Οταν ένας πολιτικός κολοσσός, όπως ο κ. Αρβανιτόπουλος, συναντηθεί με έναν κολοσσό των γραμμάτων και των τεχνών, όπως ο κ. Πελεγρίνης, κλείνει το Πανεπιστήμιο. Διότι και ο μεν και ο δε γνωρίζουν πολύ καλά, ως πανεπιστημιακοί, με ποιον τρόπο θα λειτουργεί το Πανεπιστήμιο, ως εκ τούτου αναστέλλουν τη λειτουργία του για ένα εξάμηνο προκειμένου να αποφανθούν με ποιον τρόπο θα λειτουργεί το Πανεπιστήμιο που έκλεισαν. Τα υπόλοιπα είναι της αρμοδιότητος του μακαρίτη Μέντη Μποσταντζόγλου και της υπέροχης εκείνης γελοιογραφίας που είχε αφιερώσει στη βοήθεια της βασίλισσας Φρειδερίκης προς τους πλημμυροπαθείς της Θράκης: «Ως πότε παληκάρια θα ζώμεν με στενά, δεν φτάνει που είναι παίδων είναι και θερινά». Οι δικοί μας δεν φτάνει που συμπεριφέρονται σαν κακομαθημένα παιδιά, αλλά κατάφεραν να ακυρώσουν το πανεπιστήμιο. Διότι, μη γελιόμαστε, το χαμένο εξάμηνο ισοδυναμεί με ακύρωση του ίδιου του δημόσιου πανεπιστημίου.
Και μετά τον Μποστ ας περάσουμε στην Ιστορία του Εθνους. Αν δεν κάνω λάθος την προηγούμενη φορά που είχαν κλείσει ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα στη χώρα ήταν επί γερμανικής κατοχής. Θα μου πείτε πολλοί πιστεύουν ότι και σήμερα τη χώρα την κρατά καθηλωμένη η μπότα του Γερμανού «καταχτητή» (sic) ως εκ τούτου το φαινόμενο επαναλαμβάνεται, όπως επαναλαμβάνεται και η Ιστορία. Ο συλλογισμός δε, αντεστραμμένος, εμφανίζεται ως ακολούθως: ας κλείσουμε το πανεπιστήμιο για να αντιληφθούν ακόμη και όσοι δεν το έχουν ήδη αντιληφθεί, πως η χώρα στενάζει κάτω από την μπότα του Γερμανού κατακτητή.
Ολα αυτά δε τα φαινόμενα παρατηρούνται διότι οι καιροί είναι αλλόκοτοι και κινδυνεύει ο δημόσιος χαρακτήρας του πανεπιστημίου. Ελάτε τώρα. Κάθε Ελληνόπουλο δικαιούται να έχει και από ένα πανεπιστημιακό χαρτί, διότι κάθε Ελληνόπουλο έχει δικαίωμα στην επιστημονική γνώση. Πρόκειται για το βασικό αξίωμα του εθνικού μας «αφηγήματος» – όπου η λέξη στην περίπτωση είναι συνώνυμη της λέξης «παραμύθι», βλέπε Κοκκινοσκουφίτσα, Κοντορεβυθούλης και Παπουτσωμένος Γάτος. Οπου το παραμύθι ερμηνεύεται ως ακολούθως: κάθε Ελληνόπουλο δικαιούται να έχει από ένα πανεπιστημιακό χαρτί, διότι κάθε Ελληνόπουλο δικαιούται να βρει μια θέση στο Δημόσιο. Εξ ου και το αγαπημένο σύνθημα της νεολαίας: «Μας κλέβουν τα όνειρά μας». Το χαρτί δεν εξασφαλίζει τη θέση των ονείρων μας. Πόσους γιατρούς και νομικούς μπορεί να αντέξει αυτή η χώρα; Οσους τραβάει η όρεξή σας αρκεί να στοιβάζεστε στα ιατρεία του ΕΟΠΥΥ και τα δικαστήρια. Χωρίς να υπολογίσουμε και τα οφέλη της ιδιωτικής οικονομίας, τα σουβλατζίδικα, τα ταχυφαγεία, και τους ταλαίπωρους ιδιοκτήτες διαμερισμάτων που κινούν την αγορά της μικρής επαρχιακής μας πόλης.
