Εθνικολαϊκισμός και παράλληλα φαινόμενα*
Ήταν πολύ φιλόδοξος ο τίτλος της εκδήλωσης. Θέλαμε να τοποθετήσουμε το εθνικολαϊκιστικό φαινόμενο και την αντίδραση σε αυτό μέσα στο παγκόσμιο χάρτη. Νομίζω ότι καταφέραμε να εστιάσουμε στην Ευρώπη και στη Λατινική Αμερική, λίγο ή πολύ σε όλο τον δυτικό κόσμο. Υπάρχουν φυσικά και ανάλογα συγκρίσιμα φαινόμενα, όπως ο φονταμενταλισμός, οι νέες μορφές τρομοκρατίας στον ισλαμικό κόσμο, στον αραβικό κόσμο. Φαινόμενα που έχουν σχέση με τον αυταρχισμό και με την λεγόμενη «αυταρχική δημοκρατία», ένας όρος που διάβασα πρόσφατα σε μια μελέτη του φίλου και συναδέλφου Νίκου Αλιβιζάτου. Υπάρχουν πράγματι και παράλληλα φαινόμενα το οποία αντιμετωπίζουμε, καταρχάς το θεμελιώδες φαινόμενο είναι η άνοδος της ακροδεξιάς και η αμφισβήτηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Γιαυτό θα ήθελα να μου επιτρέψετε μετά από αυτές τις εμπεριστατωμένες εισηγήσεις που ακούσαμε, να επιχειρήσω μια σύνθεση για το εθνικολαϊκιστικό φαινόμενο πριν πάω στους υπνοβάτες, με τους οποίους πρέπει να ασχοληθούμε κάπως πιο συστηματικά.
Τα τέσσερα βασικά φαινόμενα που συνθέτουν τον εθνικολαϊκισμό
Κατά τη γνώμη μου το εθνικολαϊκιστικό φαινόμενο συναπαρτίζεται από τέσσερα βασικά φαινόμενα, που κινούνται παραλλήλως και συντίθενται πολλαπλασιαζόμενα. Τα φαινόμενα αυτά είναι ο εθνικολαϊκισμός, ο αυταρχισμός – περιλαμβάνει και την αμφισβήτηση των αξιών και των θεσμών της φιλελεύθερης δημοκρατίας- ο φόβος των μεσαίων στρωμάτων και η αντιορθολογική θεώρηση γενικώς. Και θα δούμε αν αυτά ισχύουν στο εργαστήριο που λέγεται Ελλάδα, και ποια θα έπρεπε να είναι η αντίδραση αυτών που εκλαμβάνουν ως απειλή το εθνικολαϊκιστικό φαινόμενο, και δεν υπνοβατούν αδιαφορώντας για αυτά που συμβαίνουν ή με τη σκέψη ότι δεν μπορεί σε χώρες όπως η δική μας να υπάρξει πρόβλημα αμφισβήτησης των βασικών κατακτήσεων, των οικονομικών, των νομισματικών, των κοινωνικών, και κυρίως των δημοκρατικών και δικαιοκρατικών κατακτήσεων, που περιλαμβάνουν βέβαια και την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη και στο ευρώ.
Νέες μορφές εθνικισμού και κρατισμού
Το πρώτο φαινόμενο που βρίσκεται στο υπόστρωμα και στον πυρήνα τελικά του εθνολαϊκισμού είναι, όπως είπαν όλοι, ο εθνικισμός, ο οποίος τώρα πια εμφανίζεται όχι μόνο πολιτικός αλλά και οικονομικός. Αναδεικνύει την έννοια και τη σημασία του εθνικού κράτους σε μία περίοδο έντονης αμφισβήτησης της κρατικότητας, αλλά και έντονης διεκδίκησης της κρατικότητας.
Οι χώρες εκτός Ευρώπης, οι χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής μας δίνουν πολλά παραδείγματα διάλυσης της κρατικότητας. Όπως συμβαίνει για παράδειγμα, στη Συρία, όπως συμβαίνει στη Λιβύη, όπως ενδεχομένως φοβάται η Τουρκία ότι θα συμβεί στη δική της επικράτεια.
Από την άλλη μεριά, ακόμα και στην προηγμένη Ευρώπη, στην Ευρώπη η οποία κρατάει στη μνήμη της την έννοια της Ευρώπης των περιφερειών, βλέπουμε να υπάρχει διεκδίκηση κρατικότητας σε κρατικές οντότητες που έχουν πολύ μεγάλη παράδοση, όπως είναι, για παράδειγμα, το Ηνωμένο Βασίλειο με αφορμή το Brexit και αυτό που συμβαίνει κυρίως στην Σκωτία, και στην Ισπανία το πρόβλημα της Καταλονίας είναι πάντα ένα ανοιχτό πρόβλημα.
Αμφισβητούνται επίσης συλλήβδην όλα τα εθνικά μη ομοιογενή κράτη, τα οποία εμφανίζουν πολύ έντονες δυσλειτουργίες ιστορικές, πολιτικές, συνταγματικές. Χαρακτηριστικότερο ίσως είναι το παράδειγμα της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης. Ποιός όμως μπορεί να υποτιμήσει το γεγονός ότι οι Κούρδοι διεκδικούν πάντα ένα εθνικό κράτος.
Ο εθνικισμός ενισχύει την έννοια της κρατικότητας, γιατί θεωρεί ότι το κράτος είναι το τελευταίο καταφύγιο και το βασικό εργαλείο σε περιόδους κρίσης και μπορεί να δώσει απαντήσεις στις αγωνίες της κοινωνίας και ιδίως στις αγωνίες της μεσαίας τάξης.
