Από τις εκλογές της 17ης Ιουνίου και το σχηματισμό της κυβέρνησης τρικομματικής συνεργασίας, μέχρι σήμερα, δηλαδή σε διάρκεια τεσσάρων μηνών, το μόνο έργο που παράγεται είναι διαπραγματεύσεις και συζητήσεις για την οριστικοποίηση του “πακέτου” των ετών 2013-14.
Στην αρχή ήταν μέτρα 11,5 δις, τα οποία -ξαφνικά και χωρίς εξήγηση- αυξήθηκαν κατά δύο περίπου δις και στο μεταξύ προστέθηκαν ως όροι εκταμίευσης της δόσης οι περίφημες “προπαιτούμενες δράσεις” (διαρθρωτικές αλλαγές) που εκκρεμούν εδώ και καιρό για αδιευκρίνιστους λόγους, παρόλο που δεν φέρνουν υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των πολλών, κάθε άλλο.
Οι τρεις πολιτικοί αρχηγοί βλέπονται και ξαναβλέπονται, η τρόικα τραβάει και ξανατραβάει το σκοινί, το ένα πολιτικό/διπλωματικό θρίλερ διαδέχεται το άλλο, για να φτάσουμε στο τέλος του δρόμου ακριβώς τη στιγμή που εκπνέουν τα ταμειακά διαθέσιμα του ελληνικού δημοσίου, στα μέσα Νοεμβρίου. Ακόμη και αν είναι αποφασισμένος κανείς να πιστέψει ότι παρακολουθεί μια πραγματική σύγκρουση, καλού-κακού, δεν τον αφήνει το σενάριο με το προεξοφλημένο happy end.
Με όρους κοινής λογικής, δεν μπορεί να απαντήσει κανείς στο ερώτημα πώς είναι δυνατόν, μέσα σε τόσους μήνες, να μην έχει κλείσει ακόμη ένας άχρηστος οργανισμός και μία παρασιτική υπηρεσία, γιατί δεν έχει απολυθεί ένας επίορκος υπάλληλος, γιατί δεν καταργείται όγκος γραφειοκρατίας (χαρτιά, δικαιολογητικά, υπογραφές κ.ο.κ.) με μια απλή υπουργική απόφαση, γιατί δεν έχει ανοίξει κανένα από τα κλειστά επαγγέλματα, γιατί δεν δημεύονται περιουσιακά στοιχεία φοροφυγάδων που εντοπίζονται, όπως πομπωδώς ανακοινώνεται, και πολλά τέτοια ή άλλα γιατί.
Οι μετέχοντες στην υπόθεση της διακυβέρνησης, λένε, για παράδειγμα, ότι δεν απολύεται ένας επίορκος επειδή πρέπει πρώτα να ελεγχθεί πειθαρχικά, να τελεσιδικήσει η απόφαση και στη συνέχεια να επιβληθεί η κύρωση. Αλλά είναι προφανές ότι πρόκειται για προσχήματα, όπως-όπως κατασκευασμένα. Ένας αστυνομικός του οποίου η παράνομη συμπεριφορά έχει αποτυπωθεί στο φακό ή στην κάμερα, πρέπει να χάσει τη δουλειά του επειγόντως. Το ίδιο και ο δάσκαλος που απειλεί τα παιδιά ότι θα φωνάξει τη Χρυσή Αυγή και υπάρχουν τόσοι μάρτυρες που το βεβαιώνουν. Ομοίως, ο γιατρός που συνελήφθη με τα σημαδεμένα χαρτονομίσματα να παραβαίνει τον όρκο του Ιπποκράτη.
