Hugh Laurie (1959-)
Μην πας ποτέ στην Καζαμπλάνκα
(Εκδόσεις opera-2011)
The Gun Seller (1996)
Μα ποιος είναι ο Hugh Laurie; Πληρέστερα, ο James Hugh Calum Laurie, γεννημένος στην Οξφόρδη, το 1959;
Επιλέγετε μεταξύ stand-up κωμικού, ηθοποιού, συγγραφέα, μουσικού, σεναριογράφου και σκηνοθέτη (ανάμεσα σε κάποιες από τις ιδιότητές του). Μία επίσκεψη στο U-tube, και στην εκτενέστατη αναφορά στον Hugh Laurie, θα σας πείσει για τα ταλέντα ενός εκ των δημοφιλέστερων σύγχρονων Άγγλων κωμικών και persona των media. Τώρα, αν αυτό δεν σταθεί αρκετό για να εκτιμήσετε το ιδιοφυές του ανδρός, θα είναι γιατί έχετε τοποθετηθεί -ασυγχώρητα Μεσογειακά, θα έλεγα- στη σχολή που ανθίσταται στην ιδέα ότι, για να γελάσεις, θα πρέπει πρώτα να το σκεφθείς, έπειτα να το ξανασκεφθείς, κατόπιν να το αξιολογήσεις και, πριν από την όποια υποψία μειδιάματος, να έχεις συμπεράνει.
Ας είναι…
Ο θρύλος θέλει τον Laurie να στέλνει στον εκδότη το Gun Seller, πρώτο και μόνο, μέχρι στιγμής, μυθιστόρημά του, ανώνυμα. Ο εκδότης θα εγκρίνει το κείμενο και θα εμμείνει, μετά την αποκάλυψη της ταυτότητας του συγγραφέα, στο να εκδοθεί το βιβλίο, επώνυμα. Καθόλου κακή ιδέα: Το βιβλίο επανεκδόθηκε επανειλημμένα, αν και από διάφορους εκδότες.
Όσο για τη ιδιότητά του ως σεναριογράφου, είναι γνωστό ότι ο Laurie συμφώνησε με τη United Artists την κινηματογραφική εκδοχή του Gun Seller, επάνω σε δικό του σενάριο.
Τώρα, έχοντας διατρέξει δύο φορές το Gun Seller, γιατί μένω με την εντύπωση ότι διάβασα το σενάριο και ότι απομένει να διαβάσω το βιβλίο;
Και πάλι, ας είναι…
Υπάρχει ένα πρόβλημα κατηγοριοποίησης:
Εμείς, στη Λέσχη, παρότι είμαστε έτοιμοι να τυλίξουμε στη μεγαλόψυχη αγκαλιά μας την κάθε απόκλιση από το ορθόδοξο “αστυνομικό”, έχω την εντύπωση ότι θα είχαμε την ίδια δυσκολία να κατατάξουμε το Gun Seller στα “αστυνομικά”, με αυτήν που θα είχαμε να ονομάσουμε “αστυνομικό” συγγραφέα τον Ian Fleming. Ή, για να το πούμε διαφορετικά, αν είσαστε υπεύθυνος ενός υποθετικού casting, ποιον θα επιλέγατε ως Τόμας Λαγκ του Gun Seller, τον Humphrey Bogart ή τον Daniel Kraig;
Οι προθέσεις του Laurie, στο Gun Seller, είναι μάλλον σαφείς: Έχουμε έναν μύθο (όχι παντελώς αδιάφορο, θα πρέπει να πω) που τον χρησιμοποιούμε σαν βατήρα, αλλά και σαν άμβωνα, για να επιδείξουμε το βασικό μας ταλέντο, που είναι αυτό του ευφυολόγου κωμικού (κάτι -βεβαίως- καθόλου ευκαταφρόνητο).
Όμως, εδώ, δημιουργείται το πρόβλημα. Ένα παράδειγμα:
Στη σελίδα 240, ο αρχισυνωμότης Ναΐμ Φόνοου εκτελεί εν ψυχρώ έναν πράκτορα της CIA? η σκηνή, έως εξεζητημένα σκληρή, είναι μαστορικά γραμμένη. Το πρόβλημα είναι ότι, σε ένα βιβλίο κατάστικτο χιούμορ (υπόδειγμα το ανέκδοτο της σελίδας 282…), ευφημισμών, καλαμπουριού, λεκτικών ανατροπών, παραβολών σε ένατο υποθετικό λόγο και ευφυολογιών τύπου stand-up comedy (στοιχεία στα οποία ο Laurie ομολογουμένως προεξάρχει) είναι δύσκολο να εστιάσεις στο “αστυνομικό” του κειμένου? κι ας μη μιλήσουμε για “ατμόσφαιρα”…
Να το δούμε εμβριθέστερα. Ξεκινώντας από τον μύθο:
Ο Τόμας Λαγκ, ο περίπου σαραντάρης απόστρατος των Scots Guards, περιστασιακός εραστής, συστηματικός πότης και πρωταθλητής μοτοσικλέτας ανάμεσα στα Λονδρέζικα φανάρια, όσο και επίφοβος καβγατζής, με εύφημο (για τους Άγγλους) αντι-IRA παρελθόν και ομιχλώδεις επαφές και σχέσεις με τις Βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, νοικιάζει τις υπηρεσίες του ως σωματοφύλακας, ή σε όποιον και όπου είναι απαραίτητη μία γρήγορο σκέψη πίσω από μία γρήγορη γροθιά.
