Η αβέβαιη αντεπίθεση

Γιάννης Βούλγαρης 06 Μαϊ 2017

Πρώτα τα καλά νέα. Η Γαλλία, από ό,τι φαίνεται, θα προστεθεί αύριο στη σειρά των χωρών που ανακόπτουν την άνοδο των λαϊκιστών στην εξουσία. Η Γερμανία που ακολουθεί έχει διατηρήσει έτσι και αλλιώς την πολιτική της σταθερότητα. Αυτό το σκηνικό θα ευνοήσει στις προβλεπόμενες για τις αρχές του 2018 ιταλικές εκλογές, το Δημοκρατικό Κόμμα το οποίο ανασυγκροτείται υπό τον Ρέντσι. Έτσι, στο άμεσο μέλλον φιλοευρωπαϊκές κυβερνήσεις στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία, θα έχουν την ευκαιρία να δείξουν στους ευρωπαίους πολίτες αν είναι σε θέση να καταφέρουν κάτι καλύτερο. Τώρα τα κακά νέα. Η Μαρίν Λεπέν θα κινηθεί από όσο φαίνεται κοντά στο 40%. Ο πατέρας της δεκαπέντε χρόνια πριν είχε φτάσει στο 18%. Τότε η υπόλοιπη Γαλλία είχε φρίξει, τώρα δεν τρέχει τίποτα. Η πολιτική απομόνωση της Ακροδεξιάς τέλειωσε, το «αντιφασιστικό κεκτημένο» αποτελεί παρελθόν, ο «δαίμονας» έγινε σαν όλους τους άλλους, χωρίς να αλλάξει ουσιαστικά.

 

Η Γαλλία με όλο το ιστορικό βάρος που έχει στους πολιτικούς συμβολισμούς της Νεωτερικότητας, προσφέρει άλλη μια απόδειξη της νέας εποχής που διανύουμε. Οι μεταβολές που έχουν συσσωρευτεί στο οικονομικό, κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο, αντικατοπτρίζονται ευθέως στα εθνικά κομματικά συστήματα και στις δυναμικές του κομματικού ανταγωνισμού. Κόμματα που πρωταγωνίστηκαν στην μεταπολεμική Ευρώπη υποχωρούν, αλλού πολύ αλλού λιγότερο. Ο εθνικοκολαϊκισμός και ο ευρωσκεπτικισμός διαχέονται απειλώντας το «ευρωπαϊκό σχέδιο». Τα ακροδεξιά κόμματα ενισχύονται μεταβάλλοντας τα εθνικά πολιτικά τοπία και την ευρωπαϊκή ατζέντα. Καρπώνονται τη δυσαρέσκεια χωρίς να προσφέρουν πραγματικές διεξόδους. Διακηρύσσουν την εθνική αναδίπλωση προβάλλοντας μια ιδέα του Έθνους που διχάζει αντί να ενσωματώνει, που εκβαρβαρίζει τα ήθη και τον λόγο.

Από την άλλη, οι ποικίλες Αριστερές δοκιμάζονται σκληρά. Οι γαλλικές προεδρικές εκλογές ήταν και εδώ χαρακτηριστικές. Μετά από μια ανούσια προεδρική θητεία, οι σοσιαλιστές αναζήτησαν την «αριστερή ψυχή» τους και πρότειναν έναν αδύναμο υποψήφιο. Ήταν μια επιφανειακή «αριστερή στροφή» χωρίς στρατηγικό βάθος κι έτσι η εκλογική τους βάση σκόρπισε προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις. Η μία ενίσχυσε τον Μελανσόν και τη λεγόμενη ριζοσπαστική Αριστερά. Μια Αριστερά που αναπαράγει τον παραδοσιακό αντικαπιταλιστικό και αντιπαγκοσμιοποιητικό λόγο μέσα όμως σε ένα ιστορικό πλαίσιο που δεν περιλαμβάνει την προοπτική της Επανάστασης και της κοινωνικής ανατροπής. Μια Αριστερά «ούτε-ούτε». Ούτε επανάσταση, ούτε μεταρρύθμιση. Αυτό που μένει λοιπόν είναι η διαμαρτυρία, συμπληρωμένη ίσως με την αναπόληση «των τριάντα ένδοξων χρόνων», την εποχή δηλαδή της ραγδαίας μεταπολεμικής ανάπτυξης και του εθνικού κρατικού παρεμβατισμού. Ο εθνικολαϊκισμός καταλήγει να είναι το βασικό στοιχείο της φυσιογνωμίας αυτής της αριστεράς στην παρούσα φάση. Ένας αριστερός εθνικολαϊκισμός που υποτάσσεται όμως στην ηγεμονία του ακροδεξιού ή συντηρητικού εθνικολαϊκισμού. Κατά τούτο, οι ίσες αποστάσεις που κρατά μεγάλο μέρος των οπαδών του Μελανσόν έναντι της Λεπέν και του Μακρόν δεν είναι ίδιο με την παλαιά γραμμή του «σοσιαλφασισμού» των κομμουνιστικών κομμάτων του Μεσοπολέμου που εξίσωναν τον ναζισμό με τη σοσιαλδημοκρατία. Τότε ήταν ένα λάθος που πήγαζε από την ανάγκη αυτονομίας ενός αναδυόμενου διεθνούς κινήματος. Τώρα δεν πρόκειται για λάθος, αλλά για συνέπεια της όσμωσης των δύο εθνικολαϊκισμών, και της κοινής τους εχθρότητας προς την «Ευρώπη».

