Η απόφαση του βρετανικού λαού να υπερψηφίσει την έξοδο της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση ακολούθησε μια σειρά προηγούμενων αρνητικών για την Ενωση δημοψηφισμάτων. Στην περίπτωση όμως του Brexit έχουμε έναν λαό, σε μια χώρα η οποία από το 1500 και ύστερα αποτελεί την πρωτοπορία στην οικονομική και πολιτική διεθνοποίηση, να απορρίπτει όχι απλά τη μία ή την άλλη πλευρά της Ευρώπης αλλά την ίδια την παγκοσμιοποίηση.
Η παγκοσμιοποίηση είναι το μεγάλο πρόβλημα όλων των δημοκρατικών πολιτικών συστημάτων της Ευρώπης. Ο κόσμος της παγκοσμιοποίησης από τη μια συμπυκνώνει τεράστιες ανισότητες, αλλαγές των διεθνών ισορροπιών, οικονομικές κρίσεις, έξαρση της τρομοκρατίας, τεχνοκρατικοποίηση και υποβάθμιση της πολιτικής, κρίση των ελίτ και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ανασφάλεια των μεσαίων στρωμάτων· από την άλλη, αποτελεί δυναμικό πεδίο αλλαγών, ενίσχυσης της αλληλεξάρτησης και δημιουργίας προϋποθέσεων ευημερίας. Υπό προϋποθέσεις μπορεί να αποτελέσει το βασίλειο της απλοποίησης των αντιθέσεων ή και το ακριβώς αντίθετο, το βασίλειο του εμπλουτισμού της πολιτικής σύγκρουσης της Αριστεράς και της Δεξιάς με νέο περιεχόμενο (είναι ευνόητο ότι μιλάμε για τη δημοκρατική Αριστερά και τη δημοκρατική Δεξιά).
Δυστυχώς οι πολιτικές και πνευματικές ελίτ της Ευρώπης, της Ελλάδας συμπεριλαμβανόμενης, δεν προχώρησαν στην εμβάθυνση του περιεχομένου των πολιτικών προτάσεων της διάκρισης Αριστεράς και Δεξιάς, αλλά αντιθέτως μέσω μια σειράς υπεραπλουστεύσεων όπως η θεωρία της ταύτισης των άκρων, η θεωρία του μεσαίου χώρου (θεωρία άσχετη με την αναγνώριση της τεράστιας σημασίας των μεσοστρωμάτων), η υποτίμηση των ταξικών διαφορών και ανισοτήτων και η αδυναμία κατανόησης του βάθους των ελλειμμάτων δημοκρατίας που προκύπτουν από τη λειτουργία των Βρυξελλών έδωσαν χώρο σε κενού πολιτικού περιεχομένου δίπολα όπως «κατεστημένο -αντικατεστημένο», «συστημικές – αντισυστημικές δυνάμεις». Εδώ όμως «παίζουν» μόνοι τα εθνολαϊκιστικά μορφώματα, τα οποία στο όνομα των εθνικών κρατών αμφισβητούν όλες τις εξελίξεις της παγκοσμιοποίησης.
Οι σοσιαλδημοκρατικές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και τα κόμματά τους αφήνοντας στην άκρη την ιδεολογία και το όραμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης εστίασαν στη δήθεν διασφάλιση των εθνικών συμφερόντων και σε συνδυασμό με την «υποχώρησή» τους στην αντιμεταναστευτική δεξιά ατζέντα βρίσκονται σήμερα με την πλάτη στον τοίχο. Δίνουν έτσι τη δυνατότητα στους ακροδεξιούς λαϊκιστές και εθνικιστές να εμφανίζονται ως προστάτες των φτωχών, των αδύναμων, των μικρομεσαίων, των «απλών ανθρώπων», όλων αυτών που θεωρούν ότι απειλούνται από τη μετανάστευση και την παγκοσμιοποίηση.
