Ένας από τους λίγους νικητές αυτών των εκλογών είναι αναμφισβήτητα και η Συμπαράταξη ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ, όχι μόνον γιατί αύξησε αισθητά τη δύναμή της (και μάλιστα όχι μόνο σε ποσοστά αλλά και σε αριθμό ψήφων) αλλά και γιατί αναδείχθηκε σε βασική έκφραση των πολιτών που αυτοπροσδιορίζονται μεν ως «προοδευτικοί» ή «κεντροαριστεροί» ή και «αριστεροί» αλλά δεν πείθονται από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Υπήρξαν αρκετoί επί μέρους παράγοντες που οδήγησαν σε αυτήν την άνοδο. Η συνεργασία των δύο χώρων, η αλλαγή της ηγεσίας τους και η απογοήτευση κάποιων ψηφοφόρων (ιδίως από τον πολιτικά αντιφατικό και κυβερνητικά προβληματικό ΣΥΡΙΖΑ και από το πολιτικά ερμαφρόδιτο και βαθύτατα αρχηγικό Ποτάμι), φαίνεται να είναι οι σημαντικότεροι.
Στους παράγοντες αυτούς, πάντως, δεν εντάσσεται κατά την άποψή μου και η εκλογική στρατηγική αυτού του χώρου, που ήταν κατά βάση συνέχεια της στρατηγικής που είχε ακολουθήσει –ανεπιτυχώς– και η προηγούμενη ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Πρόκειται για την στρατηγική του «τρίτου πόλου», η οποία αποσκοπεί στην τεχνητή διαμόρφωση ενός κεντρώου χώρου με «καθεστωτική» λογική, με ασαφή και «στρογγυλεμένα» πολιτικοϊδεολογικά χαρακτηριστικά και με ιδιαίτερη έμφαση στον ρόλο του «μπαλαντέρ», δηλαδή του πρόθυμου και «υπεύθυνου» συνομιλητή που είναι έτοιμος να συνεργαστεί τόσο με τον πρώτο πόλο (της Δεξιάς) όσο και με τον δεύτερο πόλο (της Αριστεράς), ανάλογα με την έκβαση των εκλογικών αποτελεσμάτων και με την εν γένει διαμόρφωση των πολιτικών συσχετισμών.
Η στρατηγική του τρίτου πόλου, βέβαια, ήταν εύλογη πριν αλλάξει η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, όχι μόνον διότι είχε γίνει η επιλογή (χωρίς κανέναν όρο, ούτε καν για το εκλογικό σύστημα) για συγκυβέρνηση με την Νέα Δημοκρατία αλλά και διότι ήταν η αναμενόμενη κατάληξη, το αποκορύφωμα θα λέγαμε, μιας μακράς πορείας συνεχών καθεστωτικών μεταλλάξεων του ΠΑΣΟΚ. Από την στιγμή όμως που έγινε η αλλαγή της ηγεσίας, μετά την ταπεινωτική ήττα των προηγούμενων εκλογών, και στην συνέχεια το ΠΑΣΟΚ απογαλακτίσθηκε από την άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας και αποφάσισε την συνεργασία με την (ανανεωμένη, επίσης) ΔΗΜΑΡ, η εμμονή στην εν λόγω στρατηγική είναι όχι μόνον αδιέξοδη αλλά και έξω από την λογική ενός προοδευτικού συνασπισμού που θέλει να έχει σημείο αναφοράς τον δημοκρατικό σοσιαλισμό.
Πράγματι, ένας τέτοιος πολιτικός συνασπισμός, αν θέλουμε να συζητούμε με βάση τα ευρωπαϊκά και όχι τα εγχώρια δεδομένα, εντάσσεται εξ ορισμού στον δεύτερο πόλο, δηλαδή στον πόλο της Αριστεράς, όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλες τις χώρες με ισχυρή δημοκρατική και κοινοβουλευτική παράδοση (και η χώρα μας ανήκει σε αυτές, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα από διάφορους ανιστόρητους αναλυτές…). Δεν υπάρχει καμία ευρωπαϊκή χώρα, με αυτά τα χαρακτηριστικά, στην οποία τα κόμματα του δημοκρατικού σοσιαλισμού (ή της σοσιαλδημοκρατίας) δεν χαρακτηρίζονται «αριστερά» και δεν εντάσσονται στον ευρύ πόλο της Αριστεράς (στο σημείο αυτό, για να προλάβω τις επί της ουσίας αντιρρήσεις, που και εγώ εν πολλοίς συμμερίζομαι, είτε ως προς την Συμπαράταξη ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ είτε ως προς τον ΣΥΡΙΖΑ, σπεύδω να τονίσω ότι η Αριστερά δεν ορίζεται με υποκειμενικούς όρους –τι νομίζει κανείς– αλλά με αντικειμενικούς όρους, που σχετίζονται τόσο με τον ιδεολογικοπολιτικό αυτοπροσδιορισμό των κομμάτων, ως αριστερών ή σοσιαλιστικών ή σοσιαλδημοκρατικών) όσο και με τις κοινωνικές δυνάμεις που εκπροσωπούνται από αυτά).