Η δεύτερη κατεύθυνση προς την οποία έφυγε η εκλογική βάση των σοσιαλιστών ήταν ο Μακρόν. Σε αντίθεση με την ενοχική αναζήτηση της χαμένης «αριστερής ψυχής», και αρνούμενος να «φλερτάρει» με την ατζέντα της ακροδεξιάς, διατύπωσε έναν προοδευτικό φιλοευρωπαϊκό πολιτικό λόγο, και τον υπερασπίστηκε ακομπλεξάριστα με το πάθος και την αποφασιστικότητα που ώς τότε είχαν μόνο οι λαϊκιστές. Κατά τούτο η επικράτησή του ξεπερνά τον γαλλικό ορίζοντα, καθόσον θέτει ουσιώδη ερωτήματα για την «προοδευτική πολιτική» ως απάντηση στους λαϊκισμούς.

Το ισχυρό χαρτί του λόγου του Μακρόν και το κριτήριο για τη μελλοντική  επιτυχία του, είναι το βάρος που έδωσε στην αναζωογόνηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Είναι σαφές πλέον ότι καμμία μεταρρυθμιστική φιλοευρωπαϊκή εθνική κυβέρνηση δεν πρόκειται να αντέξει μέσα σε ένα κλίμα αυξανόμενου ευρωσκεπτικισμού το οποίο τροφοδοτεί τους κήρυκες της εθνικής αναδίπλωσης. Ή η Ευρώπη θα λειτουργήσει και πάλι ελκτικά προς τους πολίτες των κρατών-μελών ή οι πολιτικές δυνάμεις που την υπερασπίζονται θα συρρικνώνονται σε έναν απονευρωμένο μεσαίο χώρο, φιλελεύθερο και σοσιαλδημοκρατικό, που θα χάνει και προς τα δύο άκρα. Έχουμε δει το έργο στον Μεσοπόλεμο. Αν η Λεπέν δεν κέρδισε τώρα, μια άλλη Λεπέν θα κερδίσει αργότερα. Η Γαλλία μετά την Κυριακή θέτει ξανά το ευρωπαϊκό στοίχημα και ταυτόχρονα φέρνει σε πρώτο πλάνο την ευθύνη της Γερμανίας για την πορεία της Ευρώπης.

Η ανάγκη επανενεργοποίησης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο τίθεται στην Ευρώπη το ζήτημα του ελέγχου της παγκοσμιοποίησης, το οποίο έχει έρθει με έμφαση στη διεθνή ημερήσια διάταξη. Η επέλαση των λαϊκισμών δεν οφείλεται μόνο στην οικονομική ανασφάλεια που χαρακτηρίζει τις σημερινές μεταβιομηχανικές κοινωνίες. Τροφοδοτείται παράλληλα από αυτόνομες πολιτισμικές μεταβολές που έχουν οδηγήσει ευρέα τμήματα των κοινωνιών να αντιτίθενται στις αξίες του φιλελευθερισμού, της ανεκτικότητας και της δημοκρατίας. Όμως χωρίς κάποια απάντηση στο αίσθημα της οικονομικής ανασφαλείας με πολιτικές στήριξης της απασχόλησης και της κοινωνικής προστασίας, για όσους χάνουν ή αισθάνονται ότι χάνουν το τρένο της παγκοσμιοποίησης, οι εθνικολαϊκισμοί θα φαντάζουν σαν οι μόνες εναλλακτικές λύσεις. Δεν βρισκόμαστε πια στη δεκαετία του 1990 όπου τα κόμματα του «τρίτου δρόμου» των Μπλερ και Κλίντον μπορούσαν να κερδίσουν εκλογικές πλειοψηφίες εντασσόμενα σαν soft σοσιαλφιλελεύθερες παραλλαγές, μέσα στο γενικότερο κλίμα που είχε δημιουργήσει η τότε νεοφιλελεύθερη ηγεμονία. Σήμερα οι προοδευτικές φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις σοσιαλδημοκρατικές, φιλελεύθερες, κεντροδεξιές ή αριστερές, είναι υποχρεωμένες να διεκδικούν την εκλογική πλειοψηφία σε κοινωνίες που έχουν έντονα χάσματα μεταξύ μεσαίων και λαϊκών στρωμάτων, αποκλίνουσες προοπτικές ζωής, σε μια ιδεολογική ατμόσφαιρα που βαρύνεται από τον εθνικισμό, τον ευρωσκεπτικισμό και τη μισαλλοδοξία. Μόνο ισχυρές μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες που θα απαντούν πειστικά στη νέα πραγματικότητα μπορούν να αντιστρέψουν σταθερά το παιχνίδι και να αφαιρέσουν το έδαφος κάτω από τα πόδια των λαϊκιστών. Αλλιώς, οι φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις θα θεωρούνται εκφραστές του status quo και οι ποικιλώνυμοι λαϊκισμοί φορείς της αλλαγής.

Συμπέρασμα; Η επέλαση των ποικίλων λαϊκισμών προς την εξουσία που μετά το Brexit και τον Τραμπ φαινόταν μοιραία, τώρα ανακόπτεται. Οι κοινωνίες επιστρατεύουν μια δημοκρατική συνείδηση που αποδεικνύεται ακόμα πλειοψηφική. Σαν ο εθνικολαϊκισμός και η άκρα Δεξιά να ενσαρκώνουν έναν απαραίτητο Εχθρό που ενεργοποιεί τα αμυντικά ανακλαστικά της δημοκρατικής κοινής γνώμης. Όμως η δημοκρατική αντεπίθεση είναι ακόμα αβέβαιη. Χωρίς μια ουσιαστική στροφή πολιτικής και προγράμματος στο εθνικό και στο ευρωπαϊκό επίπεδο, η όποια Λεπέν θα στέκει ante portas.