Η αφόρητη γοητεία της (παρα)δημοσιογραφίας

Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης 21 Αυγ 2013

Ο Τύπος και η δημοσιογραφία στη χώρα μας δέχονται μια πρωτοφανή -και εν πολλοίς δίκαιη- αμφισβήτηση. Τα τελευταία χρόνια, βάλλονται πανταχόθεν για τις αστοχίες, τις διαπλοκές, τις ανεπάρκειές τους. Μεγάλες εφημερίδες και τηλεοπτικοί σταθμοί, κλείνουν χωρίς να λυπηθεί κανείς (με εξαίρεση τις δακρύβρεχτες αναρτήσεις των κατ’ επάγγελμα θρηνούντων στα social media), χιλιάδες επαγγελματίες μέλη ή μη της ΕΣΗΕΑ είναι άνεργοι με μηδαμινές προοπτικές να βρουν μια αξιοπρεπή δουλειά στο άμεσο μέλλον.

Σε αυτό το ζοφερό περιβάλλον, θα νόμιζε κανείς πως η δημοσιογραφία έχει πάψει πλέον να αποτελεί γοητευτικό επάγγελμα ή έστω ημιαπασχόληση για τον μέσο Έλληνα. Αν κάποιος, όμως, το ισχυριστεί αυτό, θα κάνει λάθος. Απεναντίας, μέσα από τα ερείπια της κρίσης που μαστίζει και τον Τύπο, αναδεικνύεται η νέα (παρα)δημοσιογραφία, χάρη στην άνθιση του blogging και των social media, φαινομένων κάθε άλλο παρά αρνητικών καθ’ εαυτών διεθνώς.

Σήμερα, αρκούν ελάχιστα λεπτά για να φτιάξεις ένα blog ή ένα λογαριασμό σε σελίδες κοινωνικής δικτύωσης και να αρχίσεις να εξαπολύσεις μύδρους, επιθέσεις και ομοβροντίες τής με κόπους και βάσανα αποκτηθείσας σοφίας σου και να καταπλήξεις τα πλήθη των αναγνωστών. Και όλα αυτά εύκολα, απλά και κυρίως, ανώνυμα. Υπάρχουν όμως και οι επώνυμοι.

Αυτοί ανήκουν, συνήθως, στη μεγάλη, μαύρη εργασιακά έρημο της απλήρωτης εργασίας. Δεκάδες ιστοσελίδες, κατ’ ευφημισμόν ενημερωτικές – ειδησεογραφικές, προσφέρουν αφειδώς το χώρο τους στους σχολιαστές της new age δημοσιογραφίας. Πρόκειται, συνήθως, για μετάλλαξη των ρεταλιών που άφησε πίσω της η lifestyle δημοσιογραφία της εποχής της εθνικής αμεριμνησίας και των φτηνών δανεικών. Ανυπόληπτοι άνθρωποι, με πλημμελείς γνώσεις της μητρικής τους, ελάχιστες γνώσεις ξένων γλωσσών, ανύπαρκτης παιδείας και απίστευτης έλλειψης ευθύνης έναντι των αναγνωστών, κυρίως, βυσσοδομούν στολίζοντας τα κείμενά τους με εικόνες και μυρωδιές των βιολογικών αναγκών του ανθρώπου. Την ίδια στιγμή, βέβαια, θησαυρίζουν οι ιδιοκτήτες -κρυφοί και φανεροί- αυτών των ιστοσελίδων, οι οποίοι, χωρίς να καταβάλουν ούτε ένα ευρώ ως αμοιβή ή ως ασφαλιστικές εισφορές, έχουν δωρεάν εργατική δύναμη που πασχίζει να βρει μια θέση στον υπόνομο της παραδημοσιογραφίας. Είναι οι «αστέρες» της εποχής της ευτέλειας, του μίσους απέναντι σε κάθε τι πολιτικό, της καφενόβιας ανάλυσης και της απαιδευσιάς.

Η νέα (παρα)δημοσιογραφία δεν είναι αυθάδης απέναντι στην εξουσία, όπως θέλει να πιστεύει. Είναι αναιδής απέναντι στον αναγνώστη.

Δεν είναι ιερόσυλη απέναντι στους ισχυρούς. Είναι χλευαστική έναντι των αδυνάμων.

