Η 12η και η 19η του φετινού Νοέμβρη, για τον περισσότερο κόσμο απ’ ότι φαίνεται δεν σημαίνει κάτι διαφορετικό. Υπάρχει όμως κι ένα κομμάτι της κοινωνίας, που το ενδιαφέρουν οι ημερομηνίες αυτές. Μικρό ή μεγάλο δεν ξέρουμε ακριβώς. Η εκτίμηση του ποσοστού του, συνήθως εξαρτάται από το «κατά το δοκούν» όποιου αναφέρεται σε αυτό: Άλλοτε ακούμε να προσδιορίζεται ως ισχνό και μονοψήφιο ποσοστό, εφόσον σε μια κρισιακή κατάσταση η κοινωνία είναι μάλλον πολωμένη και μοιρασμένη στα δύο. Άλλοτε ακούμε να αναφέρεται ως πλειοψηφικό ρεύμα στην κοινωνία, διεσπαρμένο οριζόντια σε όλο το πολιτικό φάσμα.
Πρόκειται, σαφώς, για τον λεγόμενο μεσαίο προοδευτικό χώρο που και πάλι, αναλόγως τον αναφέροντα, τον συναντάμε με διάφορα ονόματα: άλλοτε ονοματίζεται ως κεντροαριστερά, άλλοτε απλά ως προοδευτικός, ή ως κεντρώος χώρος, άλλοτε, επιχειρώντας να ικανοποιήσει τους πάντες, αναφέρεται με όνομα-σιδηρόδρομο, τύπου «προοδευτικός μεσαίος χώρος του κέντρου, της κεντροαριστεράς και του ευρωπαϊκού μεταρρυθμισμού», κι άλλα παρόμοια τον κάνουν να ακούγεται σαν …όνομα ισπανού! Ενδεικτικό μιας δυσκολίας συνεννόησης ακόμα και ως προς τα βασικά; Σημειολογική διάσταση απόψεων, σχετικά με το γιατί και πώς και, κυρίως, για το προς τα πού; Ενδεχομένως ναι. Πρόκειται για ένα ανοικτό στοίχημα, που ίσως εάν παιζόταν σε πρακτορείο θα ήταν από αυτά που έχουν μικρή μεν πιθανότητα, μεγάλη ωστόσο απόδοση. Σε κάθε περίπτωση, θα άξιζε το ρίσκο του.
Στις δυο λοιπόν ερχόμενες Κυριακές, θα στηθούν σ’ όλη τη χώρα κάλπες για την ανάδειξη του επικεφαλής αυτού του υπό διαμόρφωση χώρου που ακόμα ψάχνει και ψάχνεται.
Ψάχνει να βρει πόσους πολίτες τελικά ενδιαφέρει, κάτι που θα το δείξει το κλείσιμο της κάλπης.
Ψάχνεται να βρει το πολιτικό του στίγμα, δεδομένων των παράδοξων και δύσκολων καιρών: Με μια παραπαίουσα κυβέρνηση πολιτικού παρενδυτισμού, όπου η αριστερόστροφη ιδεοληψία συνάντησε την λαϊκίστικη ψεκασμένη δεξιά και συνήψαν ένα γάμο που, όπως φάνηκε, δεν ήταν τελικά συνοικέσιο, αλλά έρωτας. Ένας έρωτας που έβγαλε ρίζες. Που τους κρατά ενωμένους και σε αγαστή σύμπνοια μεταξύ τους έτσι ώστε, συγκυβερνώντας, να καταστρέφουν την χώρα απρόσκοπτα, ψηφίζοντας με ένα στόμα, μια φωνή τα πάντα ασυζητητί. Κι εάν καμιά φορά προκύψει κανένα μικροκαυγαδάκι στο ζευγάρι, όπου ο ένας θα επικαλεστεί δήθεν ζητήματα «αρχών», όπως πχ θέματα που άπτονται ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ε, τότε δεν πειράζει. Θα κάνει τα …στραβά μάτια σε μια μικρή «απιστία» του άλλου συζύγου, ο οποίος θα βρει κάποιον χρήσιμο ηλίθιο από την αντιπολίτευση για σύναψη ψήφου one night stand, που στην ουσία θα βοηθήσει στην αγαστή συνέχιση του γάμου, δηλαδή του συγκυβερνάν. Κι έτσι, έζησαν και ζουν αυτοί καλά, κι εμείς οι υπόλοιποι, όλο και χειρότερα…
Σ’ ένα τέτοιο πολιτικό τοπίο λοιπόν, παράξενο και παράδοξο, ξεκινά ο υπό διαμόρφωση μισο-διαμορφωμένος μεσαίος χώρος με τα πολλά ονόματα. Και ξεκινά κι αυτός με μια παραδοξότητα: Θα εκλέξει πρώτα τον αρχηγό, ο οποίος από τα πράγματα, θα καθορίσει εν πολλοίς και το εναρκτήριο στίγμα του νέου κόμματος: Αυτό θα ‘χει να κάνει με το τι προτείνει και κυρίως με το προς τα πού και με ποιους θέλει να πάει.