Σε μία απρόσμενη συνάντηση στο Άμστερνταμ, κάποιος ζητά από τον Λαγκ να αναλάβει την δολοφονία του Αλεξάντερ Γουλφ, Αμερικανού επιχειρηματία.
Ο Λαγκ θα αντιδράσει ακριβώς όπως δεν θα αντιδρούσε ένας επαγγελματίας δολοφόνος. Θα επιχειρήσει να ειδοποιήσει τον Γουλφ ότι κινδυνεύει, επισκεπτόμενος το σπίτι του, στο Λονδίνο. Όπου και θα δεχτεί την επίθεση του σωματοφύλακα του Αμερικανού. Θα τα καταφέρει, όχι χωρίς δυσκολία, γνωρίζοντας συγχρόνως και τη Σάρα, την κόρη του Γουλφ. Θα είναι ο κεραυνοβόλος έρωτας? κατά Laurie, η άμεσα συνεπακόλουθη φάση για κάποιον που μόλις επέζησε.
Το περιστατικό θα σηματοδοτήσει την περίπου ακαριαία επαφή του Βρετανικού Υπουργείου Άμυνας και της CIA, με τον Λαγκ? και οι Υπηρεσίες θα τον πληροφορήσουν σχετικά με την ιδιότητα του Γουλφ ως διεθνή διακινητή ναρκωτικών.
Μετά από τυχαία συνάντηση (αμάν, αυτό το “τυχαίο”…) ο Λαγκ θα παρακολουθήσει τον εντολέα του Άμστερνταμ. Κακή ιδέα, που παρά λίγο να του στοιχίσει τη ζωή, αφού η Σάρα θα τον πυροβολήσει, στην γκαλερί όπου συγκλίνουν. Λογικό, αφού ο Λαγκ επιτίθεται στον πατέρα της, και ο Λαγκ θα μάθει -δύσκολο περισσότερο επώδυνα- ότι εντολέας και Αλεξάντερ Γουλφ ήταν το ίδιο πρόσωπο!
Στη συνάντηση που θα ακολουθήσει, Γουλφ και Σάρα, που αρνούνται τις κατηγορίες περί διακίνησης ναρκωτικών, θα εξηγήσουν ότι, με την ανάθεση της δολοφονίας του Γουλφ θέλησαν να δοκιμάσουν την εντιμότητα του Λαγκ. Του ζητούν να τους βοηθήσει. Σε τι; Στην αποτροπή μιας σκηνοθετημένης “τρομοκρατικής” επίθεσης, προκειμένου να δοκιμαστούν οι επιχειρησιακές ικανότητες του “Πτυχιούχου”, ενός τελευταίου τύπου ελικοπτέρου, που οι κατασκευαστές του, με τη συνέργεια των Μυστικών Υπηρεσιών, θα επιχειρούσαν να πουλήσουν στο Πεντάγωνο.
Στη συνέχεια, βέβαια, θα φανεί καθαρά ότι ένας άλλος βασικός λόγος για την πρόσληψη του Λαγκ από τον Γουλφ ήταν και το ότι με έναν επίδοξο δολοφόνο στο κατόπι του, ο δεύτερος θα κέρδιζε χρόνο έναντι των Μυστικών Υπηρεσιών, στη δυσμένεια των οποίων, όπως άλλωστε και του κατασκευαστικού κατεστημένου, είχε περιπέσει.
Μέγας παραμυθάς, ο Laurie!
Ένα κινηματογραφικών προδιαγραφών φιλί της Σάρα θα συμβάλει στο να πεισθεί ο Λαγκ να συνεργαστεί με τους Γουλφ, και, πάντως, όχι χωρίς ενδοιασμούς. Ενδοιασμούς που θα εξαφανιστούν αφότου ο ίδιος πέσει θύμα “ατυχήματος”, απαχθεί, ανακαλύψει στο περίπου όμορο κελί του έναν Γουλφ σε αποσύνθεση και δραπετεύσει, αφού πρώτα δολοφονήσει τους φύλακές του-πράκτορες της CIA.
