Η Ανατολή ήταν πάντα μια από τις σταθερές προσανατολισμού της καθ’ ημάς Αριστεράς. Θα νόμιζε κανείς πως η ελληνική αριστερά, από τη γέννηση της, ήρθε στο ιστορικό προσκήνιο για να αντικαταστήσει στο «φιλορωσικό κόμμα» του Κολοκοτρώνη που γνώρισε ιδιαίτερη άνθιση τον 19ο αιώνα.
Διάβαζα και ξαναδιάβαζα τις τελευταίες ημέρες, τις δηλώσεις του Π. Λαφαζάνη, για το ρόλο που πρέπει να διαδραματίζει η χώρα στην ευρύτερη περιοχή της λεκάνης της Ανατολικής Μεσογείου και νόμισα, για μια στιγμή, πως η μηχανή του χρόνου με πέταξε πίσω, στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 του 20ου αιώνα, όπου κυριαρχούσε ο Ψυχρός πόλεμος και όλα ήταν ασπρόμαυρα τακτοποιημένα στα μυαλά της ελληνικής αριστεράς.
Η Ανατολή πάντα ασκούσε μια γοητεία στην ελληνική αριστερά. Στις δεκαετίες του ’60, του ’70 και του ’80, όσο υπήρχαν τα καθοδηγητικά κέντρα του εξωτερικού (η ΕΣΣΔ για ορισμένους, η Κίνα για κάποιους άλλους, τα Τίρανα, για κάποιους τρίτους), «ο αγώνας των λαών» κατά της αποικιοκρατίας ήταν και δικός τους αγώνας. Τι κι αν στη συνέχεια αποδείχτηκε πως μετά την οικειοθελή αποχώρηση των «αποικιοκρατικών δυνάμεων» οι χώρες αυτές, με το μονοκομματικό καθεστώς που επέβαλαν τα «εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα» έχουν μετατραπεί σε φαντάσματα του εαυτού τους, με καταστραμμένες υποδομές, που αλληλοσφάζονται μεταξύ τους, για την εκμετάλλευση του πλούσιου υπεδάφους τους.
Το ίδιο σαγηνευτική ήταν και η άλλη, Εγγύς Ανατολή, όπου η υποστήριξη των μπαθικών κομμάτων του Χαβέζ Αλ Άσαντ, πατερά του σημερινού προέδρου της Συρίας ή του Σαντάμ Χουσείν, (οι οποίοι έσφαζαν κυριολεκτικά τους πολιτικούς τους αντιπάλους) ήταν στην ημερήσια διάταξη κάθε καλού αριστερού που θεωρούσε διεθνιστικό του καθήκον να ταχθεί με το μέρος των αντιαμερικανικών αυτών καθεστώτων. Θα πρέπει, στο σημείο αυτό, να θυμίσουμε στους επιλήσμονες, τη γοητεία που ασκούσε η ιρανική «επανάσταση» των Μουτζαχεντίν της Επανάστασης στην τότε Περσία, λόγω του αντιαμερικανικού της προσανατολισμού. Δεν ήταν, άλλωστε, λίγοι εκείνοι που πανηγύρισαν την εισβολή στην αμερικανική πρεσβεία και την ομηρεία των υπαλλήλων της από τους «Φρουρούς της ιρανικής επανάστασης». Παρόμοια παραδείγματα, λατρείας, στα όρια του φετιχισμού, της αριστεράς προς την ανατολή άπειρα.
Η βαριά σκιά των τριτοδιεθνιστικών παραδόσεων εξακολουθεί να πέφτει πάνω σε ένα τμήμα του πολιτικού κατεστημένου της χώρας που αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερό. Ένας ιδεολογικός ψυχαναγκασμός υποχρεώνει αυτό το τμήμα να εκδηλώνει με κάθε ευκαιρία το θαυμασμό του για πράγματα που βρίσκονται στον αντίποδα των επιλογών που έχει κάνει η ελληνική κοινωνία μεταπολεμικά. Ας μη λησμονούμε ότι η Ελλάδα ως γλώσσα και πολιτισμός ανήκει στο «σκληρό πυρήνα» του Ευρωπαϊκού πολιτισμού και εξακολουθεί και σήμερα, παρά την κρίση που τη μαστίζει, να θεωρεί εαυτόν αναπόσπαστο κομμάτι της μεγάλης ευρωπαϊκής οικογένειας.
Ως εκ τούτου, οι σχέσεις λατρείας και θαυμασμού που διακατέχει τη συντριπτική πλειοψηφία των αυτοπροσδιοριζόμενων ως αριστερών προς καθεστώτα όπως εκείνο της Β. Κορέας, όπου ο κληρονομικός πρόεδρος της χώρας εκτελεί τις ερωμένες του ή προς τα λαϊκίστικα κινήματα της Λατινικής Αμερικής, όπου οι εκπρόσωποι τους δηλώνουν πως κοιμούνται στο μαυσωλείο με τον τάφο του προκατόχου τους και συνομιλούν με τις νυχτερίδες που εγκαταβιώνουν εκεί για να εμπνευστούν τις λύσεις των προβλημάτων των κοινωνιών τους, είναι, τουλάχιστον προβληματικές.
Αυτή η αποστροφή της ελληνικής αριστεράς προς κάθε τι το δυτικό, το ευρωπαϊκό και το σύγχρονο, το οποίο θεωρείται παρηκμασμένο και διεφθαρμένο, εν αντιθέσει με κάτι τι το «ανατολικό» που θεωρείται υγιές κι ελπιδοφόρο, έχει να κάνει με το «σύνδρομο μίσους», το οποίο διαμορφώθηκε εξαιτίας της «απροθυμίας» των δυτικών κοινωνιών να υποκύψουν στη σαγήνη των κομμουνιστικών οραμάτων και της τριτοδιεθνιστικής λογικής.
Ανάμεσα σε όλα τα υπόλοιπα στοιχεία καθυστέρησης της ελληνικής κοινωνίας, είναι και η αβάσταχτη γοητεία που ασκεί η Ανατολή στην καθ’ ημάς Αριστερά. Η οποία, την εποχή όπου εξελίσσεται η μεγαλύτερη επανάσταση που γνώρισε μέχρι σήμερα ο άνθρωπος, η τεχνολογική, παραμένει αφόρητα βαλκανική και ανατολίτικη, κλειστοφοβική και ανίκανη να αντιληφθεί τη διαρκώς μεταβαλλόμενη κοινωνία. Ως εκ τούτου είναι λογικό να υιοθετεί τη λογική του «χρυσού αιώνα» του παρελθόντος και να νοσταλγεί την ασπρόμαυρη πραγματικότητα με την οποία μεγάλωσε και γαλουχήθηκε. Αυτό, όμως, δεν την κάνει καθόλου χρήσιμη για τη σημερινή κοινωνία και τα προβλήματα της, αλλά, απεναντίας, την μετατρέπει σε σημαντική τροχοπέδη για την εξέλιξη και ανάπτυξη της.