Η 6η Μαΐου ίσως να μην αλλάξει αμέσως το πρόσωπο της Ευρώπης. Μέσα όμως από τρεις, ταυτόχρονες όσο και εντελώς διαφορετικές, εκλογικές αναμετρήσεις θα προσδιορίσει σε μεγάλο βαθμό την πορεία της. Το ενδιαφέρον, όσο και ανησυχητικό, είναι ότι, ενώ το αποτέλεσμα των εκλογών είναι λίγο-πολύ αναμενόμενο, η έκβαση της ευρύτερης μάχης παραμένει εντελώς μετέωρη.
Η διαφαινόμενη εκλογή του Φρανσουά Ολάντ στις γαλλικές προεδρικές εκλογές διαθέτει ισχυρή παραδειγματική σημασία. Λόγω της εγγενούς θέσης της Γαλλίας στο ευρωπαϊκό σύστημα, κάθε κυβερνητική αλλαγή σημαίνει δυνατότητα αναπροσδιορισμού του γερμανογαλλικού «άξονα», ο οποίος, όσο και αν τα τελευταία χρόνια γέρνει επικίνδυνα, δεν παύει να αποτελεί τη μηχανή της ασθμαίνουσας αλλά προφανώς απαραίτητης ευρωπαϊκής ενοποίησης. Θα πρόκειται επιπλέον, αυτή τη φορά, για εναλλαγή όχι μόνο σε επίπεδο προσώπων αλλά και πολιτικού προσανατολισμού, με την αντικατάσταση ενός νεογκολικού συντηρητικού Προέδρου από έναν κοινωνιστή σοσιαλδημοκράτη. Κάτι που σημαίνει ότι η διαφοροποίηση των εθνικών συσχετισμών δυνάμεων μπορεί να αποκτήσει και ιδεολογικό περιεχόμενο, τουλάχιστον υπό τη μορφή επανεξέτασης δογμάτων, όπως ο αυτοματισμός της λιτότητας σε περίοδο κρίσης ή η παραχώρηση της πολιτικής πρωτοκαθεδρίας στις αγορές. Ολα αυτά είναι όχι μόνο γνωστά, αλλά και ήδη διατυπωμένα στις προεκλογικές εξαγγελίες του πιθανού αυριανού νικητή. Αυτό που μένει να φανεί είναι ο βαθμός ετοιμότητας ολόκληρης της ομάδας του, η δυνατότητα δημιουργίας μιας ευρύτερης ευρωπαϊκής δυναμικής και, κυρίως, η διάθεση συγκρούσεων και ρήξεων, χωρίς τις οποίες η φλόγα και η ελπίδα θα σβήσουν γρήγορα. Οι γαλλικές εκλογές υπόσχονται, αλλά κάθε άλλο παρά εγγυώνται.
Η διαφαινόμενη εντελώς νέα πραγματικότητα μετά τις ελληνικές βουλευτικές εκλογές κουβαλάει τον σπόρο και του νέου ξεκινήματος και του τέλματος. Με την έμμεση αλλά καθοριστική συμβολή ενός εκλογικού συστήματος κομμένου στα μέτρα του δικομματισμού και ραμμένου με ξεπερασμένα μεταπολιτευτικά υλικά, είναι πολύ πιθανό να οδηγηθούμε σε μια πρωτοφανή αναντιστοιχία ανάμεσα στην ψήφο και την εκπροσώπηση, τους κοινοβουλευτικούς και τους κοινωνικούς συσχετισμούς, τη διάχυτη τάση «τιμωρίας» και την απίσχναση των προϋποθέσεων της πραγματικής αλλαγής.
Μια προεκλογική καμπάνια σύντομη, ρηχή, άτολμη και αναντίστοιχη με την κρισιμότητα των περιστάσεων δεν φώτισε τα πραγματικά διλήμματα ούτε εκτόνωσε τους φόβους της κοινωνίας. Πέρα από τις δυσκολίες σχηματισμού μιας κυβέρνησης δουλειάς, μεταρρύθμισης και αξιοπιστίας, χωρίς την οποία η κρίση θα έχει την έκβαση που όλοι φανταζόμαστε, από το αποτέλεσμα των εκλογών διακυβεύεται και η θέση της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Γιατί είναι βέβαιο ότι η Ενωση, ακόμη και ελαφρώς ανανεωμένη μετά την εκλογή του Ολάντ, δεν θα είναι διατεθειμένη, αλλά και δεν θα έχει πια τα αποθέματα να «διαπραγματευτεί» νέες καθυστερήσεις, διχόνοιες, έλλειψη προσανατολισμού και αποτελεσμάτων. Οι ελληνικές εκλογές φοβίζουν κυρίως γιατί οι ψηφοφόροι δεν φαίνεται να έχουν αντιληφθεί, και οι ηγεσίες να έχουν ενσωματώσει, την πολυεπίπεδη σημασία τους.
Τέλος, η διαφαινόμενη μη καθαρή απόφανση επί του «πειράματος Μόντι» από τις τοπικές εκλογές στην Ιταλία μπορεί να επισπεύσει αλλαγές κυβερνητικής ή μεταρρυθμιστικής πορείας στη χειρότερη δυνατή στιγμή. Γιατί η ιταλική μεταβατική κυβέρνηση ασφαλώς δεν τα έκανε όλα σωστά, όμως είναι από τις λίγες που μοιάζει να ξέρει πού και πώς θέλει να πάει και γι’ αυτό θα ήταν καλό να κριθεί με βάση τα δικά της αποτελέσματα και όχι με τοπικιστικά ή συναισθηματικά κριτήρια.
Σε κάθε περίπτωση, οι τρεις χώρες που ψηφίζουν στις 6 Μαΐου θα είχαν κάθε λόγο να δουλέψουν μαζί από τις 7, κάτι που εξαρτάται από τις ηγεσίες τους, δηλαδή από τους ψηφοφόρους, δηλαδή από το ένστικτο επιβίωσής τους.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος, πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς www.botopoulos.gr