Μέχρι στιγμής, ένας έντιμος μύθος. Που θα ήταν εντιμότερος, αν οι σελίδες του βιβλίου ήσαν σε φορμά Cinemascope.
Σε αυτό το σημείο, και αποκλίνοντας, προς στιγμήν, από τον μύθο, δεν θα ήταν δίκαιο να παραγνωρίσουμε τη δαιμονική αίσθηση χιούμορ του Laurie, που, κι αν δεν φιλοδοξεί στο ομόθυμα αποδεκτό, δεν παύει να είναι, στιγμές-στιγμές, απολαυστική, έτσι όπως σκοντάφτεις επάνω της σε κάθε δεύτερη σελίδα.
Ένα παράδειγμα, οι εθνικοί αφορισμοί:
“Νομίζω πως είχα μαντέψει πριν ανοίξει το στόμα της ότι θα ΄ταν Αμερικάνα. Παραήταν υγιής για να ’ναι οτιδήποτε άλλο. Κι αυτά τα δόντια πού τα βρίσκουν όλοι τους; Αναρωτήθηκα.” (σελ. 22), ή
“… κι εγώ της χάρισα ένα χαμόγελο που έλεγε καθαρά: «Ναι είμαι Νορβηγός και Ναι, το Σάλας μοιάζει ακριβώς το κατάλληλο μέρος για να συνέλθει κανείς μετά από μια σκληρή και κουραστική μέρα… ίδια κι απαράλλαχτη με τις σκληρές και κουραστικές μέρες που περνούν οι Νορβηγοί… καθώς ιδρώνουν και ξεπατώνονται στην προσπάθεια να είναι Νορβηγοί.» (σελ. 209), ή
“Προχωρούσαν σε γκρουπ των δώδεκα, είχαν σακίδια πλάτης συν πελώρια μπούτια, και διέσχιζαν τους δρόμους κρατημένοι από το χέρι. Απ’ την άλλη, πάλι, για τους περισσότερους Γερμανούς η Πράγα απέχει μόνο λίγες ώρες μ’ ένα γρήγορο τεθωρακισμένο, κι έτσι δεν είναι και τόσο περίεργο που τη θεωρούν λιγάκι σαν την άκρη της αυλής τους.” (σελ. 286), ή
“Υπάρχουν πολλοί σταθμοί εξυπηρέτησης κοντά στις χιονοδρομικές πίστες, πολλά ανταλλακτήρια συναλλάγματος για όλους τους ενδιαφερόμενους, και οι φήμες λένε πως, κατά πάσα πιθανότητα, του χρόνου το κέρδος θα κηρυχθεί (επιτέλους) ολυμπιακό άθλημα. Οι Ελβετοί έχουν βάσιμες ελπίδες για το χρυσό.” (σελ. 307), ή (εδώ, ο απαραίτητος αυτοσαρκασμός)
“Ο Φίλιπ έξυσε το σβέρκο του, κοκκίνισε ελαφρά κι ύστερα έστρεψε ξανά την προσοχή του στον λεκέ του καφέ, στο μανικέτι του. Ο Φίλιπ ήταν Εγγλέζος. Τελείως.” (σελ. 365).
Πίσω στον μύθο:
Η περιπέτειά του θα επιβάλει στον Λαγκ να αναζητήσει τους συνωμότες, πράγμα που θα τον οδηγήσει στα άδυτα της CIA- Παράρτημα Λονδίνου και στην, καθόλου ευτυχή, γνωριμία του με τον “Όλες-οι-πολεμικές-ουλές-του-κόσμου”-πράκτορα Ράσελ Μπαρνς (CIA). Αυτός θα τον μεταφέρει δια της βίας στον δισεκατομμυριούχο αρχισυνωμότη Φόνοου, που, με μοχλό πίεσης την αρτιμέλεια της Σάρα, θα επιβάλει στον Λαγκ τη συμμετοχή του στο “Ξίφος της Δικαιοσύνης”, την ομάδα -ή τον, κατά Λαγκ, “θίασο”- των “τρομοκρατών”.
