Ολα τα κόμματα και κυρίως τα δύο μεγαλύτερα διατείνονται ότι θέλουν να πουν «όλη την αλήθεια στον ελληνικό λαό» για τις προοπτικές της χώρας, το Μνημόνιο (δανειακή σύμβαση), τις προκλήσεις και τα διλήμματα που αντιμετωπίζει και, κυρίως, πώς θα βγει η χώρα από τη δεινή κρίση στην οποία βρίσκεται. Οντως, είναι τώρα η στιγμή να αρθεί ίσως μια βασική αντίφαση που χαρακτηρίζει το εκλογικό σώμα και την ελληνική κοινωνία. Η αντίφαση έγκειται στο ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών θέλει (όπως πιστοποιούν διαδοχικές δημοσκοπήσεις) η Ελλάδα να παραμείνει στο ευρώ/ευρωζώνη ως πλήρες μέλος. Παράλληλα όμως η ίδια πλειοψηφία τάσσεται ολοκληρωτικά εναντίον της δανειακής σύμβασης (και του Μνημονίου) και τα μέτρα που συνεπάγονται για την παραμονή της χώρας στο ευρώ. (Εδώ έχουμε ένα τυπικό σύνδρομο «γνωστικής ασυμφωνίας» – cognitive dissonance). Επιπλέον, τμήμα των πολιτών που στηρίζει την παραμονή της χώρας στο ευρώ εμφανίζεται πρόθυμο να ψηφίσει κόμματα οι θέσεις των οποίων άμεσα ή έμμεσα οδηγούν τη χώρα εκτός ευρώ. Ετσι μπορεί να προκύψει έξοδος της χώρας από το ευρώ (και κατά την άποψή μου, από την ΕΕ συνολικά), όχι ως αποτέλεσμα ορθολογικά συνειδητών επιλογών αλλά εξαιτίας «ατυχήματος», όπως άλλωστε έχει γίνει πολλές φορές στην Ιστορία, ελληνική και παγκόσμια.
Εδώ έγκειται η βασική ευθύνη των κομμάτων που στηρίζουν την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη. Να εξηγήσουν λέγοντας όλη την αλήθεια στο εκλογικό σώμα ότι η θέση υπέρ της συμμετοχής στο ευρώ και καθολικά εναντίον του Μνημονίου συνιστά αντίφαση, οι δύο στόχοι δεν συμβιβάζονται. Η παραμονή στο ευρώ σημαίνει εφαρμογή του Μνημονίου, εφαρμογή δηλαδή πρωτίστως των διαρθρωτικών αλλαγών για τον εκσυγχρονισμό κράτους, διοίκησης, οικονομίας, κοινωνίας. Με άλλα λόγια, τα κόμματα που ψήφισαν τη δανειακή σύμβαση πρέπει να υπεραμυνθούν των επιλογών τους, να υπερασπισθούν το Μνημόνιο (όχι κατ’ ανάγκην την πολιτική λιτότητας) ως προϋπόθεση για την παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη. Μέχρι στιγμής τουλάχιστον δεν έχουν κάνει κάτι τέτοιο με κάπως πειστικό τρόπο. Επιχειρούν με μισόλογα, υπεκφυγές, συγκεχυμένο λόγο να παρακάμψουν το θέμα και έτσι να συντηρήσουν την κραυγαλέα αντίφαση. Με απλά λόγια δεν υπεραμύνονται των επιλογών τους, δεν υπερασπίζονται καθαρά, ευθέως και απροσχημάτιστα τα μέτρα που η εφαρμογή του Μνημονίου συνεπάγεται, λες και ντρέπονται να κάνουν κάτι τέτοιο (αλλά δεν ντρέπονται να γεμίζουν τα ψηφοδέλτιά τους με απίθανους γραφικούς τύπους, ως τους πλέον κατάλληλους, φαίνεται, για να προωθήσουν το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και να διαχειρισθούν την οικονομική κρίση. Ελεος!).
Φυσικά ο καθένας μπορεί να κατανοήσει τις δυσκολίες – πολιτικές και ιδεολογικές ίσως – υπεράσπισης του Μνημονίου. Αλλά εδώ έγκειται η πρόκληση της πολιτικής: να προβάλει τα πειστικά επιχειρήματα για να άρει τις αντιφάσεις και να διαμορφώσει μια νέα σύνθεση για την επίτευξη του κοινού καλού. Χωρίς αυτή τη νέα αναγκαία σύνθεση η χώρα θα βρεθεί σύντομα – φοβάμαι – σε αδιέξοδα υπαρξιακής εμβέλειας. Η προσφυγή στο Μνημόνιο, η προσφυγή δηλαδή στην υποστήριξη ΕΕ και ΔΝΤ – τρόικας, για την κάλυψη των δανειακών αναγκών της χώρας, μπορεί να μην ήταν αναπόφευκτη. Κατέστη αναπόφευκτη από τη στιγμή που έχοντας εκτοξεύσει το χρέος μας σε δυσθεώρητα ύψη, φροντίσαμε επίσης με πράξεις, παραλείψεις και τον λόγο μας να αποκλεισθούμε από τις διεθνείς αγορές χρήματος. Αυτό θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί επομένως το Μνημόνιο με τη μορφή και το περιεχόμενο που αρχικά έλαβε. Αλλά από τη στιγμή που κατέστη αναγκαίο, έχει καταστεί επίσης, είτε μας αρέσει είτε όχι, μονόδρομος για την έξοδο από την κρίση και την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη. Ολα τα άλλα είναι απλώς «λόγια, λόγια, λόγια»…
Πάντως, και αν ακόμη είχαμε αποφύγει το συγκεκριμένο Μνημόνιο, δεν θα μπορούσαμε με κανένα τρόπο να αποφύγουμε τη δημοσιονομική εξυγίανση και, κυρίως, τις διαρθρωτικές αλλαγές. Δεν θα μπορούσαμε δηλαδή να συνεχίσουμε «να ζούμε στον κόσμο μας» με δανεικά, με ένα διεφθαρμένο, αναποτελεσματικό κρατικό σύστημα και μια οικονομία που έχανε συνεχώς και σταθερά σε ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα. Τις αλλαγές θα τις είχε επιβάλει η ΕΕ (δεν θα τις είχαν επιβάλει κατά κάποιο τρόπο οι αγορές). Η αναγνώριση αυτής της πραγματικότητας έχει σημασία καθώς μια λαϊκιστική προσέγγιση υπονοεί ότι θα μπορούσαμε (και ακόμη μπορούμε) να αποφύγουμε το σύνολο των μεταρρυθμίσεων ή, ακόμη, και να επιστρέψουμε «στα ίδια».
Η αναγνώριση της αναγκαιότητας του Μνημονίου δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην αναγνώριση των κοινωνικών αδικιών, που έχουν προκύψει κυρίως ως αποτέλεσμα της αδυναμίας προώθησης εναλλακτικών μέτρων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Ούτε αναιρούν το αίτημα για επιθετική αναπτυξιακή στρατηγική (αίτημα που λαμβάνει πανευρωπαϊκή διάσταση) αλλά και την ανάγκη για τη διαμόρφωση της εθνικής στρατηγικής και αφήγησης για το μέλλον της χώρας.
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του ΔΣ του ΕΛΙΑΜΕΠ