Δύσκολα, σε μια τέτοια προεκλογική περίοδο στην Ελλάδα, να υπάρξει η πιθανότητα αποδοχής της λύσης του προβλήματος (σου) και με παρεμβάσεις από (και για) «έξω».
Προφανώς, οι αιτίες της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, σε μεγάλο βαθμό, έχουν ρίζες στην παθογένεια της λειτουργίας της οικονομίας μας. Θα είναι όμως μεγάλο λάθος να αγνοηθεί η καταλυτική επίδραση των φαινομένων της παγκοσμιοποίησης στην αδύναμη, ως προς τη θεσμική της συγκρότηση, παραγωγική βάση της χώρας.
Υποστηρίζουμε δηλαδή ότι οι αιτίες της κρίσης, αφορούν, τόσο τις διεθνείς εξελίξεις, με αιχμή την έλλειψη διακυβέρνησης της παγκοσμιοποίησης, όσο και τις αποφάσεις που πάρθηκαν στο εσωτερικό της χώρας, στη μεταπολίτευση. Όποιος δεν τα εξετάσει και τα δύο στη διαλεκτική τους σχέση, απλώς κάνει λάθος και η ανιστόρητη προσέγγισή του δεν θα βοηθήσει στην αναζήτηση λύσεων.
Το οικονομικό σύστημα στη χώρα μας, λειτουργώντας με ένα υπεργιγαντισμό του κράτους και με μια αγορά χωρίς ρυθμίσεις, δημιούργησε συνολικά πολλά προβλήματα στην οικονομία, όχι μόνο σε εθνικό, αλλά και σε διεθνές επίπεδο.
Είναι άραγε ρεαλιστικό να φανταζόμαστε ότι μπορούμε να έχουμε κάποια προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας, χωρίς παράλληλη εξέλιξη στους κανόνες διακυβέρνησης της παγοσμιοποίησης;
Είναι αλήθεια πως μέχρι την έναρξη της κρίσης του 2008, σε όλο τον δυτικό κόσμο, όπως και στην Ελλάδα, σε σχέση με την πραγματική οικονομία, είχαμε πρωτοφανή ρευστότητα, που όμως δεν κατευθύνθηκε σε μακροπρόθεσμες επενδύσεις (γράφαμε για την Ελλάδα από το 2007 στην Μεταρρύθμιση http://www.metarithmisi.gr/archivesMeta/journal/readAuthors.asp?authorID=22&page=2&textID=627 ). Προτιμήθηκε η χρηματιστηριακή κερδοσκοπία. Και όπως μπορεί να σας διαβεβαιώσει ο οποιοσδήποτε τραπεζίτης, οι οικονομικές πολιτικές ήταν και είναι ανίσχυρες να επηρεάσουν τη συμπεριφορά αυτής της ρευστότητας.
Αυτή η δυσλειτουργία, που ως προς τα αίτιά της είναι μάλλον πολιτιστική, ως προς τα αποτελέσματά της δε, διαρθρωτική, έχει ολέθριες επιπτώσεις. Σήμερα γνωρίζουμε πως αυτό το μοντέλο λειτουργίας έσκασε με κρότο και τελειώνει, χωρίς να γνωρίζουμε τι θα το αντικαταστήσει. Η υπεράσπιση αυτών που παράγουν ενάντια σε όσους κερδοσκοπούν, φαίνεται να είναι το νέο ζητούμενο. Η νέα πάλη των τάξεων;
Θυμόμαστε ότι μεταξύ 1945 έως και το 1990 ο κόσμος γνώρισε τις χρεοκοπίες των εθνικών οικονομιών, χωρίς να οδηγούν σε παγκόσμιες κρίσεις. Αυτή ήταν επιτυχία του ρυθμισμένου καπιταλισμού για να ξεπερνά τις κρίσεις του.
Από τότε όμως και μετά, η χρηματοοικονομική σφαίρα διογκώθηκε υπερβολικά. Τόσο όσο να ήταν και να είναι αδύνατον να εποπτευθεί. Οι θεσμοί αγοράς και διοίκησης αποδείχθηκαν ότι ήταν ανεπαρκέστατοι, ουσιαστικά δεν λειτούργησαν αποτελεσματικά, ιδιαίτερα στους τομείς της εποπτείας της λειτουργίας του δημοσιονομικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος, αντίστοιχα. Αποτέλεσμα, η ανεύθυνη και παθητική (εν πολλοίς ωφελιμιστική) δράση μικρών ομάδων, παγκόσμιων παικτών χρηματιστηριακών προϊόντων .