Της επιχείρησης επιβάλλεται να προηγηθεί μία πρώτη δοκιμή? έτσι, για να ρονταριστεί η ομάδα. Εδώ, τραβάμε το αυτί του Επιμελητή του Gun Seller, αφού η όλη ιστορία του Ολλανδού Υπουργού Οικονομικών στις Ελβετικές Άλπεις, “θύματος” της σκοπευτικής δεινότητας του Λαγκ, βρίθει αναπάντητων ερωτηματικών, εκ των οποίων τα σημαντικότερα:
Έναντι τίνος τιμήματος ο Ολλανδός δέχεται να συμμετάσχει στην παρωδία; (οι “διευκρινίσεις” που αποπειράται ο Laurie στην κορυφή της σελίδας 336, προκειμένου να νομιμοποιηθεί η εμπλοκή του Ολλανδού, είναι έως απλοϊκές, ιδιαίτερα έναντι του κόστους τής -εξαιρετικά- πιθανής αστοχίας του Λαγκ…) και,
Πώς θα λυνόταν το πρόβλημα της επανεμφάνισής του “θύματος”, μετά τη “δολοφονία” του και την ενδελεχή της κάλυψη από τα ΜΜΕ, του CNN προεξάρχοντος;
Από τις αδύναμες έδρες του πρίσματος Gun Seller. Αδυναμίες, που, πάντως, εξασφαλίζουν σαράντα σελίδες, χολλυγουντιανά απόλυτα εκμεταλλεύσιμες.
Υπό την εποπτεία του Μπαρνς, ο Λαγκ θα συναντήσει τη Σάρα? αφού χρειαζόταν την επιβεβαίωση ότι η Σάρα εξακολουθεί να αναπνέει. Στη σχετική ενότητα, όλο το ζουμί είναι στον διάλογο Λαγκ-Μπαρνς (σελ. 271-276). Για κάποιον, όπως ο Laurie, ουσιαστικά μονίμως εγκατεστημένο στις ΗΠΑ, αλλά και βαθύτατα χωμένο στο Αμερικανικό μιντιακό κατεστημένο (χτυπήστε στο Google: Laurie Letterman u-tube) το κατά Laurie προφίλ του Αμερικανού πράκτορα, αλλά και της “πολιτιστικής διαφοράς” Άγγλων/Αμερικανών, τοποθετείται λίγο πριν από τη μήνυση… Απλά, έξοχο!
Και ο “θίασος” θα μεταφερθεί στην Καζαμπλάνκα.
Όχι -δυστυχώς- σε εκείνην της Ίνγκριντ Μπέργκμαν, αλλά σε αυτήν που οι Γάλλοι απλά παρέδωσαν στους …τοπικούς αποικιοκράτες. Αυτήν της εγκατάλειψης, της φτώχειας και της στρατιάς των επαιτών (ελάχιστες οι ελπίδες του Laurie να παρακαθίσει σε γεύμα του Μαροκινού Οργανισμού Τουρισμού και πλάι στον Βασιλιά Χασάν).
Γιατί στην Καζαμπλάνκα;
Γιατί το εκεί Αμερικανικό Προξενείο είχε επιλεγεί σαν στόχος της “τρομοκρατικής” επίθεσης. Κατά το σχέδιο (αυτό, δηλαδή, που ο “θίασος” επίσημα γνώριζε) η αποστολή συνίστατο στην κατάληψη του Προξενείου, στην κράτηση ομήρων έναντι λύτρων και της άμεσης αποφυλάκισης πολιτικών κρατουμένων συνείδησης, και, τέλος, στην απόδραση της ομάδας με ένα ιδιωτικό τζετ, αμέσως μετά την τοποθέτηση στα υπόγεια του προξενείου εξήντα κιλών εκρηκτικών C4 (σελ. 396). Όμως, όπως και θα αποδειχθεί, κατά το σχέδιο των Φόνοου / Μπαρνς και των Άγγλο-Αμερικανικών Μυστικών Υπηρεσιών, οι “τρομοκράτες”, αμέσως μετά την κατάληψη του Προξενείου, θα έπεφταν θύματα της σκοπευτικής δεινότητας του “Πτυχιούχου”, του προς πώληση μαχητικού ελικοπτέρου. Προς δόξαν του “Πτυχιούχου” και των συνακόλουθα εξασφαλισμένων παραγγελιών του Πενταγώνου… Σχέδιο που ο Λαγκ θα υποψιαστεί, αμέσως μετά τις ακριτομυθίες του φίλου του Σάλομον (περισσότερο φίλου από πράκτορα των Βρετανικών Μυστικών Υπηρεσιών) λίγο πριν από την εισβολή στο Προξενείο (σελ. 405-406).
Και θα λάβει τα μέτρα του…
Ο “θίασος” θα καταλάβει το Προξενείο. Η σχετική σκηνοθεσία του Laurie, είναι πειστική. Όμως, θα υπάρξει μία σχεδόν ανεξάντλητη σειρά ανακόλουθων πτυχών του μύθου που σε κάνουν να αναρωτιέσαι αν κάποιος διάβασε το κείμενο πριν αυτό αποσπάσει το “τυπωθήτω” του εκδότη.