Κι ως προς το τι προτείνει, υπάρχει σε πολύ μεγάλο βαθμό σύμπνοια απόψεων μεταξύ των επίδοξων επικεφαλής στην κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού της κοινωνίας και της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας.
Ως προς το άλλο σκέλος, ωστόσο, το «προς τα πού και με ποιους», υπάρχει ένα δεδομένο πολιτικό σκηνικό, που όσο κι αν κάποιοι υποψήφιοι αρχηγοί επιχειρούν να το προσπερνάνε στο λόγο τους, οι πολίτες και κυρίως οι επίδοξοι ψηφοφόροι της ερχόμενης Κυριακής, δεν το αγνοούν. Κι αυτό αποτυπώνεται εκ των πραγμάτων και στην ερώτηση που αφορά στην επομένη των εθνικών εκλογών και την ανάγκη να κυβερνηθεί η χώρα.
Η απάντηση που ακούμε από τους δύο εκ των βασικών διεκδικητών, την Φώφη Γεννηματά και τον Γιώργο Καμίνη, είναι αρκετά κοντινή και παρόμοια διατυπωμένη. Και οι δύο επανειλημμένως αναφέρονται σε προγραμματικές συμφωνίες που θα μπουν στο τραπέζι και που πάνω σ’ αυτές θα προκύψουν συνεννοήσεις για την οποιαδήποτε στήριξη ή/και κυβερνητική συνεργασία. Με λίγα λόγια, επιλέγουν την τακτική των ίσων αποστάσεων ανάμεσα στα δύο κόμματα που δημοσκοπικά εμφανίζονται ως πρώτο και ως δεύτερο, την ΝΔ και τον Σύριζα δηλαδή.
Κατανοώ απολύτως ότι, για την Φώφη Γεννηματά που προέρχεται από τα σπλάχνα του παραδοσιακού ΠΑΣΟΚ, είναι αναγκαίο δίπλα στην σκληρή και εύστοχη κριτική που κάνει στην κυβέρνηση του Σύριζα, να μην αγνοεί τα ισχυρά παραδοσιακά αντιδεξιά αντανακλαστικά του μέσου παραδοσιακού πασόκου.
Φαίνεται πως την ίδια γοητευτική οδό των ίσων αποστάσεων επιλέγει στο λόγο του και ο σημερινός δήμαρχος Αθηναίων και διεκδικητής της ηγεσίας του χώρου Γιώργος Καμίνης. Δεν ξέρω εάν αυτό οφείλεται στο μεγάλο πασοκογενές κομμάτι που τον στήριξε και τον ανέδειξε και στον δημαρχιακό θώκο και σήμερα αποτελεί τμήμα του στενού πυρήνα των υποστηρικτών του, ή εάν προκύπτει από την προσωπικότητα και το πολιτικό στίγμα του ίδιου του Γ. Καμίνη.
Ωστόσο, ο λόγος αυτός των ίσων αποστάσεων, που αποφεύγει να επιλέξει ή έστω, να αποκαλύψει εκ προοιμίου τους προνομιακούς του συμμάχους , προσωπικά μου θυμίζει τον λόγο και τον τρόπο που πολιτεύτηκε η αλήστου μνήμης ΔΗΜοκρατική ΑΡιστερά, στο (μακρινό πια λόγω πυκνών πολιτικών εξελίξεων) 2012. Μου θυμίζει έντονα τον λόγο του Φώτη Κουβέλη, όταν σε σχετικά επαναλαμβανόμενα ερωτήματα για το τι σκοπεύει να πράξει την επομένη των εκλογών, διαβεβαιώνοντας βεβαίως πως δεν σκοπεύει ν’ αφήσει την χώρα ακυβέρνητη, απαντούσε με αναφορές σε προγραμματικές συμφωνίες, στις οποίες η ΔΗΜΑΡ θα έβαζε την ατζέντα και θα αφορούσαν στους βασικούς άξονες πολιτικής για την έξοδο της χώρας από την κρίση και που τις προτάσεις της αυτές θα τις απηύθυνε σε όλους.