Αυτή λοιπόν η ξαφνική έμφαση στο εθνικό κράτος οδηγεί καταρχάς στο Brexit που είναι μια εκδήλωση εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας και αφετέρου μια αναζωπύρωση αυτοκρατορικής και αποικιοκρατικής ανάμνησης. Γιατί εμπεριέχει μια προσδοκία ανασύστασης ενός πεδίου βρετανικής κυριαρχίας, καθώς και του προνομιακού βρετανο-αμερικανικού δεσμού. Το φαινόμενο Τράμπ. Ο Τραμπ δεν εκλέγεται μέσα από την κοινή ενιαία εκλογική βούληση του αμερικανικού λαού, αλλά μέσα από την επιμερισμένη βούληση των πολιτειών. Και ως εκ τούτου είναι ο εκφραστής ενός πολύ περίεργου κρατισμού που δεν κινείται στο επίπεδο της ομοσπονδίας, αλλά κινείται στο επίπεδο των πολιτειών και βέβαια έχει ως βασικό στοιχείο του πολιτικού του λόγου τον οικονομικό εθνικισμό, την εθνική αγορά, νέα στοιχεία προστατευτισμού. Στη Γαλλία η μεγάλη συζήτηση αυτή τη στιγμή -με τη Λεπέν να είναι αναμφισβήτητα πρώτη στις δημοσκοπήσεις για τις προεδρικές εκλογές- είναι το Frexit, η πιθανή έξοδος από το ευρώ και η επαναφορά στο φράγκο. Αλλά δεν είναι μόνο η Γαλλία, είναι ο Πέπε Γκρίλο στην Ιταλία που μιλάει για τη λιρέτα.
Και δεν έχουμε μόνο εθνική αγορά και εθνικό νόμισμα ως εκδηλώσεις του οικονομικού εθνικισμού. Έχουμε και πολιτικό εθνικισμό στην αρχαϊκότερη μορφή του που είναι η ανάδειξη των εθνικών συνόρων, οι απαγορεύσεις εισόδου προσφύγων και μεταναστών, η ανύψωση τειχών, τα τείχη υπάρχουν – κι εμείς έχουμε μια μικρή συμβολή με το συρματόπλεγμα στον Έβρο- στη Βουλγαρία, υπάρχουν στην Ουγγαρία, υπάρχουν τώρα μεταξύ ΗΠΑ και Μεξικού. Και βέβαια το τείχος – πόσα χρόνια μετά την κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου πού ήταν το τείχος του ψυχρού πολέμου- αναδεικνύει την έννοια της εθνικής ταυτότητας και της εθνικής καθαρότητας.
Ο εθνικισμός οδηγεί μέσου του εθνικού κράτους στην αναβίωση της έννοιας του κρατισμού. Και οικονομικά, στην αναβίωση του οικονομικού προστατευτισμού. Στην εναντίωση στην παγκοσμιοποίηση αλλά και στις ενιαίες περιφερειακές αγορές. Είτε αυτές είναι η ΕΕ ως ενιαία αγορά, είτε είναι οι μεγάλες συμβάσεις, η NAFTA, η TPP , η TTIP που δεν έγινε κοκ.
Οδηγεί και κάπου αλλού. Οδηγεί στη θετική ανάμνηση της ισορροπίας του Ψυχρού Πολέμου. Η Ρωσία αντιμετωπίζεται ειδυλλιακά ως ο άλλος πόλος σε έναν ψυχρό πόλεμο που μας επέτρεπε να έχουμε προστατευμένους χώρους επιρροής. Να είμαστε δηλαδή πάντα στη λογική της Γιάλτας. Και βέβαια επειδή πρέπει να απλουστεύονται τα πράγματα, γεωπολιτικές και ιστορικές σχέσεις, μεγάλα μορφώματα ιστορικά όπως είναι η Δύση, η δυτικότητα, αντιμετωπίζονται με έναν απλοϊκό τρόπο ως εμπορικός πόλεμος. Οι ΗΠΑ και η ΕΕ αντιμετωπίζονται ως αντίπαλοι ενός απλά και μόνο εμπορικού πολέμου. Λες και αυτό προσδιορίζει τη σχέση ΗΠΑ- Ευρώπης ή αυτό προσδιορίζει τις σχέσεις ΗΠΑ – Καναδά ή ΗΠΑ- Αυστραλίας.
Αυτός είναι ο πρώτος πυλώνας του εθνικολαϊκισμού: Εθνικισμός- Κρατισμός – Προστατευτισμός.
Αυταρχισμός και αμφισβήτηση των αξιών και των θεσμών της φιλελεύθερης δημοκρατίας
Ο δεύτερος πυλώνας, ο οποίος περιλαμβάνει τον λαϊκισμό και τα παράπλευρα φαινόμενα και μπορεί να μας προσφέρει έναν κοινό παρανομαστή και ένα εργαλείο ερμηνευτικό είναι ο αυταρχισμός εν ευρεία εννοία. Που δεν είναι απλά και μόνο η αμφισβήτηση των αξιών και των θεσμών της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Θυμίζω όλα αυτά που ακούσαμε για την Ουγγαρία, όλα αυτά που βιώνουμε στην Ελλάδα, σε σχέση με τη δικαιοσύνη, τις ανεξάρτητες αρχές, τα Μέσα Ενημέρωσης, το κλίμα. Τα ίδια προβλήματα ακριβώς υπάρχουν στην Ουγγαρία και την Πολωνία, που είναι χώρες κατηγορούμενες για προβολή των ευρωπαϊκών αξιών, για προσβολή της Συνθήκης της Λισσαβόνα, κινείται διαδικασία παράβασης του άρθρου 7 της Συνθήκης για την Πολωνία σε σχέση με τη συνταγματική δικαιοσύνη, το σεβασμό του συνταγματικού δικαστηρίου, και τα Μέσα Ενημέρωσης. Υπάρχει βέβαια και η πιο «απλή» εκδοχή της Τουρκίας, όπου συλλαμβάνονται τα μέλη του Συνταγματικού Δικαστηρίου και το ζήτημα αντιμετωπίζεται πιο δραστικά, πιο γρήγορα και πιο εύκολα!
