Στο προηγούμενο άρθρο αναφερθήκαμε στις μεγάλες ευθύνες του –κυβερνητικού πλέον– ΣΥΡΙΖΑ, διότι πρώτον μεν συντηρεί, τεχνητά εν πολλοίς, το διχαστικό κλίμα που τον έφερε στην εξουσία δεύτερον δε αναπαράγει, σε διάφορους τόνους, την λογική «ο μή ων μετ’εμού κατ’εμού εστίν». Ωστόσο, το μέγεθος αυτών των ευθυνών δεν νομιμοποιεί την ΝΔ στο να παίζει τον ρόλο του τιμητή, καθώς πέρα από το ότι βαρύνεται με τις τεράστιες κυβερνητικές ευθύνες της περιόδου 2004-2009, ως προς την κατάρρευση της χώρας, υπήρξε στη συνέχεια και η πρώτη διδάξασα μιας άνευ ορίων «αντιμνημονιακής» πόλωσης (και μάλιστα απέναντι σε ένα ΠΑΣΟΚ το οποίο, παρά τα ασυγχώρητα λάθη του, διαχειρίσθηκε μια κρίση που αυτή προκάλεσε με την αλόγιστη πολιτική της).
Με άλλα λόγια η διχαστική πολιτική της ΝΔ υπήρξε ο προάγγελος αυτής του ΣΥΡΙΖΑ, αρχής γενομένης μάλιστα από την περίοδο της αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση Σημίτη, με τους οξύτατους –και τόσο οικτρά διαψευσμένους– λεονταρισμούς κατά της διαπλοκής (η οποία πράγματι τότε άρχισε να θεριεύει, πλην όμως γιγαντώθηκε και αποθρασύνθηκε τα επόμενα χρόνια, με τεράστια ευθύνη της ΝΔ, που και σήμερα ακόμη, όπως έδειξε η υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών, αποτελεί την μακρά χείρα της…). Το κλίμα δε αυτό αποτέλεσε το θερμοκήπιο μέσα στο οποίο αναπτύχθηκαν, στη συνέχεια, οι πολλαπλές παρεκτροπές του «κινήματος των αγανακτισμένων». Εξ άλλου στους κόλπους της ΝΔ φώλιαζαν, και έδιναν τον τόνο στις αρχικές κινητοποιήσεις αυτού του «κινήματος», τόσο τα λούμπεν ακροδεξιά στοιχεία των ΑΝΕΛ όσο και τα φασιστοειδή της Χρυσής Αυγής, τα οποία μάλιστα, με την ανοχή ή/και ενθάρρυνσή της, απέκτησαν ερείσματα και δημιούργησαν θυλάκους στον στρατό, στα σώματα ασφαλείας και στη δικαιοσύνη, πριν αποφασίσουν να βγούν στο φως, ανοίγοντας τα δικά τους τα φτερά, για να μολύνουν την πολιτική ατμόσφαιρα με το δηλητήριο του ακραίου εθνικισμού και του ρατσισμού αλλά και με γελοίες θεωρίες συνωμοσίας…
Αλλά και αργότερα, ήταν η ΝΔ που τορπίλισε κάθε προσπάθεια συνεργασίας στο πλαίσιο ενός μεγάλου συνασπισμού, προκειμένου να αντιμετωπισθούν από κοινού τα εκρηκτικά προβλήματα που εν πολλοίς η ίδια δημιούργησε. Το μόνο της μέλημα ήταν να επιστρέψει πάση θυσία στην εξουσία και αφού το επέτυχε (με δραματικές απώλειες και με πλήρη αλλαγή του πολιτικού σκηνικού), υπέστη στο ακέραιο τις συνέπειες αυτής της πόλωσης και εισέπραξε τα επίχειρα του διχασμού στον οποίο ουκ ολίγον συνέπραξε, πριν ανακρούσει πρύμναν και εφαρμόσει την ίδια «μνημονιακή» πολιτική.