Ειδικότερα:
α. Πώς ο Λαγκ “έμπασε” τον πύραυλο στο Προξενείο; Τον ακούμπησε στην όμορη αροκάρια και τον τράβηξε μέσα, κάτω από τη μύτη των παλιόφιλων “τρομοκρατών” και μέχρι την ταράτσα;
β. Τραβηγμένο από τα μαλλιά το στρατήγημα και η -πρακτικά- απαγωγή του Φόνοου από τον Λαγκ, εμπρός στην ορδή των απολύτως απαθών φίλων του αρχισυνωμότη και η μεταφορά του στο Προξενείο, άνευ ετέρου.
γ. Τι είδους επιτυχία θα ήταν για τον “Πτυχιούχο” ο πολυβολισμός των “τρομοκρατών” που, κατά τον Λαγκ, θα κατέληγε στην καταστροφή της ταράτσας και των δύο επάνω ορόφων του Προξενείου (σελ. 445), αλλά, ασφαλώς, και στον θάνατο ενός σοβαρού αριθμού ομήρων;
Κινηματογραφικά κρίνοντας και μέσα στον ορυμαγδό των εκρήξεων και των οπτικών εφέ, κανείς δεν θα διυλίσει τον κώνωπα. Αλλά, στο βιβλίο;… Υποχονδρίες, θα μου πείτε, αλλά δεν θεωρούμε εαυτούς απλούς αναγνώστες? είμαστε κριτικοί αναγνώστες, μιας εξειδικευμένης Λέσχης, και αν είναι να αποδώσουμε τα εύσημα, θα πρέπει -νομίζω- να το κάνουμε μετά λόγου γνώσεως.
Ο Laurie θα συγκεντρώσει όλους του “τρομοκράτες”, πλην ενός, στην ταράτσα του Προξενείου, έτσι ώστε να “νομιμοποιηθεί” ο στόχος του “Πτυχιούχου”. Πώς θα τα καταφέρει; “Γιατί τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει, και η ταράτσα μοιάζει το πιο ενδιαφέρον πόστο σ’ όλο το Προξενείο” (σελ. 442). Ισχνό.
Και θα αποδειχθεί ότι ο Λαγκ είχε δίκιο. Ο “Πτυχιούχος” θα επιτεθεί, παρότι ο στόχος του περιλαμβάνει και τον Φόνοου? οι επίδοξοι πωλητές του ελικοπτέρου δεν έχουν ανάγκη τον μεσάζοντα… Όμως, το αμερικανικό ελικόπτερο θα υποκλιθεί εμπρός στον πύραυλο Τζάβελιν με τη στάμπα της Union Jack επάνω του και ο Μπαρνς, πιλότος του “Πτυχιούχου”, θα αναληφθεί εις Κύριον. Θα ακολουθήσει η πλήρης και άνευ περικοπών ενημέρωση του διεθνούς τηλεοπτικού κοινού -με το CNN σε πρωταγωνιστικό ρόλο- σχετικά με την επιχείρηση “Πτυχιούχος”, όπου θα αποκαλυφθεί η εμπλοκή των “αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών” και η ταυτότητα της επιχείρησης, που “…χρηματοδοτείται στην πραγματικότητα από έναν έμπορο όπλων που δρα κυρίως στις δυτικές χώρες σε συνεργασία με παρακρατικούς και πρώην πράκτορες της CIA” (σελ. 455). Ίσως η ρομαντικότερη των σελίδων, στην ιστορία του Laurie…
Και ο Gun Seller θα κλείσει με την αερομεταφορά του ήρωά μας στον πολιτισμό.
Ο Laurie είχε την ευκαιρία να αναδείξει μία εγγενώς ενδιαφέρουσα ιστορία, σε ένα κατασκοπικό θρίλερ αξιώσεων? περνώντας έντεχνα τα μηνύματά του, σχετικά με το εμπόριο όπλων, ή την εμπλοκή των μυστικών υπηρεσιών στην υπηρεσία του κοινού συμφέροντος, όπου το “κοινό” εξαντλείται στο συμφέρον της υπηρεσίας και των υπηρετών της, ή την παρουσία των μέσων ενημέρωσης στη διαχείριση κρίσεων. Αλλά ο Laurie επέλεξε μία γραφή που, με τις αναρίθμητες χιουμοριστικές αναφορές της, αποπροσανατολίζει από την “αστυνομική” ατμόσφαιρα και ξενερώνει τον “αστυνομικό” αναγνώστη, αφού συχνά μέσω των χιουμοριστικών επιλογών του αναδεικνύει περισσότερο την υπεκφυγή και την καρικατούρα.
Ή μήπως αδικούμε τον Laurie;
Αφού είναι μάλλον βέβαιο ότι στις προθέσεις του δεν ήταν να αναδειχθεί σε “αστυνομικό” συγγραφέα ολκής, αλλά, περισσότερο, να δώσει συγγραφική διέξοδο σε ένα πηγαίο χιουμοριστικό ταλέντο, μέσω μιας αξιοπρεπούς νότας περιπέτειας, σε ένα κείμενο που δεν θα ήταν κι άσχημα αν έπεφτε στα χέρια κάποιου κινηματογραφικού παραγωγού (που, δηλαδή, έπεσε…).