Αλλά η αλήθεια είναι ότι καταργείται αυτό το συναινετικό πλαίσιο της δημοκρατίας, το συναινετικό πλαίσιο που είχε αναδείξει ο Κέλσεν ως μεγάλος αντίπαλος του Κάρλ Σμίτ. Και αναδεικνύεται αυτή η συγκρουσιακή, ριζοσπαστική δημοκρατία, η βασισμένη στον εσωτερικό εχθρό. Απέναντι στην δημοκρατία προβάλλεται ο ντεσιζιονισμός. Αυτός είναι ο μοχλός που έχει ανάγκη η κοινωνία που φοβάται, η φοβική και φοβισμένη κοινωνία προκειμένου να αντιμετωπίσει την απειλή. Δεν θέλει δημοκρατία, θέλει αποφασιστικότητα και αποφασιστοκρατία. Έχει αυτό μεγάλη σημασία για τη ροπή στην αποτελεσματική, μονοπρόσωπη κατά προτίμηση, εξουσία. Ένα παιχνίδι που έχει παιχθεί κατά κόρον. Το είχε παίξει ο Ντε Γκώλ, στην μετάβαση από την τέταρτη στην Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία και στο λεγόμενο ημι-προεδρικό σύστημα. Το παίζει τώρα ο Ερντογάν με την μετάβαση από το κοινοβουλευτικό στο προεδρικό σύστημα. Άρα θέλουμε ισχυρό μονοπρόσωπο όργανο και αδιαμεσολάβητη σχέση του με το λαό μέσω δημοψηφισμάτων, χωρίς τις πολυπλοκότητες της αντιπροσωπευτικής, κοινοβουλευτικές δημοκρατίας.
Παρόλα αυτά, τη μεγάλη ευκαιρία ανάδειξης των ακροδεξιών, ξενοφοβικών, ρατσιστικών, λαϊκιστικών, εθνικολαϊκιστικών κομμάτων την έδωσε η κοινοβουλευτική δημοκρατία. Ακόμα και στη Γαλλία η κοινοβουλευτική εκδοχή ενός ημιπροεδρικού συστήματος έδωσε την ευκαιρία να αναδειχθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ο λόγος πατρός και θυγατρός Λε Πεν.
Άρα πρόκειται πραγματικά για την ακύρωση κλασσικών φαινομένων που δεν αφορούν μόνο τους θεσμούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας άρα της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, αλλά αφορούν και κάτι άλλο. Αφορούν την ακύρωση του βασικού ιδεολογικοπολιτικού φάσματος πάνω στο οποίο βασίζεται η φιλελεύθερη δημοκρατία: του άξονα «αριστερά – δεξιά».
Ο άξονας αριστερά – δεξιά χάνει τη σημασία του, υποκαθίσταται από άλλους άξονες. Στη χώρα μας υποκαταστάθηκε από τον άξονα μνημόνιο – αντιμνημόνιο, που διέλυσε τον άξονα αριστερά- δεξιά. Αυτό συνεπάγεται και την μεγαλύτερη εν τοις πράγμασι αμφισβήτηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Ο φόβος των μεσαίων στρωμάτων
Βέβαια όλα αυτά θέλουν ανθρώπους. Θέλουν μια διάσταση συναισθηματική, ιδεολογική, ψυχολογική που είναι ο φόβος των μεσαίων στρωμάτων. Άλλωστε η ιστορία μας διδάσκει ότι ο φασισμός, ο μεσοπολεμικός ευρωπαϊκός φασισμός, ήταν η ριζοσπαστικοποίηση των απεγνωσμένων μεσαίων στρωμάτων που έβλεπαν τον κίνδυνο της φτωχοποίησης που είναι κάτι πολύ χειρότερο από την προλεταριοποίησή τους.
Και εδώ έχουμε δύο άλλα πολύ σημαντικά φαινόμενα που ενισχύουν τέτοιου είδους ροπές που είναι ο φόβος της απώλειας του κεκτημένου. Εξ ού και ηπολιτική θεολογία του εθνικολαϊκισμού γιατί πρόκειται για τη θεολογία του παραδείσου και του εκπεσόντος ανθρώπου, ο οποίος υπέπεσε στο προπατορικό αμάρτημα, μόνο που το προπατορικό αμάρτημα δεν ήτανε η φούσκα, η πλεονεξία, ο καταναλωτισμός, αλλά ήταν το ότι ψηφίσαμε λάθος κόμματα και είχαμε λάθος κυβερνήσεις παρότι ήταν δημοκρατικά νομιμοποιημένες ψηφιζόμενες και ξαναψηφιζόμενες κατ’ επανάληψη με μεγάλες έως και συντριπτικές πλειοψηφίες. Άρα υπήρχε ένα αμάρτημα και τώρα πρέπει να έρθει η τιμωρία, μόνο που η τιμωρία δεν έρχεται στον εκπεσόντα άνθρωπο και ιδίως τον μη προνομιούχο που έγινε προνομοιούχος και μικρομεσαίος και τώρα αναζητά τον παράδεισό του, που ήταν ο παράδεισος της ελληνικής μεταπολίτευσης. Αλλά η τιμωρία πρέπει να έρθει σε εκείνους που ψηφίστηκαν για να του δώσουν τον παράδεισο και του τον έδωσαν, αλλά δυστυχώς ο παράδεισος χάθηκε.