Ένα παιδί θα σκεφτόταν ότι όταν έχει η πολιτεία στα χέρια της τη φοβερή λίστα Λαγκάρντ, δεν χρειάζονται πολλά λόγια, μόνο λίγα λεπτά για να ελεγχθεί η φορολογική δήλωση όσων τα ονόματα αναφέρονται. Όμως, δεν ήταν και δεν είναι τόσο απλό. Γιατί;
Το μεγάλο ζήτημα είναι αν η κυβέρνηση δεν θέλει ή δεν μπορεί. Γιατί κάθε μέρα που περνά μέσα στην αδράνεια, ο λογαριασμός μεγαλώνει, η κατάσταση της οικονομίας επιδεινώνεται, η κοινωνία εξουθενώνεται, η αρρώστια απλώνεται, το αδιέξοδο βαθαίνει. Το πιθανότερο είναι ότι η κυβέρνηση ούτε θέλει, ούτε μπορεί. Δεν θέλει, γιατί αν αρθεί η ελληνική ιδιαιτερότητα, αν αλλάξει δηλαδή ο τρόπος λειτουργίας του ελληνικού κράτους και των θεσμών, η ποιότητα των σχέσεων πολιτών-πολιτικού συστήματος, οι δομές της οικονομίας, η συλλογική κουλτούρα και το εθνικό αξιακό σύστημα, τότε το υπάρχον πολιτικό προσωπικό θα πρέπει να συνταξιοδοτηθεί οριστικά και ως έναν βαθμό με ατιμωτικό τρόπο. Οι επαγγελματίες της εξουσίας δεν θα είναι σε θέση να υπηρετήσουν μία σύγχρονη ευρωπαϊκή δημοκρατία που λειτουργεί, στοιχειωδώς, με κανόνες διαφάνειας και αξιοκρατίας. Δεν μπορεί, γιατί τα μέλη της δεν ασκήθηκαν ποτέ σε έναν αποτελεσματικό και χρηστό τρόπο διακυβέρνησης. Έχουν εκπαιδευτεί στη διαχείριση της ευημερίας, δηλαδή σε μοίρασμα διαφόρων bonus με πελατειακούς όρους, σε διορισμούς, ρουσφέτια, διευκολύνσεις και χαριστικές ρυθμίσεις προς όφελος ισχυρών επαγγελματικών ομάδων. Και δεν ξέρουν να κάνουν κάτι παραπάνω ή παραπέρα από αυτό. Όσοι ξεκινούν με καλύτερες προϋποθέσεις και προθέσεις, αργότερα ή γρηγορότερα, προσαρμόζονται στο νόμο της πλειοψηφίας, ενσωματώνονται.
Αν όλους αυτούς τους μήνες, αντί να παρακολουθούμε τη μάχη για το ύψος της περικοπής μισθών και συντάξεων, είχε κλείσει μία μεγάλη ζημιογόνος ΔΕΚΟ, προφανώς ο αντίκτυπος στη λειτουργία της οικονομίας και το μήνυμα προς τα έξω, θα ήταν εντελώς διαφορετικά. Και αν, αντί να διαφημίζονται οι κόκκινες γραμμές των τριών πολιτικών αρχηγών, είχε γίνει μία συμφωνία κυρίων με επιφανείς κεφαλαιοκράτες που δεν έχουν κάνει το πατριωτικό τους καθήκον, αξιοποιώντας το καθεστώς ασυλίας που απολαμβάνουν, η κατάσταση του δημόσιου ταμείου θα ήταν σαφώς βελτιωμένη.
Όμως, η εικόνα έχει παγώσει στο stop carre, τίποτα δεν συμβαίνει και τίποτα δεν κινείται -η εικόνα ενός βάλτου πίσω από τα καλάμια. Η αλλαγή του ευρωπαϊκού περιβάλλοντος σε σχέση με το ελληνικό ζήτημα, δεν σημαίνει τη λήξη της ελληνικής περιπέτειας. Όλα δείχνουν ότι έχουμε πάρει παράταση μέχρι τις γερμανικές εκλογές, τον προσεχή Σεπτέμβριο, και στη συνέχεια, ανεξάρτητα από τα κόμματα που θα συμμετάσχουν στον γερμανικό κυβερνητικό συνασπισμό, θα δρομολογηθεί μια διαδικασία συντεταγμένης χρεοκοπίας, εφόσον δεν τα έχουμε καταφέρει. Και επειδή το ουσιαστικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν είναι δημοσιονομικό, αλλά διαρθρωτικό, και επειδή η κυβέρνηση ασκείται στις οριζόντιες περικοπές και όχι στις μεταρρυθμίσεις, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα τα έχουμε καταφέρει μέχρι τότε. Με άλλα λόγια, το πολιτικό σύστημα εξουσίας θα μας πάρει μαζί του, πεθαίνοντας όπως έζησε: Χωρίς διαχειριστική επάρκεια, χωρίς ηθικό υπόβαθρο, χωρίς εθνικό όραμα, χωρίς καν μια τελευταία αναλαμπή και χωρίς καθρέφτη.
.
Η Αγγελική Σπανού είναι δημοσιογράφος