής Τράπεζας (από όπου άλλωστε προέρχονταν οι ηγέτες της ΓΣΕΕ και τα «εργατικά» στελέχη των κομμάτων). Αυτό που χρειάζεται η χώρα δεν είναι η αποκατάσταση των απαράδεκτων προνομίων μιας μικρής ομάδας καλοπληρωμένων εργαζομένων (οι οποίοι, παρεμπιπτόντως, έχασαν λιγότερα στα χρόνια της κρίσης από ό,τι οι υπόλοιποι εργαζόμενοι). Είναι η επικράτηση ενιαίων κανόνων για όλους τους εργαζόμενους, είτε εργάζονται σε ΔΕΚΟ είτε στην Pizza Domino.
Πράγματι, το (άλλο) λάθος της Τρόικας ήταν ότι διάβασε λαθεμένα το πρόβλημα της ελληνικής αγοράς εργασίας: «σκληρωτικό» και «υπερ-ρυθισμένο» ήταν και παραμένει ένα μόνο τμήμα της (ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΤΕ – και μάλιστα για τους παλιούς μόνο υπαλλήλους). Η πλειοψηφία των εργαζομένων της χώρας, ιδίως όσοι απασχολούνται στον εμπορεύσιμο τομέα της οικονομίας (από όπου ελπίζουμε να προέλθει η εξαγωγική ώθηση) στερούνται τα προνόμια των καλών πελατών του ΣΥΡΙΖΑ, συχνά μάλιστα στερούνται τα στοιχειώδη εργασιακά δικαιώματα.
Η κατάτμηση της αγοράς εργασίας δεν είναι μόνο άδικη, είναι επίσης τροχοπέδη για τη βιώσιμη ανάκαμψη. Εργαζόμενοι χωρίς δικαιώματα σημαίνει επιχειρηματικότητα χωρίς σχέδιο και χωρίς μέλλον (ή και εντελώς της αρπαχτής). Ένα δυναμικό παραγωγικό μοντέλο στηριγμένο στις εξαγωγές προϋποθέτει ένα κεφάλαιο «υπομονετικό», που σέβεται τους εργαζομένους και ποντάρει σε αυτούς. Προϋποθέτει επίσης έναν κρατικό τομέα που να παρέχει υπηρεσίες υψηλού επιπέδου στους πολίτες και στις επιχειρήσεις, αντί να είναι καταφύγιο αργόσχολων που έχουν προσληφθεί με μέσον.
Για αυτό η λύση δεν μπορεί να είναι γενικώς και αορίστως «περισσότερη προστασία» ή «περισσότερη ελαστικότητα». Αυτό που χρειάζεται η αγορά εργασίας είναι περισσότερη προστασία στο απροστάτευτο κομμάτι της (π.χ. για τα νεαρά παιδιά που κάνουν ντελίβερυ ή δουλεύουν με μπλοκάκι), και ταυτόχρονα περισσότερη ελαστικότητα στο εντελώς σκληρωτικό (π.χ. στο Δημόσιο).
Γίνονται τέτοια πράγματα; Φυσικά γίνονται. Έχουν γίνει σε άλλες χώρες. Δεν γίνονται χωρίς κόπο όμως, αυτό όχι. Απαιτούν συνδικαλιστικές ηγεσίες μακράς πνοής, που να καταλαβαίνουν ότι τα συμφέροντα των εργαζομένων μπορούν να εξυπηρετηθούν καλά μόνο σε δυναμικές επιχειρήσεις που ακμάζουν, και που να φιλοδοξούν να εκπροσωπήσουν ολόκληρη την εργατική τάξη της χώρας, όχι μόνο τις ευνοημένες συντεχνίες από τις οποίες προέρχονται. Απαιτούν εκπροσώπους του επιχειρηματικού κόσμου που να αναγνωρίζουν ότι η διατηρήσιμη ανάκαμψη της οικονομίας προϋποθέτει την αξιοποίηση των ταλέντων και ενίσχυση των ικανοτήτων των εργαζομένων, και σχέσεις δημιουργικής συνεργασίας με τους εκπροσώπους τους. Και επίσης απαιτούν διορατικούς πολιτικούς σε όλους τους χώρους, και ιδίως στη φιλελεύθερη κεντροδεξιά και στην εκσυγχρονιστική κεντροαριστερά, που να αφήσουν πίσω τους τις άγονες διαμάχες που οδήγησαν στα σημερινά αδιέξοδα, επιβάλλοντας λύσεις θετικού αθροίσματος.
Αυτή είναι η λογική της νέας πολιτικής απασχόλησης που χρειαζόμαστε: συντονισμένα βήματα μετάβασης προς μια ενιαία αγορά εργασίας, που να συνδυάζει την ελαστικότητα με την προστασία, την ευελιξία με την ασφάλεια. Για μια ανάκαμψη δίκαια και βιώσιμη.