Η ταινία βασίζεται στο βιβλίο της Σάρα Γκέι Φόρντεν « Gucci: A Sensational Story of Murder, Madness, Glamour and Greed» (Ο Οίκος των Gucci: Μία συγκλονιστική ιστορία δολοφονίας, τρέλας, γκλάμουρ και απληστίας»), που εκδόθηκε το 2000, το οποίο η Πατρίτσια Γκούτσι, δισέγγονη του ιδρυτή Γκούτσιο Γκούτσι, θεωρεί ως επί το πλείστον ανακριβές.
Ο Guccio Gucci άνοιξε ένα μικρό κατάστημα με δερμάτινα είδη το 1921. Ο οίκος επεκτείνεται και σε παπούτσια, γάντια, και εσώρουχα το 1930. Κατά την περίοδο της φασιστικής δικτατορίας λόγω έλλειψης δέρματος και πρώτων υλών, ο σχεδιαστής εισάγει στην αγορά την «τσάντα μπαμπού», εξαιτίας της επιτυχίας, το μπαμπού θα χρησιμοποιηθεί σε πολλά άλλα προϊόντα. Οι λωρίδες πράσινο/ κόκκινο/ πράσινο, σημάδι αναγνώρισης του οίκου, εμφανίζονται την ίδια περίπου εποχή. Στη δεκαετία του 1960, αρχίζει η διεθνοποίηση της εταιρείας. Δημιουργείται το λογότυπο GG. Η δεκαετία του 1980 ήταν μια περίοδος παρακμής για τον οίκο. To 1999 κατά τη διάρκεια της διαμάχης για το Gucci, ο Bernard Arnault και ο Francois Pinault προσπαθούν να πάρουν τον έλεγχο του οίκου. Η Kering, παίρνει την πλειοψηφία μετά από μεγάλη οικονομική συμφωνία.
Κεντρικό πρόσωπο στην σχεδόν τρίωρη ταινία είναι η Πατρίσια Ρετζιάνι, ένα λαϊκό κορίτσι που κατάφερε να «αρπάξει» τον κληρονόμο του οίκου Μαουρίτσιο Γκούτσι έναν συνεσταλμένο, ντροπαλό μαζεμένο χωρίς αυτοπεποίθηση νέο και μαζί να σφιχταγκαλιάσει τον μεγάλο οίκο μέχρι πνιγμού.
Η οικογενειακή ζωή συνιστά επέμβαση στην ιδιωτική ζωή, γράφει ο Καρλ Κράους, Αυστριακός συγγραφέας για να υπογραμμίσει ότι η καταστροφή της ιδιωτικότητας είναι η ίδια η οικογένεια. Ο Ρίνλει Σκοτ πήρε το πλούσιο υλικό μιας διεφθαρμένης, κατεστραμμένης, ασύνδετης οικογένειας κι έστησε μια αστραφτερή σαπουνόπερα.
Σεναριακή αφορμή για την ταινία στάθηκε ο φόνος του Μαουρίτσιο Γκούτσι από την πρώην συμβία του Πατρίτσια και ως καμβάς λειτουργούν οι πνιγηρές και εξοντωτικές σχέσεις των μελών της οικογένειας Gucci του μεγάλου Οίκου. Πριν από λίγα χρόνια ο Ρίντλει Σκοτ με το «Όλα τα λεφτά του κόσμου» κάνει μια ανάλογη απόπειρα, με πολύ καλύτερα όμως αποτελέσματα. Όλα στην τωρινή απόπειρα είναι έτοιμα, πακεταρισμένα, τακτοποιημένα με τέτοιο τρόπο, με τέτοιο ρυθμό ώστε να παρασύρουν την προσοχή του θεατή στο κενό, στο μηδέν, στο πουθενά.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, η Gucci Fashion Company ελεγχόταν από δύο από τους τρείς γιούς του Guccio, τον Rudolfo (Jeremy Irons) και τον Aldo (Al Pacino). Ο Aldo δεν έχει την πρόθεση να παραχωρήσει τον έλεγχο του ονόματος σε κανέναν, πόσο μάλλον στον γιο του Paolo (Jared Leto) στον οποίο δεν τρέφει καμία εκτίμηση