Αυτός ο λόγος, ήταν ίσως επαρκής για το 2012. Από τότε, δυστυχώς, «ήλλαξαν αι συνθήκαι». Σήμερα έχουμε μακράν την καταστροφικότερη κυβέρνηση όλων των εποχών από την μεταπολίτευση ως εδώ. Κάθε μέρα που παραμένει στην εξουσία, καταβαραθρώνει περισσότερο την αξιοπιστία της χώρας στο εξωτερικό και την μετατρέπει σ’ έναν Σίσσυφο που για κάθε βήμα μπρος κατρακυλάει πολλά βήματα πίσω στο βαθύ πηγάδι της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που βρίσκεται, εδώ και σχεδόν μια δεκαετία. Δεν μπορεί λοιπόν, παρά να διατυπώνεται ευθαρσώς, πως η προτεραιότητα αυτή τη στιγμή σε αυτό το πολιτικό τοπίο είναι να απαλλαγούμε απ’ αυτήν την καταστροφική κυβέρνηση, που έχει πλέον χαρακτηριστικά συμμορίας. Κατά συνέπεια, δεν μπορούμε να έχουμε μαζί τους όχι απλώς την παραμικρή προγραμματική συνεννόηση, αλλά ουδεμία συζήτηση ούτε την επόμενη των εκλογών, ούτε ποτέ.
Όσον αφορά τον έτερο αυριανό διεκδικητή, σύμφωνα με τα δημοσκοπικά ευρήματα πάντα, του σχηματισμού κυβέρνησης, την ΝΔ και τον αρχηγό της τον κ. Κυριάκο Μητσοτάκη, εκεί εκτιμώ πως θα μπορούσαμε να συζητήσουμε, να θέσουμε ατζέντα μεταρρυθμίσεων και μείζονων ζητημάτων, να προτείνουμε λύσεις, με διαφανείς διαδικασίες και κάνοντας κοινωνούς της οποιασδήποτε συμφωνίας όλους τους πολίτες, όπως για παράδειγμα έκαναν οι σοσιαλδημοκράτες με τους χριστιανοδημοκράτες στην Γερμανία.
Φαντάζομαι, άλλωστε, πως κανένας δημοκρατικός πολίτης δεν θα ήταν ικανοποιημένος εάν η απομάκρυνση μιας επικίνδυνης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑνΕλ συνδεόταν με την διαδοχή από μία αυτοδύναμη κυβέρνηση μιας Νέας Δημοκρατίας που όσο κι αν ο σημερινός της πρόεδρος χαρακτηρίζεται άνθρωπος με ευρωπαϊκό προσανατολισμό και γαλουχημένος από τον δυτικό διαφωτισμό, ωστόσο μεγάλο μέρος του ανώτερου και μεσαίου στελεχιακού της δυναμικού αλλά και των οπαδών και ψηφοφόρων της, εμφορούνται από ιδέες και αντιλήψεις άλλων εποχών, ενώ δεν λείπουν οι νοσταλγοί των ημερών του «Βούδα της Ραφήνας» που φαίνεται να αποτελούν ένα καθόλου ευκαταφρόνητο οργανικό της κομμάτι. Θα μπορούσε λοιπόν, ένα κόμμα του προοδευτικού κέντρου να παίξει έναν ρόλο εποικοδομητικό, στηρίζοντας με την ψήφο του ή συμμετέχοντας σε κυβερνητικό σχηματισμό μεν, θέτοντας όμως μια απαράβατη προοδευτική ατζέντα ως προϋπόθεση δε; Μα, εδώ ακριβώς βρίσκεται νομίζω το πραγματικό στοίχημα και όχι τόσο στο με τι ποσοστό θα καταφέρει να αποτυπωθεί αυτός ο χώρος.
Από τους υποψήφιους αρχηγούς λοιπόν, ο μόνος που ο λόγος του προσεγγίζει με σαφήνεια αυτή την κατεύθυνση είναι ο Σταύρος Θεοδωράκης. Όσες αδυναμίες και λάθη και εάν του προσάψει κανείς όσον αφορά την πορεία του Ποταμιού, δεν μπορεί σήμερα να αμφισβητήσει ότι είναι ο μόνος που δεν επιλέγει την γοητεία των ίσων αποστάσεων, η οποία συνήθως βρίσκει ευήκοα ώτα σε όλα τα κοινά. Θα ήμουν άδικη εάν δεν επισήμαινα πως εξίσου καθαρό λόγο ως προς το πολιτικό στίγμα που προτείνει έχει κι ο Γιάννης Ραγκούσης. Εκτιμώ την καθαρότητα της άποψής του, κινείται ωστόσο στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση και προσωπικά δεν με βρίσκει καθόλου σύμφωνη.
Ανοικτό λοιπόν το στοίχημα και ενδιαφέρουσες οι εξελίξεις που θα προκύψουν. Άλλωστε, μπορεί να μην είναι το πρώτο εγχείρημα που γίνεται στον μεσαίο χώρο, γιατί προηγήθηκαν άλλα που δεν κατάφεραν δυστυχώς να περπατήσουν, ωστόσο τώρα δείχνει να παίρνει σάρκα και οστά. Το παιχνίδι έχει ανοίξει. Και αυτή την Κυριακή, κοντή γιορτή, είναι η μπάλα στα πόδια μας. Τι λέτε; Να σουτάρουμε;