Για να μην παρεξηγηθώ. Ων τέκνον του δημοσίου πανεπιστημίου, αλλοεθνούς μεν πλην όμως δημοσίου, πιστεύω στην αναγκαιότητά του. Πιστεύω όμως πως οφείλει να αναζητήσει τον κοινωνικό του ρόλο, και όχι να τον θεωρεί κεκτημένο, όπως ο οργανισμός για την αποξήρανση της αποξηραμένης Κωπαΐδας. Ειδικά στις συνθήκες της σημερινής Ευρώπης, ειδικά στην παγκοσμιοποιημένη οικουμένη. Σκέφτομαι φέρ’ ειπείν πόση δύναμη θα είχε το ελληνικό πανεπιστήμιο αν, αντί να ανασκαλεύει τα οιδιπόδεια του καθενός με τον διορισμό του στο Δημόσιο, στρεφόταν σε έναν τομέα σπουδών και έρευνας που υποχωρεί στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Αν είχε όντως αναπτύξει τις ανθρωπιστικές σπουδές, αν είχε δώσει έμφαση στις κλασικές σπουδές, με αποτέλεσμα να προσελκύει διδάσκοντες και φοιτητές από όλον τον κόσμο που θα το επέλεγαν για να σπουδάσουν αρχαία ελληνικά in situ. Αν έβγαζε πραγματικούς φιλολόγους με διεθνή ακτινοβολία και όχι καθηγητές της δευτεροβάθμιας που έχουν διαβάσει μισό διάλογο του Πλάτωνα και τα σικελικά του Θουκυδίδη, αλλά δεν θυμούνται πώς τελειώνουν γιατί τους πρόλαβε η εξεταστική.
Θα μου πείτε εδώ δεν έχουμε μια δική μας στερεότυπη έκδοση της ελληνικής γραμματείας πώς να στήσουμε κοτζάμ πανεπιστήμιο και μάλιστα με διεθνή ακτινοβολία; Οι Πελεγρίνηδες του κόσμου τούτου, και όχι μόνον οι Πελεγρίνηδες, όσα δράματα κι αν ανέβαζαν επί σκηνής δεν θα μπορούσαν να σταθούν ούτε μια μέρα σε περιβάλλον τέτοιου ανταγωνισμού. Ως εκ τούτου έχουν κάθε λόγο να το κρατούν ως έχει. Είχα την τύχη να έχω δάσκαλο έναν ελληνιστή με διεθνές κύρος, τον Πιερ Βιντάλ Νακέ. Ερχόταν κάθε μέρα στη βιβλιοθήκη και διάβαζε μαζί μας, λες και ήταν και ο ίδιος φοιτητής.
Για όλα φταίει το Ναυαρίνο. Εκεί μας έπεισαν πως είμαστε τα αγαπημένα τους παιδιά, κάτι σαν είδη πολυτελείας, διατηρητέα οικοδομήματα του σύγχρονου κόσμου. Εκτοτε, δε, αποφασίσαμε να ζήσουμε πουλώντας ως πολυτέλεια τη φτήνια μας. Η φτήνια μας ακρίβυνε πολύ και γι’ αυτό δεν θέλει να την αγοράσει πια κανείς. Η κατάσταση του πανεπιστημίου δεν είναι τίποτε άλλο από την αντανάκλαση της ακριβής μας φτήνιας. Με όλο τον σεβασμό σε όσους καθηγητές και φοιτητές παλεύουν εκεί μέσα, και δεν είναι λίγοι, αλλά υφίστανται την τυραννία της ακριβοπληρωμένης μετριότητας.