Όσο δε για τον όρο «κεντροαριστερά», αυτός χρησιμοποιήθηκε μόνο στην Ιταλία, όταν το πρώην κομμουνιστικό κόμμα έκανε άνοιγμα σε κάποιες δυνάμεις του κέντρου, προκειμένου να μπορέσει να κατακτήσει την εξουσία, εκπροσωπώντας πάντως, στην γενικότερη διάκριση, τον πόλο της Αριστεράς. Μόνο στην Ελλάδα ο όρος κεντροαριστερά κατάντησε να σημαίνει, για πολλούς από αυτούς που την επικαλούνται, ένα ιδεολογικά αμφίσημο και αμφίθυμο Κέντρο, με ολίγη από Αριστερά αλλά και με έντονες συντηρητικές ή νεοφιλελεύθερες τάσεις.
Γνωρίζω, βέβαια, ότι αρκετοί από το σημερινό ΠΑΣΟΚ (της τέως ηγεσίας του συμπεριλαμβανομένης), οι οποίοι είτε δεν υπήρξαν ποτέ σοσιαλιστές είτε έχουν μεταλλαχθεί ιδεολογικά, αποκρούουν μετά βδελυγμίας τον όρο Αριστερά, αντιμετωπίζοντας το ΠΑΣΟΚ σαν συνέχεια της Ένωσης Κέντρου και αναζητώντας τις ιδεολογικοπολιτικές καταβολές του ΠΑΣΟΚ στην φιλελεύθερη (και προοδευτική για την εποχή της) παράδοση του Χαριλάου Τρικούπη και του Ελευθερίου Βενιζέλου. Πρόκειται όμως για πλήρη στρέβλωση (άλλοτε συνειδητά και άλλοτε από άγνοια) της πραγματικής πολιτικής ιστορίας του ΠΑΣΟΚ, το οποίο εξ αρχής δομήθηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου σαν τομή, δηλαδή σαν κόμμα μιας ριζοσπαστικής σοσιαλιστικής Αριστεράς, και όχι σαν συνέχεια μιας κεντρώας και φιλελεύθερης παράδοσης. Ήταν μάλιστα τόσο έντονα χρωματισμένη, από ιδεολογικοπολιτική άποψη, η δημιουργία του ΠΑΣΟΚ, ώστε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής να το αποκαλεί –για όσους δεν το γνωρίζουν ή δεν θυμούνται… – «Αριστερά της Αριστεράς».