Το δεύτερο είναι ότι και εσωτερικά και εξωτερικά, κι όταν λέω εξωτερικά εννοώ και σε ευρωπαϊκό και σε παγκόσμιο επίπεδο, έχουμε όξυνση των ανισοτήτων, ή για να είμαι ακριβέστερος δεν έχουμε τόσο όξυνση των ανισοτήτων όσο έχουμε μια δραματική επίγνωση των ανισοτήτων. Γιατί ανισότητες πάντα υπήρχαν και σε πολύ πιο ακραίο βαθμό, αλλά η επίγνωση τώρα λόγω του διαδικτύου, λόγω της δυνατότητας άμεσης ενημέρωσης σε πραγματικό χρόνο είναι πάρα πολύ μεγάλη. Υπάρχει υψηλός βαθμός πληροφόρησης και άρα επίγνωσης και όλα αυτά αλλοιώνουν συμπεριφορές οι οποίες υπήρχαν σε λανθάνουσα μορφή, τώρα όμως εκδηλώνονται με πάρα πολύ έντονο τρόπο.
Η αντιορθολογική θεώρηση
Και ο απώτερος, ο βαθύτερος κοινός παρανομαστής όλων αυτών των φαινομένων είναι η αντιορθολογική θεώρηση. Η αντιορθολογική θεώρηση περιλαμβάνει όλα αυτά τα στοιχεία. Αναφέρθηκε ο Βασίλης Παπαβασιλείου στον καταγωγικό εθνικολαϊκισμό. Στον εθνικολαϊκισμό του επαναστατημένου Έθνους, και των πρώτων χρόνων της συγκρότησής του νέου ελληνικού κράτους. Γιατί βεβαίως εκεί υπήρξε μια πολύ μεγάλη παρεξήγηση στην οποία είχα την ευκαιρία να αναφερθώ τη Δευτέρα, μιλώντας για τον Διονύσιο Σολωμό. Η Εθνική αφήγηση κατάφερε να καταστήσει κυρίαρχη ιδεολογία, την ιδεολογία όχι της νίκης αλλά την ιδεολογία της θυσίας και της ήττας. Η οποία στη συνέχεια καταφεύγει στην προστασία των μεγάλων δυνάμεων για να γεννηθεί ένα προτεκτοράτο το οποίο έχει συνείδηση όμως ανεξάρτητου κράτους. Κι όχι μόνο ανεξάρτητου αλλά και συνταγματικού κράτους. Η σύλληψη είναι καταπληκτική. Από το πουθενά ξεκινάμε να ζητήσουμε ανεξάρτητο εθνικό κράτος, απόσχιση από την οθωμανική αυτοκρατορία, κόντρα στην κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής ως φορέας του αιτήματος του διαφωτισμού αλλά και των αιτημάτων του μετα-βεστφαλικού κράτους και καταφέρνουμε να αποκτήσουμε, έστω μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, κάποια εθνική κυριαρχία έστω υπό προστασία και άρα υπό επιτήρηση, και Σύνταγμα για να γίνουμε μια πρώιμη συνταγματική δημοκρατία. Αυτό όμως δεν μα απάλλαξε ποτέ από τα βάρη της θεωρίας της συνωμοσίας, η οποία υπήρχε σε όλο τον ανατολικό μεσαίωνα και στον δυτικό, υπήρχε τα χρόνια της οθωμανικής αυτοκρατορίας, υπήρχε κατά τη διάρκεια της επανάστασης της ανεξαρτησίας, και συνέχισε απτόητη στα 200 χρόνια ελεύθερου βίου του νέου ελληνικού κράτους.
Η κοινωνία αντιδρά στην απομάγευση. Ο Μαξ Βέμπερ δεν επιβεβαιώνεται στην Ελλάδα. Άλλοτε επειδή υπάρχει ο χαρισματικός ηγέτης, άλλοτε επειδή υπάρχει ο φόβος, άλλοτε επειδή υπάρχει ο συμβολισμός του βασιλιά που είναι η συνέχεια του αυτοκράτορα, άλλοτε επειδή υπάρχει ο θρησκευτικός λόγος που εμπλέκεται με τον εθνικό, υπάρχει το στοιχείο της «μάγευσης», και πάντα αναζητάται ο «από μηχανής θεός».
Ο «από μηχανής θεός» είναι η εύκολη λύση, η ανώδυνη λύση, είναι η εξωτερική λύση. Ο «από μηχανής θεός» είναι το ξανθό γένος που θα έρθει να μας σώσει, είναι οι μεγάλες δυνάμεις που θα έρθουν να μας σώσουν με τους ναυάρχους, «από μηχανής θεός» είναι ο Σώρρας, «από μηχανής θεός» είναι οι πολεμικές επανορθώσεις που θα μας πληρώσει η Γερμανία, είναι η μονομερής διαγραφή του χρέους, η διάσκεψη η οποία θα μας αντιμετωπίσει όπως αντιμετωπίστηκε η Γερμανία το 1953.
