Η ευρωπαϊκή δημοκρατική παράδοση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανάπτυξη και τη λειτουργία ενός συστήματος εκπροσώπησης στο οποίο προνομιούχο θέση κατέχουν τα πολιτικά κόμματα.
Η ιστορία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο συμβαδίζει με την εξέλιξη και ανάπτυξη του θεσμού των κομμάτων. Η δημοκρατία στην Ευρώπη είναι «κομματική δημοκρατία». Γιατί τα κόμματα μέσα από τη σχέση τους με την κοινωνική βάση, συμβάλουν στη δυνατότητα να υπάρξει σταθερή και αποτελεσματική κυβέρνηση. Όπως είχε γράψει και ο E.B Haas « τα πολιτικά κόμματα είναι με μεγάλη διαφορά οι αποφασιστικότεροι φορείς της πολιτικής ολοκλήρωσης…ακόμη και σε σύγκριση με τις υπερεθνικές ομάδες συμφερόντων».
Παραδόξως, όμως, διανύουμε μια περίοδο η οποία μετρά πάνω από τρεις δεκαετίες όπου ο θεσμός του πολιτικού κόμματος εκδηλώνει έντονα φαινόμενα παρακμής, τα οποία το έχουν οδηγήσει σε μια πολυσήμαντη και πολυδιάστατη κρίση.
Κρίση που φυσικά δεν επηρεάζει μόνο τα ίδια και τους κανόνες λειτουργίας τους αλλά έχει άμεσο αντίκτυπο στη θεσμική και λειτουργική συγκρότηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Η κρίση που διέρχονται τα κόμματα εκφράζεται κυρίως στα πολύ χαμηλά ποσοστά εμπιστοσύνης που τους δείχνουν οι πολίτες, αλλά και με μια σειρά φαινομένων όπως είναι τα εκτεταμένα ποσοστά πολιτικής αποστασιοποίησης, κυνικότητας αλλά και εχθρικότητας , που πολλές φορές εκφράζεται με παραδόξους τρόπους, όπως για παράδειγμα στην επιλογή φασιστικών μορφωμάτων όπως η Χρυσή Αυγή.
Εδώ να ξεκαθαρίσω πως δεν θεωρώ τη Χρυσή Αυγή κόμμα με την παραδοσιακή έννοια του όρου αφού στην ουσία αντιστρατεύεται κάθε έννοια κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και κατά την ταπεινή μου άποψη έπρεπε εξ αρχής να της είχε απαγορευτεί η κάθοδος στις εκλογές, κάτι που δεν έγινε, με τα γνωστά σε όλους μας αποτελέσματα.
Ο κίνδυνος που ελλοχεύει, εάν δεν τον βιώνουμε ήδη, είναι η απομάκρυνση των κομμάτων από την κοινωνία και ο εναγκαλισμός τους στη λογική της διακυβέρνησης, με αποτέλεσμα την μετάλλαξη τους σε «μη κόμματα», αφού έτσι χάνουν τον διφυή χαρακτήρα τους, που έχει να κάνει με την επιδίωξη και αποκατάσταση της ισορροπίας ανάμεσα στην «ενσωματική και την ανατρεπτική τους λειτουργία» και που χωρίς αυτά τα δυο στοιχεία είναι καταδικασμένα στην αποτυχία.
Από την άλλη, ο «φονταμενταλισμός» της αγοράς φαίνεται να κονιορτοποιεί τις απαραίτητες ιδεολογικές διαφορές με μεγάλο χαμένο κυρίως την αριστερά και τη σοσιαλδημοκρατία.
Ο «φονταμενταλισμός της αγοράς» αναδεικνύει και επιβάλλει το ισχυρότατο πνεύμα του οικονομικού ντετερμινισμού που αποτελεί με τη σειρά του τη φιλοσοφική και επιστημονική ραχοκοκαλιά του νέο-φιλευθερισμού.
Αυτό είχε σαν άμεση συνέπεια την πλήρη υποταγή της πολιτικής στην οικονομία που με τη τεχνοκρατική διαχειριστική της αντίληψη ακυρώνει κοινωνικές διεκδικήσεις, οράματα και συγκρούσεις, με αποτέλεσμα την «αποπολιτικοποίηση της πολίτικής»
Ο σχεδιασμός και η χάραξη πολιτικής, δηλαδή, επικαθορίζονται από τις επιταγές της αγοράς σε τέτοιο βαθμό ώστε να επιτρέπουν μόνον οριακές διαφοροποιήσεις.
Έτσι με αυτόν τον τρόπο τα κόμματα, και ιδιαίτερα τα σοσιαλδημοκρατικά, έπαψαν να λειτουργούν ως παράγοντες της κοινωνίας και κατέληξαν σε μια αποϊδεολογικοποιημένη διαχειριστική λογική.