Ο συνεσταλμένος, Mauricio , θα προτιμούσε να ασχοληθεί με τα νομικά παρά να αναλάβει την παγκόσμια αυτοκρατορία της μόδας. Όταν όμως θα ερωτευτεί την φιλόδοξη και γοητευτική Patrizia όλα θα αλλάξουν. Η επιχείρηση θα περάσει στη νέα γενιά και τότε θα ανοίξει ένας κύκλος ίντριγκας και πάθους και θα εξελιχθεί μια ιστορία ανόδου και πτώσης. Στον πυρήνα της ταινίας βρίσκουμε την Πατρίσια Ρετζιάνι, τη γοργή άνοδός της και στη συνέχεια τη σταθερή και συνεχή πτώση της. Η μεταμόρφωσή της από απλό κορίτσι που έβαλε στο μάτι και, τύλιξε μέχρι τον γάμο τον κληρονόμο του οίκου, Μαουρίτσιο Γκούτσι σε ένα τέρας που θέλει να καταπιεί τα πάντα στο διάβα του. Η ίντριγκα λοιπόν και τα πάθη οδηγούν τα πράγματα στα άκρα. Αυτή ήταν και η αρχή του τέλους σε μια εποχή, μάλιστα, που άρχισαν να χάνονται οι ιδιωτικοί οίκοι μόδας και έδιναν σταδιακά τον έλεγχό τους στη βιομηχανία, τους κανόνες της διαφήμισης και της πλήρους και απρόσωπης απληστίας.
Ο Ρίντλει Σκοτ «μάστορας» του κινηματογράφου, ο οποίος έμαθε την γλώσσα του μέσα από τη διαφήμιση, αναμασά ότι πιο πομπώδες, εύκολο, αστραφτερό βρήκε στο διάβα του, με σκοπό να μας υπνωτίσει, όπως αυτός ξέρει και όπως κι εμείς έχουμε βιώσει στις καλές του στιγμές, με τις σπουδαίες του ταινίες και να μας οδηγήσει με μαεστρία, όπου αυτός θέλει. Στη συγκεκριμένη όμως ταινία των Gucci, δεν ξέρει που θέλει να μας πάει και μας παρατά στη μέση μιας απαστράπτουσας σκηνής γεμάτης από φώτα, υπερβολές, κλισέ και μουσικές. Περνά η κάμερα του 84χρονου σκηνοθέτη σαν οδοστρωτήρας μέσα από το σενάριο, κάνοντας επίδειξη άραγε νεανικότητας; χωρίς ν’ αφήνει τίποτα στο διάβα του. Δεν υπολογίζει ούτε τα συναισθήματα των ηρώων του, ούτε τις ελάχιστες αποχρώσεις των ηθοποιών του, ούτε την πλοκή, ούτε την αφήγηση, ούτε καν τις μουσικές που είναι προσεκτικά επιλεγμένες. Τίποτα δεν μένει όρθιο σ’ αυτόν τον ανεμοστρόβιλο του άδειου, του εκρηκτικού και του τίποτα.
Αξίζει να δημιουργηθεί μια ταινία μόνο και μόνο για να ακούγονται κατά τη διάρκειά της όμορφες παλιές ιταλικές επιτυχίες και άριες ή γιατί η εποχή αναπαρίσταται με πειστικότητα και αληθοφάνεια ή γιατί η φωτογραφία του Ντάριους Βόλσκι είναι αντάξια των προσδοκιών μας σε μια τέτοιου μεγέθους παραγωγή;
Όταν συναντιούνται στο ίδιο πλατό τόσο σημαντικοί καλλιτέχνες όπως ο Ρίντλεϊ Σκοτ με τον Αλ Πατσίνο τη Λέιντι Γκάγκα, τον Άνταμ Ντράιβερ, τη Σάλμα Χάγεκ, τον Τζάρεντ Λέτο και τον Τζέρεμι Άιρονς (η πιο αξιοπρεπής παρουσία στο φιλμ) περιμένεις να δεις κάτι καλύτερο από μια ασπόνδυλη σάτιρα, μια ανεξέλεγκτη παρωδία ή μια ξεπερασμένη τηλενουβέλα της απογοήτευσης.