Εδώ γεννιέται το μεγάλο θέμα του λαϊκισμού που δεν είναι το επιχείρημα που ο ίδιος εκφέρει. Αλλά είναι η απαγόρευση που επιβάλει στο ορθολογικό επιχείρημα, το οποίο εκτίθεται ηθικά. Δεν μπορείς να πεις το ορθολογικό επιχείρημα γιατί αν το πεις δεν θα είσαι «πατριώτης». Δεν θα είσαι «εθνικόφρονων». Δεν θα είσαι «φιλολαϊκός». Οπότε, εξοντώνει το αντίπαλο επιχείρημα. Αυτό είναι η μεγάλη ικανότητα του λαϊκισμού. Είναι η ηθική, η «πατριωτική» ενοχοποίηση του ορθολογικού επιχειρήματος. Οπότε πια έχεις καταδικαστεί να κινείσαι μέσα στο σύμπαν της μη ορθολογικότητας. Που είναι στο βάθος το μεγάλο πρόβλημα του εθνικολαϊκισμού.
Αυτή λοιπόν είναι η κατάσταση. Μας έφερε εδώ που μας έφερε υπό συνθήκες όχι οικονομικής κρίσης αλλά συνειδητοποίησης των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης και μέσα στην προσπάθεια ανάσχεσης των επιπτώσεων της κρίσης και ανάκαμψης από τις επιπτώσεις της κρίσης. Αλλά πως να συνοψίσεις σε μια τόσο μικρή φράση ότι δεν είναι το μνημόνιο που έφερε την κρίση αλλά η κρίση που έφερε το μνημόνιο, τη σύγκρουση μεταξύ εθνικολαϊκισμού και ορθολογισμού; Όταν στην πραγματικότητα ακυρώνονται πολλά από τα επιχειρήματα αυτής της πολιτικής που θα μπορούσε να ονομαστεί υπεύθυνη. Γιατί ποτέ δεν ήταν πλήρως υπεύθυνη ως προς το σύνολο της κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος. Ήταν πάντα επαμφοτερίζουσα, αμφίθυμη και αμφίσημη. Και αυτό είναι από τα μεγάλα προβλήματα που πληρώνει η κοινωνία. Η ζημιά που έγινε μέχρι το 2015 από μια λαϊκιστική αντιπολίτευση που στην πραγματικότητα ενοχοποιούσε μια υπεύθυνη κυβερνητική πλειοψηφία είναι εξίσου μεγάλη με τη ζημιά που έχει γίνει από μια εθνικολαϊκιστική κυβέρνηση τα χρόνια από το 2015 έως σήμερα. Παραλείπουμε την ευθύνη της αντιπολιτευτικής περιόδου, η οποία είναι εξίσου μεγάλη αν όχι και μεγαλύτερη γιατί αλλοίωσε τα ανακλαστικά, τις αντιδράσεις και μας οδήγησε στο να καταβάλουμε τεράστιο κόστος χρόνου. Η χώρα έχασε το ρυθμό της σε αντίθεση σε ότι συνέβη με την Κύπρο, με την Ιρλανδία, με την Πορτογαλία. Για να μην αναφέρω το ισπανικό παράδειγμα που ήταν πάρα πολύ εστιασμένο.
Η επιχειρησιακή επάρκεια της έννοιας του εθνικολαϊκισμού
Παρόλα αυτά ο εθνικολαϊκισμός μας προσφέρει ένα εργαλείο αναλυτικό αλλά πιστεύω, όπως είχα την ευκαιρία να πω και στην παρουσίαση του εξαίρετου τελευταίου βιβλίου του Ανδρέα Πανταζόπουλου, ότι έχω ορισμένες αμφιβολίες για την επιχειρησιακή επάρκεια της έννοια του εθνικολαϊκισμού. Όλα τα κακά της μοίρας μας τα ιστορικά είναι τελικά εθνικολαϊκισμός απλώς; Δηλαδή τα καταγωγικά μας προβλήματα, η ιστορική αυτοσυνειδησία, το δημογραφικό πρόβλημα, το αναπτυξιακό πρόβλημα, η έλλειψη παραγωγικής βάσης, η αδυναμία μας να είμαστε ανταγωνιστικοί, η νέα κοινωνική διαστρωμάτωση, τα παλιά ανακλαστικά του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, η βία που εκλύεται από τους πόρους της κοινωνίας με το παραμικρό όπως φάνηκε στον εμφύλιο, ή σε άλλες συγκρούσεις διχαστικές, όλα αυτά είναι απλώς εθνικολαϊκισμός;
Υπόστρωμα – Εθνικολαϊκισμός – Ολοκληρωμένο πολιτικό σχέδιο
Θα μου επιτρέψετε λοιπόν να κάνω μια διάκριση τριών επιπέδων. Πιστεύω ότι υπάρχει ένα υπόστρωμα. Ιστορικό, ιδεολογικό και κοινωνικό που εμπεριέχει τις προϋποθέσεις πάνω στις οποίες οικοδομείται ο εθνικολαϊκισμός. Καταγωγικούς μύθους, συνωμοσιολογίες, στερεότυπα, πελατειακές συνήθειες, και βεβαίως αντικειμενικά δεδομένα οικονομικά, ανατροπή κεκτημένων, νέα διαστρωμάτωση, μείωση διαθέσιμου εισοδήματος, ανεργία, ακύρωση σχεδίων ζωής. Αυτό είναι το υπόστρωμα.
Στη συνέχεια έχουμε το επίπεδο του εθνικολαϊκισμού το οποίο πρέπει να συγκροτείται σε ένα σχέδιο. Χρειαζόμαστε ένα τρίτο επίπεδο ενός ολοκληρωμένου σχεδίου εθνικολαϊκιστικού στο οποίο να αντιδράσουν οι υπνοβάτες, ξυπνώντας. Και μάλιστα ξυπνώντας όχι τρομαγμένοι, αλλά ξυπνώντας έτοιμοι να δράσουν.