Ωστόσο, ακόμη και σήμερα η ΝΔ δεν φαίνεται να έχει αφομοιώσει πλήρως τα μαθήματα της τελευταίας πολιτικής περιόδου. Αφού πέρασε ένα μεγάλο διάστημα εσωστρέφειας και περισυλλογής, μετά τις αλλεπάλληλες ήττες της, και αφού συνέπραξε –και ορθώς– στην ψήφιση της τελευταίας συμφωνίας, φαίνεται να επανέρχεται στην παλιά γνωστή συνταγή του μονομερούς και τυφλού καταγγελτισμού και της γενικευμένης πλην άκριτης και επικίνδυνης πόλωσης. Και αυτό δυστυχώς έχει επιταθεί μετά την αλλαγή της ηγεσίας της, παρά τις φρούδες εν πολλοίς ελπίδες που είχαν ευρύτατα καλλιεργηθεί, καθώς η πολιτική συμπεριφορά της έχει πλέον έντονα τα χαρακτηριστικά της πολιτικής ψύχωσης. Πράγματι η μόνιμη επωδός των στελεχών της –και ιδίως των προερχόμενων από την ακροδεξιά…– που εκδηλώνεται ακόμη και με υστερικές εκδηλώσεις μισαλλοδοξίας και φανατισμού, είναι η απαίτηση να καταδικασθεί στο πυρ το εξώτερον η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και να αναγνωρίσει ανεπιφύλακτα ο ελληνικός λαός –κατά προτίμηση αφού αυτομαστιγωθεί και ζητήσει γονυπετής συγγνώμη…– ότι παρασύρθηκε από την δημαγωγία και δεν κατάλαβε πόσο σωστή ήταν η πολιτική της ΝΔ…
Παρότι δε αυτή η απαίτηση της πλήρους, πανηγυρικής και εφ’όλης της ύλης δικαίωσης της ΝΔ βρίσκει δυστυχώς ακροατήριο το τελευταίο διάστημα (ιδίως σε κάποιους απελπισμένους λόγω των αλλεπάλληλων λαθών και των κραυγαλέων αδυναμιών του ΣΥΡΙΖΑ), είναι φανερό ότι είναι τυφλή και αδιέξοδη, διότι πέρα από το ότι αποσκοπεί στην ικανοποίηση ισχυρών πολιτικών απωθημένων, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην επανάληψη του ίδιου σκηνικού της περιόδου 2009-2012. Πράγματι και τώρα, όπως και τότε, η ΝΔ δεν δέχεται να συμπράξει σε καμία από τις συμφωνηθείσες (εν προκειμένω και από την ίδια…) αλλά και απαραίτητες για την παραμονή της χώρας στην Ευρώπη μεταρρυθμίσεις, με αστείες δικαιολογίες και υπεκφυγές, πίσω από τις οποίες υποκρύπτεται, δύσκολα πλέον, μια όλο και πιο στυγνή και απροκάλυπτη εξουσιομανία, η οποία, για πολλά στελέχη της είναι φανερό πλέον ότι αποτελεί αυτοσκοπό.
Συμπερασματικά, με βάση τις διαπιστώσεις αυτού και του προηγούμενου άρθρου, η εικόνα του πολιτικού μας συστήματος εμφανίζεται για μια ακόμη φορά δραματική. Ενώ η ανάγκη συναινέσεων και συγκλίσεων είναι περισσότερο από ποτέ επιτακτική, οι δύο βασικοί παίκτες του αποδεικνύονται ανίκανοι να υπερβούν τις εγγενείς παθογένειες και δυσκαμψίες τους. Αντί να συνδιαλλαγούν, διατηρώντας τις ιδεολογικές διαφορές τους, για την αντιμετώπιση των τραγικών συνεπειών της κρίσης, επιδίδονται σε ακροβασίες πάνω από το κενό, επιμένουν στις διχαστικές λογικές και ρέπουν, όλο και περισσότερο, στον ρόλο που προδιέγραψε γι αυτούς ο ποιητής: «δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα»…
Δημοσιεύτηκε και στην «Εφημερίδα των Συντακτών»