Από τότε βέβαια πέρασαν πάνω από 40 χρόνια, που οδήγησαν το ΠΑΣΟΚ σε συνεχείς αναπροσαρμογές της ιδεολογικοπολιτικής φυσιογνωμίας του. Ωστόσο, το ΠΑΣΟΚ δεν έπαυσε ποτέ, έως πρόσφατα, να εντάσσεται στην ευρεία οικογένεια της Αριστεράς. Στην πρώτη του περίοδο, την αντιπολιτευτική, ήταν ένα σοσιαλιστικό κόμμα, ριζοσπαστικότερο από τα αντίστοιχα της Γαλλίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας εκείνης της εποχής και με έντονα εθνικοανεξαρτησιακά και αριστερά (αν και κάπως ασαφή και συχνά αριστερίστικα) χαρακτηριστικά αλλά και με οργανώσεις που έβαλαν τα γυαλιά στην κομμουνιστική Αριστερά, με την μαζικότητα, την αποτελεσματικότητα και την κοινωνική εκπροσώπηση των αδύναμων στρωμάτων. Στην συνέχεια, στην πρώτη του κυβερνητική περίοδο, παρότι διατήρησε εν πολλοίς τα ανωτέρω χαρακτηριστικά του –επιδιδόμενο μάλιστα και σε ουκ ολίγους αριστερίστικους πειραματισμούς– σταδιακά άρχισε να προσαρμόζει τόσο την εξωτερική όσο και την εσωτερική πολιτική του στα ευρωπαϊκά δεδομένα, για να συνεχίσει, μετά το δεξιό διάλειμμα (1990-1993), στην ίδια κατεύθυνση, αλλά πολύ αποφασιστικότερα και με καθαρό πλέον τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό (ένταξη στην ΟΝΕ). Αργότερα, η περίοδος Σημίτη σηματοδότησε την προσπάθεια μετασχηματισμού του ΠΑΣΟΚ σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, η οποία –με σημεία αιχμής την «κεντροαριστερά» και τον «εκσυγχρονισμό»– άλλαξε μεν εν μέρει την φυσιογνωμία του (επί το συντηρητικότερον αλλά και το σοβαρότερον), χωρίς όμως να το απομακρύνει από την –κλυδωνιζόμενη και επίσης μεταλλασσόμενη– ευρεία ευρωπαϊκή Αριστερά. Ωστόσο, η περίοδος αυτή, και ιδίως η δεύτερη τετραετία της, επέτεινε τα καθεστωτικά χαρακτηριστικά που ήδη είχαν αρχίσει να παρατηρούνται μετά το 1993, ιδίως στο πεδίο της διαπλοκής, ενώ η άνοδος του Γ. Παπανδρέου στην εξουσία, παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις του, δεν άλλαξε αυτήν την πορεία, ιδίως αφότου ενέσκηψε η κρίση που τάραξε συνθέμελα τη χώρα και ανέδειξε τις κραυγαλέες πολιτικές αδυναμίες, τόσο του ίδιου όσο και του μεγαλύτερου μέρους των στενών συνεργατών του, για την διαχείρισή της.
Η συνέχεια είναι γνωστή και η διάδοχη κατάσταση, σαν έτοιμη από καιρό, απλώς ολοκλήρωσε την καθεστωτική μετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ και το οδήγησε όχι μόνον στην πλήρη πολιτική ανυποληψία αλλά και στην λογική ενός κόμματος χωρίς ιδεολογική σπονδυλική στήλη και εν πολλοίς χωρίς αρχές, πέρα από μια θολή αναφορά σε «προοδευτικό κέντρο» και μια συνεχή –πλην ελάχιστα πειστική – επίκληση του συμφέροντος της χώρας, που περιέργως ήταν συνυφασμένο, σχεδόν σε κάθε περίπτωση, με το συμφέρον (δηλαδή με τις προσωπικές φιλοδοξίες και ιδιοτέλειες) του αρχηγού και ορισμένων στελεχών του στενού ηγετικού πυρήνα.
Η νέα επικεφαλής του ΠΑΣΟΚ ασφαλώς δεν είχε τον χρόνο, όπως ήρθαν τα πράγματα, να δώσει την προσωπική της σφραγίδα στην πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση, διότι οι συσχετισμοί, τόσο σε κοινοβουλευτικό όσο και σε κομματικό επίπεδο, έθεταν σκληρούς καταναγκασμούς, στα όρια μιας –πρόσκαιρης θέλω να ελπίζω– πολιτικής ομηρίας. Έτσι η μεν πολιτική γραμμή παρέμεινε η ίδια («τρίτος πόλος», άκριτος απολογητισμός και απόπειρα πλήρους δικαίωσης για όλη την τελευταία πορεία του ΠΑΣΟΚ) το δε θετικό (αλλά όχι και για πανηγυρισμούς…) αποτέλεσμα συνδέθηκε κυρίως με άλλους παράγοντες, όπως το συμπαθές και ανθρώπινο πρόσωπο των δύο επικεφαλής και η ίδια η συνεργασία καθεαυτήν (έστω και αν περιορίσθηκε μόνο στην αποδεκατισμένη ΔΗΜΑΡ και δεν συμπεριέλαβε και το ΚΙΔΗΣΟ), λόγω της έκδηλης διάθεσης των πολιτών που κινούνται στον εκτός ΣΥΡΙΖΑ προοδευτικό χώρο για πολιτικές επιλογές που οδηγούν σε συνθέσεις και όχι σε κατακερματισμό δυνάμεων.