Ποιο είναι το σχέδιο αυτό λοιπόν; Πιστεύω πως αυτό οδηγεί από τον αντιευρωπαϊσμό στη δραχμοφιλία, αλλά και στη συνολική και ενσυνείδητη προσπάθεια αλλοίωσης του καθεστώτος. Κι όταν λέω καθεστώς εννοώ καθεστώς κοινωνικό, εννοώ καθεστώς οικονομικό, καθεστώς νομισματικό και καθεστώς θεσμικό.
Γιαυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να επισημάνουμε την επιχειρησιακή διάσταση του εθνικολαϊκισμού.
Η αυτονόμηση του πλάνου Β είτε κλείσει είτε δεν κλείσει η αξιολόγηση
Αν το ζήτημα ήταν μια ιδεολογία, μια αντίληψη, μια αισθητική, τότε τα πράγματα θα ήταν αντιμετωπίσιμα. Αλλά εδώ μετατρέπεται αυτή η διάχυτη αντίληψη του εθνικολαϊκισμού σε πολιτικό σχέδιο. Το οποίο από ένα σημείο και μετά γίνεται ένα είδος Φρανκενστάιν. Δηλαδή αυτονομείται από τους εμπνευστές του. Το πλάνο Β έχει αυτονομηθεί. Δηλαδή το γεγονός ότι αλλάζει στις δημοσκοπήσεις η σχέση φιλοευρωπαίων και αντιευρωπαίων στην Ελλάδα, ότι αρχίζει κι ανεβαίνει το ποσοστό αυτών που φλερτάρουν με την ιδέα της δραχμής, αυτό πλέον έχει αυτονομηθεί.
Και χάνει δραματικά την αξία του το κρίσιμο ερώτημα στο οποίο εστιάζουμε την προσοχή μας «θα κλείσει, δεν θα κλείσει η αξιολόγηση». Γιατί κι αν κλείσει, κι αν νομοθετηθούν τα μέτρα, δεν θα ξανανοίξει το πρόβλημα; Και θα εφαρμοστούν τα μέτρα; Και θα πάψει η ιδεολογία της μιζέριας ότι με το πιστόλι στον κρόταφο κάναμε ένα Μπρεστ Λιτοφσκ και υποχωρήσαμε για να περιμένουμε καλύτερους συσχετισμούς, έχοντας το όπλο έτοιμο; Η θεωρία της Βάρκιζας θα πάψει να εκφωνείται; Όχι βεβαίως.
Και στο μεταξύ αυτοί οι «κακοί Ευρωπαίοι» οι οποίοι μας έχουν δανείσει 250 δις, έχουν κουρέψει το χρέος μας ως πιστωτές, πέρα από το κούρεμα του ιδιωτικού τομέα, κατά τουλάχιστον 100 δις, δίνουν από την ΕΚΤ και το ELA του ευρωσυστήματος από 70 έως 140 δις για να αντιμετωπίζουμε τις διαρροές των καταθέσεων που ήδη ξανάρχισαν, δυστυχώς τις τελευταίες 45 μέρες, αυτοί μας βασανίζουν και ως εκ τούτου είμαστε εκτός συσχετισμών της παρούσας πολιτικής Ευρώπης, και περιμένουμε νέους συσχετισμούς στον ξενιστή της σοσιαλδημοκρατίας, όπως είπε ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος. Η οποία θα κάνει αυτό που δεν έκανε από το Μάαστριχ και μετά όταν κλείδωσαν οι ευρωπαϊκές οικονομικές πολιτικές και οι οικονομικές ανισότητες και τώρα η σοσιαλδημοκρατία υφίσταται τη διπλή κρίση, την κρίση του ευρωπαϊκού μοντέλου στην οποία μετέχει ως κυρίαρχο κόμμα (σε 17 κυβερνήσεις έχοντας 9 Πρωθυπουργούς και Προέδρους Δημοκρατίας) και την δική της κρίση ,επειδή αδυνατεί να προσφέρει ένα άλλο ολοκληρωμένο μοντέλο. Αλλά τι ολοκληρωμένο μοντέλο να προσφέρεις αν δεν συζητήσεις σοβαρά για τη δημογραφική κατάσταση της Ευρώπης, για το πρόβλημα που υπάρχει σε σχέση με την ανταγωνιστικότητά της. Δηλαδή μιλώντας μόνο για την αναδιανομή χωρίς να μιλήσεις για την παραγωγή στην Ευρώπη που είναι το μεγάλο ζήτημα.
Οι συσχετισμοί μπορούν να διαμορφωθούν αλλά όπως έχω πει τόσες και τόσες φορές, και θα μου επιτρέψετε να επιμείνω, οι συσχετισμοί στην Ευρώπη είναι διακρατικοί, διακυβερνητικοί. Η Γαλλική κυβέρνηση θα είναι πάντα Γαλλική ανεξαρτήτως κομματικής ταυτότητας, και η Γερμανική θα είναι πάντα Γερμανική ανεξαρτήτως κομματικής ταυτότητας των κυβερνώντων. Συνιστά επικίνδυνη ψευδαίσθηση για το πως διαμορφώνονται και εξελίσσονται οι συσχετισμοί στη Ευρώπη αν τους δεις ως συσχετισμούς κομμάτων και ιδεολογιών. Και οδηγείς τη χώρα σου σε αδιέξοδο αν διαπραγματεύεσαι έτσι. Πρέπει να διαπραγματεύεσαι επί τη βάση παγίων εθνικών συσχετισμών. Όλες οι χώρες έχουν τη συνείδηση αυτή, πλην της δικής μας.