Τότε ήταν που η παγκόσμια οικονομία άρχισε να βρίσκεται ξανά αντιμέτωπη με χρηματοοικονομικές κρίσεις μεγάλου βεληνεκούς, που οι επιπτώσεις ξεπερνούσαν τα εθνικά σύνορα:
• κρίση της λατινικής Αμερικής στα τέλη της δεκαετίας του1980, που έπληξε ολόκληρη την ήπειρο,
• ασιατική χρηματιστηριακή κρίση της δεκαετίας του 1990 με τρομερές επιπτώσεις, έστω κι αν περιορίστηκαν σε μια ντουζίνα χώρες,
• κρίση του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος το 1992,
• σκάσιμο της «φούσκας» της νέας οικονομίας το 2000,
• το ντόμινο της κρίσης στην αγορά κατοικίας στις ΗΠΑ το 2007 και
• η τελευταία, αυτή της δημοσιονομικής αστάθειας και κρίσης χρέους χωρών της Ευρώπης, με προεξάρχουσα αυτήν της Ελλάδας.
Κατά τη διάρκεια κάποιων από αυτές τις κρίσεις, χάθηκαν εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια στην κάθε μια, ποσά απολύτως ανάλογα με εκείνα που χάθηκαν στο χρηματιστηριακό κραχ του 1929.
Όλες αυτές οι κρίσεις, σε αντίθεση με την τελευταία, ήταν σύντομες χρονικά, λιγότερο βίαιες, λιγότερο θεαματικές ίσως, όχι όμως λιγότερο τρομακτικές από όσα γνωρίσαμε στο παρελθόν, έστω κι αν η εξατομίκευση των αγορών τις κατέστησε πολύ λιγότερο επώδυνες.
Για την αντιμετώπιση φαινομένων που προκάλεσαν τις προηγούμενες κρίσεις , ο δυτικός κόσμος είχε αξιοποιήσει τρεις μηχανισμούς ρύθμισης, δανεισμένους από τρεις ιστορικές φυσιογνωμίες: το λόρδο Μπέβεριτζ, το λόρδο Μέιναρντ Κέινς και τον Χένρι Φορντ.
Ο Μπέβεριτζ είναι ο Άγγλος που εμπνεύστηκε την κοινωνική ασφάλιση, αλλά που κυρίως θεωρητικοποίησε το γεγονός πως η κοινωνική προστασία δεν εξανθρωπίζει απλώς το σύστημα, αλλά επιπλέον το σταθεροποιεί, καθώς αποτρέπει την πτώση της κατανάλωσης -που εξαρτάται σχεδόν κατά το 1/3 από την αγοραστική δύναμη.
Δεύτερος ρυθμιστής: ο Κέινς. Έστειλε το εξής μήνυμα στους πολιτικούς ηγέτες: «Αντί να χρησιμοποιείτε τη νομισματική πολιτική ως μέσο εσωτερικής ρύθμισης, χρησιμοποιήστε την για να μειώνετε και να αποφεύγετε τις αναστατώσεις που έρχονται από το εξωτερικό, όπου οι δημοκρατικές χώρες ανταγωνίζονται.» Αυτό το πράγμα δούλεψε. Έχουμε την πειραματική απόδειξη πως δούλεψε στ’ αλήθεια, επί τριάντα χρόνια.
Ο τρίτος ρυθμιστής, ο βιομήχανος Χένρι Φορντ, είναι Αμερικανός. Όπως έλεγε: «Καλοπληρώνω τους εργάτες μου, για να αγοράζουν τα αυτοκίνητά μου». Χάρη στο «νιου ντιλ», χάρη στα μεγάλα έργα του Ρούσβελτ, αυτή η πολιτική των καλών αμοιβών και της μισθολογικής εξασφάλισης, βοήθησε την αμερικανική οικονομία να απογειωθεί πολύ γρήγορα μετά την κρίση του 1929.
Δυστυχώς, αυτές οι ρυθμίσεις αδυνατούν σήμερα να αντιμετωπίσουν την περίπτωση της παρούσας οικονομικής κρίσης σε ευρωπαϊκές χώρες (η περίπτωση της Ελλάδας). Γι’ αυτό απαιτείται, με τη συμμετοχή της χώρας μας, η διαμόρφωση των συσχετισμών σε παγκόσμιους ρυθμιστικούς μηχανισμούς για τη διαχείριση αυτής της κρίσης με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Το «διεθνές νομισματικό ταμείο» (ΔΝΤ), είναι ένας μηχανισμός που δεν δουλεύει πια, αφού δεν είναι σε θέση να προλαμβάνει ή να καταπραΰνει τις κρίσεις. Διαθέτει μολοταύτα την πληροφόρηση: βρίσκεται σε ένα κέντρο ικανό να πραγματοποιεί διαγνώσεις και να επεξεργάζεται προτάσεις.