Το ερώτημα λοιπόν που ανακύπτει μετά και από αυτήν την σύντομη –και κατ’ανάγκην σχηματική και ελλειπτική– περιδιάβαση είναι το ακόλουθο. Θα συνεχίσει το ΠΑΣΟΚ στην πεπατημένη του καθεστωτισμού και της ιδεολογικής μετάλλαξης ή θα ανακρούσει πρύμναν και θα αναζητήσει, μαζί με την πλέον έτοιμη γι αυτό ΔΗΜΑΡ, τον πολιτικό αυτοπροσδιορισμό του νέου σχήματος στον χώρο της ευρείας ευρωπαϊκής Αριστεράς; Και επιπλέον: θα μείνουν (δηλαδή θα βολευτούν) τα δύο κόμματα στην ομοσπονδιακή δομή, που σε αυτό το πρώτο στάδιο ήταν όντως απαραίτητη, ή θα αναλάβουν, ως τάχιστα, πρωτοβουλία για μια συνολική και ριζική ανασύνθεση του χώρου, επιχειρώντας, μέσω ενός ανοιχτού (επαν)ιδρυτικού Συνεδρίου, το απαραίτητο άνοιγμα στους πλέον διστακτικούς και κριτικά διακείμενους πολίτες και ιδιαίτερα στους νέους, όπου οι επιδόσεις είναι ακόμη τραγικές;
Με άλλα λόγια, θα επιχειρήσουν τα δύο κόμματα μια ριζοσπαστική και αντικαθεστωτική στροφή, παραμένοντας πάντως στον χώρο της σοβαρότητας και του ρεαλισμού, ή θα περιορισθούν σε μάχες οπισθοφυλακής, προκειμένου να κρατήσουν τα έως τώρα –αξιόλογα αλλά ακόμη πενιχρά – κεκτημένα;
Όλα αυτά βέβαια δεν σημαίνουν ότι αυτός ο χώρος πρέπει να κάνει την στροφή για να παραδοθεί αμαχητί στον ΣΥΡΙΖΑ, διότι και αυτός, παρά την αλλαγή προσανατολισμού αλλά και την εύκολη επικράτησή του, παραμένει μια προβληματική εκδοχή της Αριστεράς, με εμμονές στην συνεργασία με την λούμπεν ακροδεξιά, με έκδηλη στελεχιακή ανεπάρκεια και αναξιοπιστία και με έντονες τάσεις –παρά την απόσχιση των νεοσταλινικών της ΛΑΕ – προς τον μαξιμαλισμό και τον πολιτικό παλαιοημερολογητισμό. Εκείνο λοιπόν που επείγει είναι να εγκαταλειφθεί ως τάχιστα η καθηλωτική και εν δυνάμει καταστροφική στρατηγική του τρίτου πόλου και το σχήμα αυτό να αναδειχθεί σε μια δεύτερη, ισχυρή και αξιόπιστη, συνιστώσα του πόλου της ευρείας Αριστεράς, η οποία, με βάση τα σημερινά κυβερνητικά δεδομένα, θα πιέζει τον ΣΥΡΙΖΑ για σοβαρότερες, ευρωπαϊκότερες και –γιατί όχι– προοδευτικότερες λύσεις (προτείνοντας επιτέλους το διαρκώς θρυλούμενο αλλά ακόμη ανεύρετο εθνικό σχέδιο εξόδου από την κρίση ). Με άλλα λόγια, ο χώρος του δημοκρατικού σοσιαλισμού δεν πρέπει να «χαρίσει» τον όρο Αριστερά στην κομμουνιστογενή εκδοχή της, αλλά να τον διεκδικήσει μαχητικά, είτε ως εναλλακτική λύση, αν ο ΣΥΡΙΖΑ εμμείνει στο «σύνδρομο του σκαντζόχοιρου» και στην συμμαχία με τους καμένους και τους ψεκασμένους, είτε ως εν δυνάμει ισότιμος κυβερνητικός εταίρος, με διακριτό στίγμα και ρόλο, εφ’όσον ο ΣΥΡΙΖΑ αποφασίσει επιτέλους ότι πρέπει να κινηθεί στην κατεύθυνση ενός ευρύτερου –πλουραλιστικού και συνάμα αποτελεσματικού και πειστικού– προοδευτικού συνασπισμού εξουσίας.