Στο απόσπασμα που ακολουθεί, ο Laurie ξετυλίγει την προσωπική του φιλοσοφία, σχετικά με το εμπόριο και τους εμπόρους όπλων. Πρόκειται για πράγματα χιλιοειπωμένα και η αναφορά του Laurie σε αυτά δεν προσφέρει κάποια φρέσκια οπτική γωνία. Αν το επέλεξα, είναι γιατί θέλω να υπογραμμίσω την προσέγγιση του Laurie στην υπεραπλούστευση και στο εύληπτο, και, κατ’ αυτό, στο εξαιρετικά “ευχάριστο” της γραφής του:
“Αποφάσισα να δοκιμάσω τη στρατηγική της ψυχραιμίας. Αν δεν έπιανε, τότε θα περνούσα στη στρατηγική του Πέτα-Τον-Στο-Νερό-Και-Τρέχα.
«Θα την βάλουμε» απάντησα αργά, «γιατί εσύ κι εγώ έχουμε γεννηθεί και μεγαλώσει σε δημοκρατικές χώρες, όπου η γνώμη των ψηφοφόρων υποτίθεται ότι μετράει. Κι αν ρωτάς εμένα, οι ψηφοφόροι δεν έχουν καμία απολύτως όρεξη να επιτρέψουν στις κυβερνήσεις τους να γυρνάνε από ‘δω κι από ΄κει και να σκοτώνουν πολίτες, είτε δικούς τους είτε ξένους, μόνο και μόνο για να γεμίσουν τις τσέπες τους. Μπορεί την άλλη εβδομάδα οι ψηφοφόροι ν’ αλλάξουν γνώμη. Τώρα, όμως, είναι σίγουρο ότι θέλουν να χρησιμοποιούμε τη φράση “Φτου κακά” όταν μιλάμε για τέτοιου είδους δουλειές.» Τράβηξα μια τελευταία τζούρα και πέταξα τη γόπα μου στο ποτάμι. Μου φάνηκε ότι άργησε πολύ να πέσει στο νερό.
«Δύο σημεία από το ωραιότατο λογύδριο σου τράβηξαν την προσοχή μου, Λαγκ» είπε ο Μπαρνς μετά από κάμποσα λεπτά σιωπής. «Πρώτον: κανείς από τους δυο μας δεν ζει σε δημοκρατική χώρα. Ψηφίζουμε μια φορά στα τέσσερα χρόνια. Αυτό δεν είναι δημοκρατία. Κάθε άλλο. Δεύτερον: ποιος είπε ότι θέλουμε να γεμίσουμε τις τσέπες μας;»
«Ω, ναι, φυσικά» είπα φέρνοντας το χέρι στο μέτωπό μου. «Δεν το έπιασα με την πρώτη. Τα κέρδη από τις πωλήσεις αυτών των όπλων θα τα δώσετε στην Οργάνωση για τη Σωτηρία των Παιδιών της Γης. Πρόκειται για μια τεράστιας σημασίας φιλανθρωπική χειρονομία. Πώς μου ξέφυγε; Ο Αλεξάντερ Γουλφ θα τρελαθεί από τη χαρά του.» Είχα αρχίσει να απομακρύνομαι από τη στρατηγική της ψυχραιμίας. «Αλλά για μια στιγμή… Αυτή τη στιγμή τα έντερά του είναι πασαλειμμένα σ’ έναν τοίχο κάπου στο Σίτι. Μάλλον δεν θα μπορέσει να σας ευχαριστήσει όπως πρέπει. Ξέρεις κάτι κύριε Μπαρνς;» είπα – σηκώνοντας μάλιστα το δάχτυλό μου προς το μέρος του. «Πρέπει να σε δει γιατρός.»
Απομακρύνθηκα από οντά του, βαδίζοντας ξανά προς τα αυτοκίνητα. Δύο Καρλ με ακουστικά στ’ αυτιά τους ήταν έτοιμοι να με σταματήσουν.
«Πού νομίζεις ότι πάνε τα λεφτά, Λαγκ; Ο Μπαρνς δεν είχε κάνει βήμα, απλά είχε ανεβάσει ελαφρά τον τόνο της φωνής του. Σταμάτησα. «Όταν κάποιος πλέι μπόι από τα Εμιράτα έρχεται στο Σαν Μάρτιν κι αγοράζει πενήντα τανκς Μ1Abrams και μισή ντουζίνα F16. Και υπογράφει μια επιταγή μισό δις δολάρια. Πού νομίζεις ότι πάνε τα γαμημένα τα λεφτά; Μήπως φαντάζεσαι ότι τα βάζω εγώ στην τσέπη μου; Τα παίρνει ο Μπιλ Κλίντον; Ή ο γαμο-Ντέιβιντ Λέτερμαν; Πού πάνε τα λεφτά, ε;»
«Πες μου εσύ» απάντησα.
