Η δεκαετία του 2010 συσσώρευσε ιδιαίτερα προβλήματα στον τρόπο λειτουργίας του πολιτικού και κομματικού της συστήματος. Τα μέσα (ή εμείς ή αυτοί) που χρησιμοποίησε ο ΣΥΡΙΖΑ για να ανέλθει στην εξουσία και οι τρόποι (ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας σε βάρος των άλλων δύο) με τους οποίους τη διαχειρίστηκε δημιούργησαν κενά στην ελληνική δημοκρατία. Ενα απ αυτά είναι η κυριάρχηση της ιδέας πως η βασική τομή σε κάθε πολιτικό σύστημα είναι αυτή μεταξύ κανονικότητας και λαϊκισμού, μεταξύ αντιλαϊκισμού και λαϊκισμού. Αυτή η αντίθεση παρουσιάζεται ως γραμμή υπεράσπισης της φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και ως τομή που υπερβαίνει τη διάκριση Αριστερά-Δεξιά. Οι πολίτες διαχωρίζονται σε λαϊκιστές-αντιλαϊκιστές και όχι σε αριστερούς και δεξιούς. Πολύ βολικός διαχωρισμός, μα την αλήθεια, για μερικούς.
Αντί να εξετάζεται ποιοι είναι οι λόγοι που στα καθ ημάς αλλά και στις ΗΠΑ και την Ευρώπη φούντωσε ο λαϊκισμός, αρκέστηκαν οι περισσότεροι στη δαιμονοποίηση του. Αντί να αναλυθεί ορθολογικά το φαινόμενο, μυθοποιήθηκε, έστω και αρνητικά. Ο λαϊκισμός όμως δεν είναι μια ιδεολογική κατάσταση που προστίθεται ή αφαιρείται από την κανονικότητα των δημοκρατιών. Είναι συστατικό στοιχείο των φιλελεύθερων δημοκρατιών, το οποίο «εκμεταλλεύεται» την αντίφαση μεταξύ του αντιπροσωπευτικού χαρακτήρα τους και του αιτήματος της «λαϊκής κυριαρχίας». Δεν υπάρχει μια κανονικότητα χωρίς λαϊκισμό και ένας λαϊκισμός χωρίς κανονικότητα. Και τα δύο φαινόμενα συνυπάρχουν εντός των δημοκρατιών. Η αντίφαση αντιπροσώπευση-λαϊκή κυριαρχία ενυπάρχει στην «κανονικότητα» των δημοκρατιών και ανάλογα με το πώς αυτές λειτουργούν, μειώνεται ή αυξάνεται. Οταν η φιλελεύθερη διάσταση των δημοκρατιών δεν ακολουθείται από την κοινωνική, ο λαϊκισμός ενισχύεται. Εκεί βρίσκονται σήμερα οι δυτικές κοινωνίες.Σύμφωνα με δύο από τους καλύτερους αναλυτές του λαϊκισμού, τον Κας Μούντε και τον Κριστόμπαλ Ροβίρα Καλτβάσαρ, ο λαϊκισμός είναι μια «αβαθής» ή «ισχνού πυρήνα» ιδεολογία, η οποία «θεωρεί την κοινωνία ουσιαστικά χωρισμένη σε δύο ομοιογενή και ανταγωνιστικά στρατόπεδα, τον «αγνό λαό» έναντι της «διεφθαρμένης ελίτ» («Λαϊκισμός. Μια συνοπτική εισαγωγή», Επίκεντρο, μετάφραση Ελένη Κοτσυφού, σ. 21). Πολλοί έμειναν μόνο σε αυτόν τον διαχωρισμό. Σύμφωνα όμως με τους ίδιους συγγραφείς, ο λαϊκισμός «μπορεί να θεωρηθεί και μια δύναμη εκδημοκρατισμού, επειδή υπερασπίζεται την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας με σκοπό να δώσει ισχύ σε ομάδες που αισθάνονται ότι δεν εκπροσωπούνται από το πολιτικό σύστημα» (ό.π., σ. 36-37). Οταν αναδεικνύεται μόνο η αντιελιτιστική πλευρά του λαϊκισμού, τότε έχουμε πρόβλημα. Αν ο αντιελιτισμός είναι ανορθολογικός, η άρνηση κριτικής της λειτουργίας των ελίτ και υπεράσπισης της λαϊκής κυριαρχίας δεν είναι ορθολογισμός. Δεν έχουμε ορθολογισμό εκεί όπου η απαραίτητη απόρριψη των «αβαθών» θεωριών περί «αγνού λαού» «σερβίρεται» ως γαρνιτούρα στο κυρίως πιάτο που είναι η υποτίμηση της κριτικής των πεπραγμένων των οικονομικά και πολιτικά ισχυρών. Φαγητό που προσφέρουν πολλοί «αντιλαϊκιστές» μάγειροι. Η αβάστακτη φτώχεια και ελαφρότητα της τομής λαϊκισμός-αντιλαϊκισμός βλάπτει σοβαρά αυτό που δήθεν υπερασπίζει: τις φιλελεύθερες αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες.
Πηγή: www.tanea.gr