Και ως εκ τούτου θεωρώ πως δεν έχει καμία σημασία η διάκριση μεταξύ του σεναρίου Α (κλείσιμο αξιολόγησης) και του σεναρίου Β (παράταση αξιολόγησης) για να περιμένουμε όλες τις εκλογές μέχρι την αλλαγή στην καγκελαρία της Γερμανίας για να διαμορφώσουμε τους νέους συσχετισμούς, και στο ενδιάμεσο θα «βολέψουμε» τις χρεολυτικές δόσεις χρησιμοποιώντας τα λεφτά τα Κοινού Ταμείου των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου της Τράπεζας της Ελλάδος.
Γιατί δεν υπάρχει επαρκής αντίδραση ούτε στην Ευρώπη ούτε στην Ελλάδα;
Ποια είναι η απάντηση. Η απάντηση δεν δίνεται ούτε στην Ευρώπη ούτε στην Ελλάδα. Γιατί θεωρούν πως αυτά δεν επαναλαμβάνονται. Ότι οι φάρσες δεν είναι συχνές. Ότι αυτά δεν γίνονται. Και η Ευρώπη συνεχίζει business as usual , δεν έχει συνείδηση του επείγοντος και συνείδηση της αντίδρασης όχι μόνο της ελληνικής κοινωνίας αλλά των κοινωνιών σε όλη την Ευρώπη.
Πού έχουμε όξυνση των εθνικολαϊκιστικών φαινομένων την Ευρώπη; Στις χώρες των μνημονίων; Στις χώρες της προσαρμογής; Με εξαίρεση την Ελλάδα, οι χώρες που έχουν αυτή τη στιγμή να αντιμετωπίσουν έντονη εθνικολαϊκιστική πίεση είναι χώρες ισχυρές με τριπλό Α πιστοληπτικής αξιολόγησης. Είναι η Γαλλία που δεν έχει τριπλό Α αλλά είναι η δεύτερη οικονομία της Ευρώπης και δεν είχε μνημόνιο. Είναι η Ολλανδία. Ήταν η Αυστρία με την προεδρική εκλογή. Δεν βλέπω να έχει καμία ιδιαίτερη πίεση η Κύπρος, πλην φαινομένων που συνδέονται με το κυπριακό που είναι πολύ μεγάλο θέμα, αλλά δεν είναι το θέμα για το οποίο συζητούμε τώρα. Δεν βλέπω να έχει πίεση η Ιρλανδία. Η δε κατάσταση στην Πορτογαλία που είναι μια παράδοξη συνεργασία μετά την έξοδο από το μνημόνιο, μεταξύ σοσιαλιστών, κομμουνιστών, και αντιμνημονιακής ας το πούμε έτσι, ριζοσπαστικής κινηματικής αριστεράς, ξέρει τα όρια της. Δηλαδή το όριο της επιστροφής στο μνημόνιο, χωρίς εκεί να υπάρχει πρόβλημα δημοσίου χρέους συγκρίσιμο με το ελληνικό. Αλλά οι χώρες οι παραδειγματικές είναι χώρες που είναι σε τελείως διαφορετική οικονομική κατάσταση από ότι οι χώρες του νότου και οι χώρες του μνημονίου. Άρα δεν μπορεί να έχει κανείς business as usual. Ούτε το πρόβλημα της Γερμανίας , το πρόβλημα της Ευρώπης είναι η σύγκρουση Μέρκελ – Σούλτς. Το πρόβλημα είναι το πώς τοποθετείται η Γερμανία απέναντι στα πλεονάσματα. Πώς τοποθετείται η Γερμανία απέναντι στους ιδίους πόρους. Πώς τοποθετείται η Γερμανία στη σύγκρουση μεταξύ της ανάμνησης του ισχυρού μάρκου και της επιδίωξης του μαλακού ευρώ. Πώς τοποθετούνται οι χώρες της ΕΕ στα ζητήματα πού έχουν σχέση με την ασφάλεια τώρα υπό την πίεση του Τραμπ, υπό την πίεση ανακατανομών του κόςτους ασφάλειας στην Ευρώπη.
Η μυωπική λειτουργία της Δημοκρατίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο
Γιατί συμβαίνει αυτό; Αυτό συμβαίνει γιατί δυστυχώς, κι αυτό είναι εξαιρετικά ανησυχητικό, στην Ευρώπη, στο ευρωπαϊκό θεσμικό οικοδόμημα η δημοκρατία λειτουργεί εξορισμού μυωπικά. Κι ως εκ τούτου ριψοκίνδυνα. Γιατί; Γιατί επιμερίζεται σε εθνικό και συγκυριακό επίπεδο. Η δημοκρατία είναι εξορισμού συγκυριακή αλλά εδώ γίνεται ακόμα περισσότερο γιατί υποτάσσεται στους τυχαίους εθνικούς εκλογικούς κύκλους. Δεν υπάρχει ευρωπαϊκή δημοκρατία. Οι ευρωπαϊκές εκλογές για την ανάπτυξη του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου είναι δευτερεύουσες εκλογές, δεν επηρεάζουν τη σύνθεση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου, και ακριβώς επειδή λειτουργεί μυωπικά και ριψοκίνδυνα η δημοκρατία σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι άκρως επιρρεπής σε εθνικιστικές και δημαγωγικές επιλογές γιατί δεν έχει ικανότητα να αντιδράσει. Δεν μπορεί να αντιδράσει σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Οι αντιδράσεις περνάνε μέσα από τις εθνικές κυβερνήσεις και άρα μέσα από τις εθνικές ανάγκες και τις εθνικές συγκυρίες. Όσο σπουδαίο και να είναι το θέμα της Ελλάδας για τη Γερμανία το πρωτεύον ζήτημα είναι η Γερμανία και η γερμανική οικονομία και η γερμανική κοινωνία και τα γερμανικά προτάγματα.
