Η αέναη αποτυχημένη διαπραγμάτευση

Γιάννης Βούλγαρης 04 Μαρ 2017

Η δίχρονη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ καταναλώθηκε σε μια αέναη διαπραγμάτευση που σταθερά κατέληγε σε βάρος της Ελλάδας. Λάθος υπολογισμοί του συσχετισμού δύναμης, υπεραισιόδοξες εκτιμήσεις που συνεχώς διαψεύδονταν, υπερφίαλες ή τυχοδιωκτικές κινήσεις, κατά κράτος υποχώρηση, υψηλότατο κόστος για την πραγματική οικονομία και για τα πιο αδύναμα στρώματα. Το μοντέλο επαναλαμβάνεται σταθερά, είτε με τον φανφαρονισμό του Βαρουφάκη, είτε με τον εκνευρισμό του Τσακαλώτου, πάντα βέβαια υπό τον δημαγωγικό τακτικισμό του πρωθυπουργού.

Γιατί η κυβέρνηση επαναλαμβάνει αυτή την τακτική; Οι δημοσκοπήσεις δεν την επιβραβεύουν. Τα αλλεπάλληλα μέτρα λιτότητας, υπερφορολόγησης  και περικοπών δεν εξαιρούν πλέον ούτε τις εκλογικές ομάδες των συνταξιούχων και των δημοσίων υπαλλήλων που το κόμμα θεωρεί στηρίγματά του. Από την άλλη, η κοινοβουλευτική ομάδα δεν χρειάζεται πια και τόσο «μασάζ», καθώς πειθαρχεί και λόγω προσωπικού συμφέροντος και λόγω της αριστερής κομματικότητας. Το μόνο που μπορεί να ρίξει την κυβέρνηση στο ορατό μέλλον είναι η ανευθυνότητα του Καμμένου που μπορεί να γίνει άθυρμα στα χέρια του Ερντογκάν, αλλά αυτό είναι ένα σενάριο που κανένας μας δεν θέλει να δει.

Τελικά, αυτή η επίμονη τακτική σε μια αέναη διαπραγμάτευση με προκαθορισμένη την αρνητική κατάληξη, φαίνεται ότι έχει μια γνωσιακή και κοινωνιολογική προϋπόθεση, αλλά κυρίως μια ιδεολογική εξήγηση. Η πρώτη συνίσταται στην άγνοια αλλά και στην αδιαφορία για την πραγματική οικονομία, καθόσον πρόκειται για ένα πολιτικό προσωπικό που κατά κανόνα έζησε διαφορετικά και σε απόσταση από αυτήν. Κατά τη γνώμη μου όμως, προέχει η ιδεολογική λειτουργία που επιτελεί η διαπραγμάτευση για τον ΣΥΡΙΖΑ και ίσως για τον Τσίπρα προσωπικά. Στην ουσία, η «αντίσταση κατά των δανειστών» υποκαθιστά τη μετέωρη πλέον φυσιογνωμία ενός κόμματος που δεν μπορεί να υπερασπίσει την πολιτική του στη βάση της παραδοσιακής αριστερής καταγωγής, και ταυτόχρονα, αποδεικνύεται ανίκανο να ανασυγκροτήσει τον εαυτό του σε μια νέα ιδεολογική κατεύθυνση μεταρρυθμιστικής αριστεράς ή σοσιαλδημοκρατίας. Έτσι η πολιτική του μένει χωρίς νόημα και συνοχή. Και κυρίως μένει στάσιμη. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα δύο χρόνια, ελάχιστα βελτιώθηκε η απόδοση τής κυβέρνησης και των στελεχών της. Σαν να αρνούνται να μάθουν κάτι που δεν τους αφορά.