Δεν είναι αποκαλυπτική. Είναι κουτσομπολίστικη και μάλιστα χειρότερη από εκείνη μέσα από τα περιττώματα της οποίας γεννήθηκε.

Παραδέρνοντας ανάμεσα σε φήμες από εκπομπές τηλεπωλητών βιβλίων, θεωρίες συνομωσίας, έντονο εθνικιστικό ή ταξικό στοιχείο (ανάλογα με την εποχή, την ιστοσελίδα, τους αναγνώστες), και, κυρίως, από προσωπική γνώμη που στηρίζεται στην εμπάθεια, τη μισαλλοδοξία και την υπερβολή στα εκφραστικά μέσα, η νέα (παρα)δημοσιογραφία καλλιεργεί αυτό που γνωρίζει καλά, γιατί από αυτό γεννήθηκε: το τίποτα στη μέση του πουθενά. Ευειδείς νεαροί και νεαρές, μεσόκοπες κυρίες που, αφού πλήρωσαν επιτήδειους εκδότες για να κυκλοφορήσει το πρωτόλειο τους, διανοούμενοι του συνοικιακού καφενείου που δηλώνουν ποιητές, συγγραφείς και δοκιμιογράφοι, (όλα τα έχει ο νέος κοινόχρηστος μπαχτσές), αποτελούν το πλήρωμα της φορτηγίδας της νέας (παρα)δημοσιογραφίας, τα έργα της οποίας πλημμυρίζουν τις οθόνες των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Με πρόσχημα τη διαδραστικότητα των νέων μέσων, συνήθως, κάτω από τέτοια κείμενο ακολουθεί ο οχετός των σχολίων των αναγνωστών. Είναι να απορεί κανείς, πού κρύβονταν τόσα χρόνια τόση κακία, μίσος και αμορφωσιά στην ελληνική κοινωνία.

Οι άνθρωποι αυτοί τρέφουν ένα αβυσσαλέο μίσος απέναντι σε εκείνους -δημοσιογράφους, διανοούμενους, επιστήμονες- που με κόπο και θυσία απέκτησαν γνώσεις και δεξιότητες. Είναι το μίσος του ντιλετάντη απέναντι στον επαγγελματία. Το μίσος του ημιμαθή απέναντι στον επιστήμονα. Το μίσος της παραγνωρισμένης από την κοινωνία μεγαλοφυΐας, η οποία επιτέλους βρήκε δημόσιο βήμα για να κατακεραυνώσει τους «οργανικούς», «υποταγμένους», «συμβιβασμένους», «βολεμένους» διανοούμενους του τόπου και να κηρύξουν τη νέα αλήθεια.

Η αποθέωση της κουλτούρας της ήσσονος προσπάθειας, σε συνδυασμό με τη μισαλλοδοξία, είναι το «απαύγασμα» της «δημοσιογραφικής» εργασίας αυτών των ανθρώπων. Συσσωρεύουν και αναπαραγάγουν την ημιμάθεια και το μίσος, καλλιεργούν άσκοπες εντάσεις, στοχοποιούν ανθρώπους και θεσμούς και δημιουργούν συνθήκες κοινωνικού λιντσαρίσματος.

Η απάντηση δεν μπορεί να έρθει με απαγορεύσεις και καταστολή. Θα ήταν άσκοπο χάσιμο χρόνου, δυνάμεων και ενέργειας. Η απάντηση μπορεί να έρθει μόνο μέσα από την παιδεία και την καλλιέργεια, μέσα από την ανάπτυξη πολιτικών θεσμών που θα ικανοποιούν και θα διευρύνουν τις διαδικασίες του κοινωνικού ελέγχου και λογοδοσίας των εκπροσώπων πάσης φύσεως εξουσιών.

Η (παρα)δημοσιογραφία αυτή, πάντα είχε και πάντα θα έχει το δικό της κοινό. Είναι σαν την (παρα)λογοτεχνία που και αυτή γνωρίζει ιδιαίτερη άνθιση στις μέρες μας, με τις πληρωμένες από τους ίδιους τους «δημιουργούς» εκδόσεις. Δεν εμφανίστηκε εν κενώ, ούτε θα εξαφανιστεί κάποια μέρα ξαφνικά. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε μ’ αυτήν, αλλά και να ξέρουμε τους τρόπους για να την αποφεύγουμε.