«Θα σου πω – αν και ξέρεις πολύ καλά. Τα λεφτά πάνε στο λαό της Αμερικής. Διακόσια πενήντα εκατομμύρια άνθρωποι τσεπώνουν αυτά τα λεφτά.»
«Δηλαδή παίρνουν από δυο χιλιάδες ο καθένας; Κάθε άντρας, κάθε γυναίκα, κάθε παιδί; Αυτό μου λες;» Ρούφηξα τον αέρα ανάμεσα στα δόντια μου. «Τώρα… γιατί δεν σε πιστεύω; Γιατί άραγε;»
«Εκατόν πενήντα χιλιάδες άνθρωποι έχουν δουλειά χάρη σ’ αυτά τα λεφτά» είπε ο Μπαρνς. «Με το μισθό τους στηρίζουν άλλες τριακόσιες χιλιάδες ανθρώπους. Μ’ αυτό το μισό δις δολάρια οι άνθρωποι αυτοί αγοράζουν λάδι, κορνφλέικς, Νισάν Μίκρα. Άλλες πεντακόσιες χιλιάδες άνθρωποι τους πουλάνε τα Νισάν Μίκρα. Άλλες πεντακόσιες χιλιάδες τα επισκευάζουν, τα πλένουν, τους αλλάζουν λάστιχα. Άλλες πεντακόσιες χιλιάδες κατασκευάζουν τους δρόμους, όπου κυκλοφορούν τα γαμημένα τα Νισάν Μίκρα. Κι έτσι έχουμε διακόσια πενήντα εκατομμύρια καλούς δημοκράτες, ικανοποιημένους δημοκράτες. Δημοκράτες που θέλουν να συνεχίσει η χώρα τους να κάνει το μόνο που ξέρει να κάνει καλά: όπλα.»
Κάρφωσα το βλέμμα μου στο ποτάμι· η φλυαρία αυτού του ανθρώπου μου είχε ζαλίσει το κεφάλι. Από πού ν’ αρχίσει και πού να τελειώσει κανείς;
«Για το καλό, λοιπόν, αυτών των καλών δημοκρατών… Μου λες πως ένα πτώμα εδώ κι ένα εκεί δεν είναι και τόσο τρομερή υπόθεση. Αυτό θέλεις να πεις;»
«Μμμμναι. Κι ούτε ένας απ’ αυτούς τους καλούς δημοκράτες δεν θα βρεθεί να σου πει το αντίθετο.»
«Νομίζω πως ο Γουλφ θα διαφωνούσε μαζί σου.»
«Σιγά τ’ αυγά.»
Συνέχισα να κοιτάζω το ποτάμι. Τα νερά του έμοιαζαν πηχτά και ζεστά.
«Το εννοώ, Λανγκ. Σιγά τα γαμημένα τ’ αβγά. Ένα ς άνθρωπος. Εναντίον τόσων πολλών. Τις χάνει τις εκλογές. Αυτό θα πε δημοκρατία. Και να σου πω κάτι ακόμα;» Γύρισα και τον κοίταξα. Ήταν στραμμένος προς το μέρος μου, με το πρόσωπό του φωτισμένο από το φωτεινό πρόγραμμα του θεάτρου. «Υπάρχουν άλλα δύο εκατομμύρια αμερικανοί πολίτες, για τους οποίους δεν σου μίλησα. Ξέρεις τι θα κάνουν φέτος αυτοί οι άνθρωποι;»
Άρχισε να περπατάει προς εμένα αργά, με σιγουριά.
«Θα γίνουν δικηγόροι;»
«Θα πεθάνουν» μου απάντησε. Η ιδέα δεν φάνηκε να τον ενοχλεί ποσώς. «Από γεράματα, σε δυστυχήματα, στους δρόμους, από λευχαιμία, από εμφράγματα, από καβγάδες σε μπαρ, πέφτοντας από τα παράθυρα – ένας Θεός ξέρει πώς και γιατί ο καθένας τους. Δύο εκατομμύρια Αμερικανοί θα πεθάνουν φέτος. Πες μου λοιπόν: θα τους κλάψεις όλους; Έναν έναν;»
«Όχι.»
«Γιατί όχι; Ποια είναι η διαφορά; Νεκροί θα ‘ναι κι αυτοί, Λαγκ.»
«Η διαφορά είναι πως εγώ δεν είχα σχέση με το θάνατό τους» απάντησα.