Είναι χαρακτηριστικό εξάλλου ότι αυτή η τακτική της αέναης και ατελέσφορης διαπραγμάτευσης, δεν ενσωματώνεται σε μια κυβερνητική στρατηγική που να εγκαλεί παλαιές αριστερές παραδόσεις. Δεν εμφορείται από τη λατρεία των «παραγωγικών δυνάμεων» και της εκβιομηχάνισης όπως ο ιστορικός κομμουνισμός, ούτε από τη συστηματική και ορθολογική οργάνωση του κοινωνικού κράτους όπως η ιστορική σοσιαλδημοκρατία. Αντιθέτως, η πιο συγγενής οικονομική «φιλοσοφία» είναι η μεταπολιτευτική μικροπολιτική των πελατειακών σχέσεων και των συντεχνιακών διευθετήσεων – και δεν είναι οι μετοικήσαντες «πασόκοι» που την καθιέρωσαν. Έτσι, αν σε κάτι παραπέμπει η τακτική της αέναης και ατελέσφορης διαπραγμάτευσης, είναι το πιο καθαρά εθνικολαϊκιστικό στοιχείο της ελληνικής αριστερής παράδοσης, το «αντιστασιακό» στοιχείο κατά των εκάστοτε ξένων και την αποδοχή της ήττας ως μοιραίας αλλά ηθικά ανώτερης κατάληξης ενός άνισου αγώνα. Μοιάζει παράδοξο. Η γενιά της κυβερνώσας αριστεράς που διεκδικεί από τις προηγούμενες γενιές ότι επιτέλους «νίκησε», αναπαράγει ως νομιμοποιητικό λόγο της κυβερνητικής της αμηχανίας την ήττα ως ηθική υπεροχή και το «ευφορικό πένθος» για αυτή την ήττα.

Στην πραγματικότητα όμως αυτό που συμβαίνει είναι ότι η τακτική της αέναης και ατελέσφορης διαπραγμάτευσης ενισχύει και παγιώνει τα χαρακτηριστικά του αριστερόστροφου εθνικολαϊκισμού του ΣΥΡΙΖΑ ακυρώνοντας μια διαδικασία γόνιμου αναστοχασμού. Η συνομωσιολογία επιστρατεύεται για να δικαιολογήσει τις αποτυχίες. Η επιθετικότητα έναντι πραγματικών ή φανταστικών εχθρών χρησίμευσε στην αρχή για να κατευθύνει αλλού την αγανάκτηση του αντιμνημονιακού λαϊκισμού ώστε να γίνει ευκολότερη η μνημονιακή κωλοτούμπα. Σήμερα η πολωτική ρητορεία αποχαλινώνεται, γυρίζοντας τα πολιτικά ήθη πίσω σε ανώμαλες εποχές. Η ενοχοποίηση της «διαπλοκής» και των δημοσιογράφων αποτέλεσε προνομιακό εχθρό, την ίδια στιγμή που στηνότανε η πιο απροκάλυπτη διαπλοκή με την Attica Bank, τους εθνικούς μικροεργολάβους και τις νέες τηλεοπτικές άδειες. Όμως, το εθνικολαϊκιστικό αφήγημα του μνημονιακού πλέον ΣΥΡΙΖΑ έχει γίνει τόσο αυτοαναφορικό που ενώ δεν πείθει, κάνει μεγάλο κακό: εμποδίζει την κοινωνία να αποκτήσει συνείδηση της πραγματικής κατάστασης.