Αυτό που χρειάζεται πάλι η σοσιαλδημοκρατία είναι η επιστροφή στις ρίζες της. Δηλαδή το όραμα και την ουτοπία όπως θα έλεγε και ο Γκράμσι.
Η σοσιαλδημοκρατία βρίσκεται αντιμέτωπη με την πανευρωπαϊκή πρόκληση της νέας δεξιάς της ανόδου ακροδεξιών κομμάτων και του εντόνου ευρωσκεπτικισμού και καθίσταται πιο έντονη από ποτέ η ανάγκη να προτάξει τις αξίες της. Το νέο μοντέλο της σοσιαλδημοκρατίας πρέπει να είναι ο επαναπροσδιορισμός των οικουμενικών αξιών και αρχών της.
Αρχές που να είναι συμβατές με τους στόχους της , αλλά και να απευθύνεται σε όλα τα στρώματα της κοινωνίας, στα πλαίσια της κοινωνικής συνοχής και προώθησης ενός καλύτερου μέλλοντος για τις επόμενες γενιές.
Ποιες είναι οι αξίες και οι στόχοι; Μα φυσικά η κοινωνική δικαιοσύνη, η ισότητα των ευκαριών , η αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο , η προστασία του περιβάλλοντος, η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, η οικονομική ανάπτυξη που όμως θα συνδυάζεται με μια δίκαιη κοινωνία και τα οφέλη της θα αφορούν όλες τις χώρες και όλες τις περιφέρειες χωρίς ανισότητες με περισσότερες ευκαιρίες για θέσεις εργασίας και καλύτερη ποιότητα του εργασιακού περιβάλλοντος. Και φυσικά το κράτος πρόνοιας που συνεπάγεται υγεία και παιδεία για όλους χωρίς διαχωρισμούς.
Διότι δεν υπάρχουν πολίτες πρώτης και δεύτερης κατηγορίας.
Χρειάζεται αυτό που είχε σημειώσει ο Κορνήλιος Καστοριάδης : « μια νέα φαντασιακή δημιουργία που η σημασία της δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτε ανάλογο στο παρελθόν, μια δημιουργία που θα έβαζε στο κέντρο της ζωής του ανθρώπου σημασίες άλλες από την αύξηση της παραγωγής και της κατανάλωσης, που θα έθετε στόχους ζωής διαφορετικούς, για τους οποίους οι άνθρωποι θα μπορούσαν να πουν πως αξίζουν τον κόπο. (…) Αυτή είναι η κολοσσιαία δυσκολία που πρέπει ν’ αντιμετωπίσουμε. Θα έπρεπε να θέλουμε μια κοινωνία στην οποία οι οικονομικές αξίες θα έχουν πάψει να κατέχουν κεντρική (ή μοναδική) θέση, όπου η οικονομία θα έχει ξαναμπεί στη θέση της, δηλαδή θα έχει γίνει ένα απλό μέσο του ανθρώπινου βίου και όχι ύστατος σκοπός, στην οποία επομένως θα έχουμε παραιτηθεί από αυτή την τρελή κούρσα προς μια συνεχώς αυξανόμενη κατανάλωση. Αυτό δεν είναι απλώς αναγκαίο για ν’ αποφύγουμε την τελεσίδικη καταστροφή του γήινου περιβάλλοντος. Είναι αναγκαίο κυρίως για να βγούμε από την ψυχική και ηθική εξαθλίωση των σύγχρονων ανθρώπων».
Όπως ανέφερα και πριν η σοσιαλδημοκρατία καλείται να διατυπώσει ένα νέο κοινωνικό όραμα βασισμένο όμως στις παραδόσεις της. Αυτό της κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης. Του κοινωνικού κράτους για όλους. Και εδώ κάποιος θα μου πει, μα είναι δυνατόν να μας λες τέτοια πράγματα όταν βιώνουμε καθημερνά μια σκληρή και άνιση πραγματικότητα; Όταν όλα αυτά πρέπει να τα παλέψουμε μέσα σ? ένα συντηρητικό ευρωπαϊκό περιβάλλον; Όταν οι αγορές έχουν υποκαταστήσει την πολιτική σε μεγάλο βαθμό; Είναι δυνατόν ποτέ να τα καταφέρουμε;
Και γω απαντώ. Αν τώρα δεν είναι η κατάλληλη ώρα για ανατροπές και συγκρούσεις πότε θα είναι;
Σε όλους λοιπόν εκείνους τους ρεαλιστές και τεχνοκράτες με τα ακλόνητα επιχειρήματα που θεωρούν ότι η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού θυμίζω τα λόγια του μέγαλου οραματιστή και ουμανιστή Edward Palmer «E. P.» Thompson « υπάρχει μόνον ένας τρόπος να εμποδίσει κανείς την ‘τέχνη του εφικτού’ να απορροφήσει το σύμπαν. Εάν το ‘ανέφικτο’ βρει τρόπους να επανέρχεται στην πολιτική»