«Ήσουν στρατιώτης, πανάθεμά με!» Ήμασταν πια πρόσωπο με πρόσωπο. Φώναζε όσο μπορούσε, προσπαθώντας να μην ξυπνήσει τους ανθρώπους που κοιμούνταν στα γύρω σπίτια. «Εκπαιδεύτηκες να σκοτώνεις για το καλό των συμπατριωτών σου. Έτσι δεν είναι;» Άνοιξα το στόμα μου ν’ απαντήσω, αλλά δεν μ’ άφησε. «Είναι έτσι ή όχι;» Η ανάσα του μύριζε περιέργως ζάχαρη.
«Πολύ πρόχειρη η φιλοσοφία σου, Ράστι. Μα την πίστη μου, στο πόδι τη σκάρωσες. Γιατί δεν διαβάζεις κανένα βιβλίο να ξεστραβωθείς λιγάκι;»
«Οι δημοκράτες δεν διαβάζουν βιβλία, Λανγκ. Οι πολίτες δεν διαβάζουν βιβλία. Οι πολίτες δεν δίνουν δεκάρα για τη φιλοσοφία. Το μόνο που τους νοιάζει τους πολίτες σου, το μόνο που θέλουν από τις κυβερνήσεις τους, είναι ένας μισθός που ολοένα ανεβαίνει. Χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει, θέλουν αύξηση, αύξηση, αύξηση. Αν σταματήσουν οι αυξήσεις, οι πολίτες εκλέγουν καινούρια κυβέρνηση. Αυτό θέλουν οι πολίτες. Αυτό ήθελαν πάντα. Έτσι είναι η δημοκρατία, φίλε.»
Πήρα βαθιά ανάσα. Για την ακρίβεια πήρα πολλές ανάσες, γιατί αυτό που ήθελα να κάνω τώρα με τον Ράσελ Μπαρνς μπορεί να μ’ εμπόδισε ν’ ανασάνω γι’ αρκετή ώρα.
Με παρακολουθούσε, περίμενε την αντίδρασή μου, καραδοκούσε την αδυναμία μου. Έκανα μεταβολή κι απομακρύνθηκα. Οι Καρλ ακροβολίστηκαν και με πήραν στο κατόπι, εγώ όμως συνέχισα να περπατάω γιατί ήμουν σίγουρος ότι δεν θα έκαναν τίποτα αν δεν τους έδινε το πράσινο φως ο Μπαρνς. Μετά από μερικά βήματα, προφανώς τους το έδωσε. Ο Καρλ στ’ αριστερά μου άπλωσε το χέρι του και μ’ έπιασε από το μπράτσο. Του ξέφυγα με ευκολία: γύρισα τον καρπό του και τν πίεσα δυνατά προς τα κάτω. Αναγκάστηκε ν’ ακολουθήσει την κίνησή μου. Ο άλλος Καρλ μ’ έπιασε από το λαιμό για περίπου ένα δευτερόλεπτο, μα τον κλότσησα στο γόνατο και η γροθιά μου χώθηκε στην κοιλιά του. Η λαβή του χαλάρωσε επιτόπου. Κι εγώ βρέθηκα ανάμεσά τους, έτοιμος να τους κάνω μαύρους στο ξύλο. Τόσο έτοιμος, που μάλλον δεν θα με ξεχνούσαν ποτέ στη ζωή τους.
Ξάφνου, όμως έκαναν πίσω λες και δεν είχε συμβεί τίποτα. Τους είδα να στρώνουν τα σακάκια τους και να απομακρύνονται από μένα. Προφανώς κάτι τους είχε πει ο Μπαρνς, κάτι που εγώ δεν είχα ακούσει. Προχώρησε ανάμεσά τους και με πλησίασε.
«Εντάξει, Λαγκ. Κατάλαβα» είπε. «Είσαι πολύ τσαντισμένος μαζί μου. Δεν με χωνεύεις καθόλου. Μου ραγίζεις την καρδιά, να το ξέρεις. Μόνο που όλα αυτά είναι εκτός θέματος.»
Τράβηξε δεύτερο τσιγάρο από το πακέτο του. Εμένα δεν μου πρόσφερε.
«Αν σκοπεύεις να μας βάλεις σε μπελάδες, Λαγκ» είπε φυσώντας μαλακά τον καπνό από τα ρουθούνια του, «καλό είναι να ξέρεις τι θα σου στοιχίσει.»
Κοίταξε πάνω από τον ώμο μου κι έγνεψε σε κάποιον.
«Φόνο» είπε.
Έπειτα μου χαμογέλασε.
Ώπα, σκέφτηκα. Το πράγμα αρχίζει να γίνεται ενδιαφέρον.” (σελ. 222-227).
/ Αθήνα, Σεπτέμβριος 2012.