Ένα νέο ορθολογικό μέτωπο
Άρα εδώ πρέπει να δούμε τι γίνεται και θα ήταν εύκολη η απάντηση να πει κανείς: το ζήτημα είναι το ευρωπαϊκό μέτωπο. Το ευρωπαϊκό μέτωπο έχασε παταγωδώς. Έχασε το δημοψήφισμα, έχασε εκλογικά. Και μια κυβέρνηση η οποία βλέπει στις δημοσκοπήσεις ότι ηττάται κατά κόρον στον συσχετισμό των κομμάτων, γιατί πια οι διαφορές μεταξύ των κομμάτων είναι τεράστιες, δύσκολα γεφυρώσιμες, προφανώς αρχίζει να σκέφτεται με άλλους όρους. Κι όταν χάνεις στους συσχετισμούς των κομμάτων, αρχίζεις να σκέφτεσαι με όρους συσχετισμού μετώπων. Άρα πρέπει να βρες και θεσμικούς τρόπους να εκφραστούν οι συσχετισμοί των μετώπων. Και οι θεσμικοί τρόποι αυτοί δεν είναι οι εκλογές. Είναι δυστυχώς η φάρσα του δημοψηφίσματος. Γιαυτό επιμένω τόσο πολύ στην ανάγκη να αποκρούσουμε εκ προοιμίου τη φάρσα του δημοψηφίσματος, το οποίο θα παραβιάζει και το Σύνταγμα. Δηλαδή το κατά το άρθρο 44 θεμιτό αντικείμενο του δημοψηφίσματος. Και αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία για τις προτεραιότητές μας.
Προτεραιότητά μας πρέπει να είναι ένα μέτωπο που μπορεί να συγκροτηθεί προκαταρκτικά. Να αποτρέψει τις εξελίξεις οι οποίες είναι βλαπτικές εις βάθος για τη χώρα. Κι αυτό το μέτωπο είναι ένα μέτωπο αξιακό. Είναι ένα νέο ορθολογικό μέτωπο. Δηλαδή ένας νέος διαφωτισμός που χρειάζεται, ως τρόπος σκέψης. Ο οποίος δεν θα συγκροτηθεί αόριστα. Δεν θα συγκροτηθεί στο επίπεδο της ιδεολογίας. Θα συγκροτηθεί στο επίπεδο της οικονομικής πρότασης. Στο επίπεδο της εθνικής στρατηγικής. Το μέτωπο αυτό μπορεί να συγκροτηθεί και να αποτρέψει τις εξελίξεις τις αρνητικές, εάν διατυπωθεί πρόταση για τη χώρα, πρόταση εξόδου από την κρίση. Η πρόταση δεν μπορεί να είναι «ψηφίστε την αξιολόγηση και τα σκληρά μέτρα, διότι αν ήμασταν εμείς θα τα ψηφίζαμε, και σας παρακαλούμε πολύ εγκλωβίστε μας ad infinitum, όχι μέχρι το 2021, αλλά μέχρι το 2060 σε ένα δημοσιονομικό αδιέξοδο». Πρέπει να πεις κάτι πιο συγκεκριμένο. Πιο πρωτότυπο. Πιο αισιόδοξο. Ώστε να αποχτά νόημα αυτό που λες. Αυτό μπορεί να γίνει. Αυτό κάνουμε, εάν παρατηρήσετε τη θεματολογία των εκδηλώσεων του Κύκλου Ιδεών τον τελευταίο χρόνο.
Όμως, υπάρχει μια εκδίκηση της Ιστορίας. Ο πυρήνας αυτής της στρατηγικής εξόδου που είναι το μέτωπο του νέου διαφωτισμού, που είναι το αμυντικό μέτωπο για να αποτρέψει εξελίξεις επανάληψης της θεσμικής απειλής ως φάρσας, που πιστεύω πως θα απορριφθεί αλλά πάντως θα υπάρχει διακινδύνευση, είναι η ιστορία του χρέους. Το γεγονός ότι ποτέ δεν κατάλαβε η κοινωνία και ποτέ δεν κατάλαβε το πολιτικό σύστημα τι έχει συμβεί με το χρέος πριν το 2012, τι συνέβη το 2012 και πού είμαστε τώρα, απαγορεύει στην κυβέρνηση, αλλά μπορεί να απαγορεύει και στην επόμενη κυβέρνηση να έχει ολοκληρωμένη δική της πρόταση για το χρέος και να καταλαβαίνει τι της λένε και τι της προτείνουν. Γιατί όλα είναι δυνατά. Μπορεί να έχουμε τη δική μας πρόταση, αρκεί να είμαστε γνώστες των όρων του παιχνιδιού και να μην περιμένουμε εξωγενώς να έρθει η λύση ανώδυνα με τον «από μηχανής θεό» που θα εφαρμόσει τις πρόσθετες παραμετρικές αλλαγές. Αλλά δεν πρόκειται να σας αναπτύξω τώρα αυτό το σκέλος. Επιφυλάσσομαι να το κάνω μετά από μερικές εβδομάδες, όταν θα κυκλοφορήσει ένα βιβλίο μου για τους μύθους και τις αλήθειες στο δημόσιο χρέος.
*Ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου στην εκδήλωση του Κύκλου ιδεών «Εθνικολαϊκιστές Vs. Υπνοβάτες. Η Ευρώπη και η Ελλάδα στον παγκόσμιο χάρτη του λαϊκισμού»