Ετσι στη θέση προταγμάτων όπως ήταν το εισόδημα, η ταξική προέλευση, οι κοινωνικές ανισότητες και η φτώχεια, η κινητικότητα και το κράτος πρόνοιας τέθηκαν προτεραιότητες όπως η φυλή, η εθνικότητα και η θρησκεία. Είμαστε έτοιμοι να ακούσουμε την εύλογη αντίρρηση. Μα δεν είναι η ίδια η παγκοσμιοποίηση που έφερε τα ζητήματα ταυτότητας πάνω από τα ταξικά ζητήματα; Μήπως είμαστε αιθεροβάμονες όλοι όσοι θεωρούμε και την παγκοσμιοποίηση, στον έναν ή στον άλλον βαθμό, αναπότρεπτη και ταυτοχρόνως πιστεύουμε στη δυνατότητα επιβίωσης, με νέο τρόπο, πολλών εκ των προταγμάτων της εποχής της εθνικής κυριαρχίας; Μήπως θέλουμε και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο;
Με όλον τον σεβασμό μας σε αυτή την αντίρρηση πιστεύουμε ότι παγκοσμιοποίηση δεν σημαίνει αυτόματα πέρασμα σε λογικές «φίλων και εχθρών», δεν σημαίνει διπολικές κοινωνίες και απλοϊκές αντιθέσεις. Ο αντιδραστικός διπολισμός επικρατεί όταν υποχωρεί η πολιτική ως προσπάθεια σύνθεσης και συμβιβασμού συμφερόντων. Τότε δεν επικρατεί η οικονομία, όπως αφελώς πίστεψαν ορισμένοι νεοφιλελεύθεροι και πολλοί σοσιαλδημοκράτες, αλλά ο εθνολαϊκισμός και οι πάσης φύσεως ακραίοι.
Στην Ευρώπη σήμερα πρέπει να ανανεωθεί το μέτωπο όλων όσοι πιστεύουν στο συστατικό στοιχείο των φιλελεύθερων δημοκρατιών που είναι η διάκριση Αριστερά – Δεξιά κατά όλων όσοι θεωρούν, όπως ο Καρλ Σμιτ, ότι «κυρίαρχος είναι όποιος αποφασίζει για την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης». Ακριβώς σήμερα, μετά και την τρομοκρατική επίθεση στη Νίκαια, αλλά και τις εξελίξεις στην Τουρκία, όλες οι ευρωπαϊκές ακροδεξιές επιδιώκουν να αποφασίζουν «για την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης» και σ’ αυτό βοηθούν όσοι με οποιονδήποτε τρόπο ζητούν από την Ευρώπη να πάψει να είναι δημοκρατική.
Οπως και ο Ντάνι Ρόντρικ («Τα Νέα», 12.7.2016), πιστεύουμε ότι «η εμπειρία στη Λατινική Αμερική και στη Νότια Ευρώπη αποκαλύπτει τη μεγαλύτερη αδυναμία της Αριστεράς: την έλλειψη ενός ξεκάθαρου προγράμματος για την αναδιαμόρφωση του καπιταλισμού και την παγκοσμιοποίηση στον 21ο αιώνα. Από τον ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα ως το Εργατικό Κόμμα στη Βραζιλία, η Αριστερά έχει αποτύχει να αναπτύξει ιδέες που να είναι οικονομικά ορθές και πολιτικά δημοφιλείς».
Στα καθ’ ημάς και μετά και τη θετική εξέλιξη του κοινού πορίσματος της Επιτροπής Διαλόγου των κομμάτων και των κινήσεων του χώρου της Κεντροαριστεράς και Σοσιαλδημοκρατίας, όπου όμως αυτονόητα απουσιάζει μια κεντρική αφήγηση, πιστεύουμε ότι ο τόνος της αντιπαράθεσης για την εκλογή ηγεσίας του νέου σε πρόσωπα και ιδέες, ενιαίου και οριζόντια πολυτασικού χώρου πρέπει να επικεντρωθεί στη διαμόρφωση διαφορετικών αφηγήσεων των υποψηφίων. Αφηγήσεων που θα εστιάζουν στο τι σημαίνει στην εποχή της παγκοσμιοποίησης η διάκριση Αριστερά – Δεξιά, με άλλα λόγια στο τι σημαίνει η επιστροφή στο λελογισμένο Πρωτείο της Πολιτικής (όχι αυτό που προτείνει ο λαϊκισμός), το οποίο φυσικά καθόλου δεν αδιαφορεί και για τις οικονομικές δουλείες.