Ίσως έχει έρθει η ώρα να προσπαθήσουν οι παγκόσμιοι παίκτες (κυβερνητικοί οργανισμοί εθνικοί και διεθνικοί, εργατικές ενώσεις και διεθνείς οργανώσεις, εκπρόσωποι μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων, μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ), εταιρείες κ.λπ.), να αναπτύξουν μια πολιτική διακυβέρνησης της παγκοσμιοποίησης, δια μέσω ρυθμίσεων, που να ανταποκρίνονται στις προκλήσεις και τις ευκαιρίες που δημιουργεί η παγκοσμιοποίηση.
Το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, λειτουργώντας χωρίς ρυθμίσεις, δημιούργησε πολλά προβλήματα, είτε σε τοπικό, είτε σε παγκόσμιο επίπεδο. Ζητήματα όπως το περιβάλλον, η ασφάλεια των πολιτών, η ανισότητα στη διανομή του πλούτου και η αύξηση της φτώχειας και άλλα, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο από τις δυνάμεις της αγοράς.
Επομένως, δεν είναι πολύ ρεαλιστικό να φανταζόμαστε ότι μπορούμε να έχουμε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία χωρίς μια παράλληλη εξέλιξη, με κανόνες, της διακυβέρνησης της παγκοσμιοποίησης.
Βρισκόμαστε λοιπόν στη φάση της ανάγκης για αντιμετώπιση των αρνητικών επιδράσεων της ανεξέλεγκτης παγκοσμιοποίησης στη λειτουργία της οικονομίας. Να ορίσουμε τη φάση αυτή ως Μετα- Παγκοσμιοποίηση για την οικονομία.
Όταν μιλάμε για πολιτική διακυβέρνηση της παγκοσμιοποίησης, αναφερόμαστε στο να αποκτήσει η Πολιτική τη δυνατότητα να επηρεάζει τις ροές της παγκοσμιοποίησης προς όφελος της κοινής ανάπτυξης, με προστασία του περιβάλλοντος, με αντιμετώπιση της φτώχειας, ιδιαιτέρως στον τρίτο λεγόμενο κόσμο και με βελτίωση των συνθηκών ζωής.
Οι ΗΠΑ κάνουν αψιμαχίες με την Κίνα στη λήψη μέτρων προστατευτισμού και ταυτόχρονα, έχουν ετοιμάσει σε επίπεδο επιτροπών, όλες τις απαραίτητες ρυθμίσεις για το πέρασμα στη νέα εποχή της αναθεώρησης της παγκοσμιοποίησης.
Οι προοδευτικές δυνάμεις σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο πεδίο, δεν μπορούν παρά, να εργασθούν για την επαναρρύθμιση των όρων της παγκοσμιοποίησης. Η κρίση αναζωπυρώνεται στην Ευρωζώνη, το επίκεντρό της μετατοπίζεται τώρα στην Ισπανία, καιρός για ευρωπαϊκή στροφή! Το «ελληνικό ζήτημα» μπορεί να επανατοποθετηθεί! Το αναπτυξιακό ευρωομόλογο μπορεί να διεκδικηθεί για να βγει! Το «επίσημο» χρέος της Ελλάδας στους εταίρους, μπορεί να επανεκτιμηθεί και, ναι, γιατί όχι, να «κουρευτεί» περαιτέρω! Η ρευστότητα στην πραγματική οικονομία της Ελλάδας, θα ωφελήσει το σύνολο της Ευρώπης, αν αποκατασταθεί! Η δημοσιονομική προσαρμογή της Ελλάδας μπορεί και πρέπει να συμφωνηθεί με τους εταίρους μας, να επιμηκυνθεί! Το ευρωπαϊκό πακέτο για την ανεργία των νέων, το δίχτυ προστασίας, τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, τα μεγάλα έργα… να πεισθούν οι Ευρωπαίοι πως έχουν λόγους, επιτέλους, να υλοποιηθούν και να ξεμπλοκαριστούν!
Χρειάζεται, από τη μια, η ενίσχυση της ενεργούς ζήτησης μέσω κρατικών δαπανών στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ό,τι μας αφορά ) και από την άλλη, η επίδραση σε πολιτικές για τη διακυβέρνηση της παγκοσμιοποίησης, σε παγκόσμιο πεδίο. Αυτός είναι ο προοδευτικός δρόμος των νέων ρυθμίσεων των διεθνών σχέσεων. Ο άλλος δρόμος, είναι αυτός που οδηγεί στη διεθνή ένταση και στον παγκόσμιο οικονομικό πόλεμο.
Οι προοδευτικές δυνάμεις, όπου γης, δεν χρειάζεται να περιμένουν πότε θα κινηθούν τα πράγματα προς τα εκεί. Πρέπει να διεκδικήσουν μια άλλη πορεία στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις. Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα από τα επίδικα θέματα και στη χώρα μας, με αφορμή τις εκλογές του Μαΐου.
*Ο Κ. Χλωμούδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.