Η αέναη και ατελέσφορη διαπραγμάτευση βλάπτει όμως τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί υποσκάπτει τη μόνη ορθολογική επιλογή που είχε: να πετύχει την ανάκαμψη της οικονομίας. Τώρα, πατώντας σε δύο βάρκες, ούτε τα δυσμενή μέτρα αποφεύγει, ούτε δημιουργεί κλίμα σταθερότητας ώστε να πάρει μπρος η οικονομία. Με άλλα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αυτοπαγιδευτεί. Προφανώς πληρώνει το αρχικό του λάθος να βιαστεί να ανατρέψει την προηγούμενη κυβέρνηση τον Δεκέμβριο του 2014 πριν η χώρα βγει στις αγορές. Έτσι, αντί να είναι κυβέρνηση της  μεταμνημονιακής Ελλάδας, έγινε κυβέρνηση του τρίτου και τέταρτου μνημόνιου. Κινείται ο Τσίπρας με βάση κάποιο κρυφό σχέδιο εξόδου από το ευρώ και την Ευρώπη; Αφήνει την οικονομικο-κοινωνική κατάσταση να εκφυλιστεί τόσο ώστε να δημιουργηθεί πλειοψηφία αποχώρησης; Θα πάει σε δημοψήφισμα ευρώ ή δραχμή; Νομίζω ότι όλα αυτά τα σενάρια, από τη μια υπερτιμούν την ισχύ του ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα, και από την άλλη υποτιμούν το ένστικτο αυτοσυντήρησής τους. Με τη σημερινή γεωπολιτική αβεβαιότητα στην περιοχή, ο οποιοσδήποτε πνευματικά υγιής ηγέτης θα δίσταζε να μπλέξει σε τέτοιου είδους τυχοδιωκτισμούς.

Είναι φανερό ότι η νέα συμφωνία με τους δανειστές θα διαμορφώσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθεί η Ελλάδα τουλάχιστον μέχρι το 2022-23, εξουδετερώνοντας πρακτικά τον εσωτερικό εκλογικό κύκλο. Αυτό ευνοεί πρωτίστως τη ΝΔ, γιατί στο διαμορφούμενο δημοσιονομικό πλαίσιο, η πολιτική-ιδεολογική της φυσιογνωμία είναι συμβατή με τη ζωτική ανάγκη της  χώρας για επενδύσεις, και μάλιστα ξένες επενδύσεις. Επιπλέον, σε αυτή τη φάση, οι επενδύσεις είναι ταυτόχρονα αναπτυξιακή αλλά και κοινωνική πολιτική. Γιατί σε μια χώρα με ένα εκατομμύριο ανέργους η μόνη σοβαρή κοινωνική μέριμνα είναι η δημιουργία θέσεων απασχόλησης. Ο ΣΥΡΙΖΑ δυσκολεύεται να το κατανοήσει καθώς κουβαλάει επάνω του όλη τη σκουριά του κρατικισμού και της αντιεπιχειρηματικής νοοτροπίας.

Η ΝΔ έχει όμως δικούς της λόγους να προβληματίζεται. Πόσο βοηθά αλήθεια η συνεχής επίκληση των εκλογών; Πόσο προετοιμάζει το κόμμα και τα στελέχη του για τις μελλοντικές δυσκολίες η απουσία αποτελεσματικής αντιπολίτευσης στα επιμέρους θέματα της διακυβέρνησης;  Ο Κ.Μητσοτάκης δεν έχει κανένα λόγο να βιάσει τις εξελίξεις κάνοντας το ίδιο λάθος με τον Τσίπρα και τους προηγούμενους ηγέτες της αντιπολίτευσης. Όταν έχει την ευκαιρία να γίνει πρωθυπουργός της ανάκαμψης γιατί να φιλοδοξεί να είναι άλλος ένας διαχειριστής των μνημονίων;

Η Ελλάδα δεν έχει συμφέρον ούτε από την αέναη διαπραγμάτευση, ούτε από την βιασύνη της αντιπολίτευσης. Ας τελειώσει ο Τσίπρας τη δουλειά που βιάστηκε να αναλάβει και μετά οι πολίτες θα έχουν τον λόγο. Θα ήταν ευχής έργο να υπήρχε σταθερότερη συναίνεση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, όπως συνέβη στις άλλες χώρες που βγήκαν γρήγορα από το μνημόνιο, αλλά θα ζητούσαμε πολλά. Τουλάχιστον ας μην διαιωνίσουμε τον κύκλο των βιαστικών πρωθυπουργών.