Μετά από 4 + 1 εισόδους (η Ισπανία διαθέτει ένα είδος ημι-Μνημονίου), ήρθε η ώρα της πρώτης εξόδου από Μνημόνιο: η ιρλανδική κυβέρνηση ανακοίνωσε, μετά την τελευταία ελεγκτική επίσκεψη της δικής της τρόικας, ότι σχεδιάζει να εξέλθει στις 15 Δεκεμβρίου. Το γεγονός έχει την ιδιαίτερη σημασία του – και όχι μόνο για την Ιρλανδία.
Έξι χρόνια μετά το ξέσπασμα της τραπεζικής «φούσκας» της και τρία ακριβώς μετά την υπογραφή του Μνημονίου της, η άλλοτε κέλτικη τίγρη θεωρεί λοιπόν ότι μπορεί να ξανασταθεί στα πόδια της και να βγει στις αγορές. Δεν αμφισβητείται -ούτε η ίδια η ιρλανδική κυβέρνηση αμφισβητεί- ότι η οικονομική κατάσταση παραμένει πολύ εύθραυστη: Η ανάπτυξη είναι ασθενική (κοντά στο 1%) και δεν τη νιώθει η πραγματική οικονομία, η ανεργία βρίσκεται στο 14% (αλλά με τάσεις μείωσης), το χρέος προσεγγίζει το 120% του ΑΕΠ (κάτι που αποτελεί, για να μην ξεχνιόμαστε, τον επίσημο στόχο της Ελλάδας …για το 2020) και, κυρίως, ο τραπεζικός τομέας (που σώθηκε από το κράτος, παρασύροντάς το στην κρίση και το Μνημόνιο) δεν έχει εξυγιανθεί οριστικά, αφού τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν αυξητική πορεία, ενώ τα επερχόμενα stress-tests δεν αποκλείεται καθόλου να κρύβουν δυσάρεστες εκπλήξεις. Από την άλλη, δεν αμφισβητείται επίσης -ούτε η ίδια η τρόικα αμφισβητεί- ότι το πρόγραμμα του Μνημονίου, συμπεριλαμβανομένων των δομικών του μέτρων, τηρήθηκε κατά γράμμα και άρα η αξιοπιστία της οικονομικής προσπάθειας της χώρας είναι πολύ μεγάλη, κάτι που αποδεικνύεται εξάλλου από το ότι το spread της Ιρλανδίας σε σχέση με τη Γερμανία, βρίσκεται στο 1.78, δηλαδή σχεδόν στα προ κρίσης επίπεδα.
Η πολιτική μάχη που ακόμα διεξάγεται -γιατί τίποτα, και ασφαλώς όχι η απαλλαγή, δεν είναι απλό στη ζωή υπό Μνημόνιο- περιστρέφεται γύρω από τα δύο αυτά αναμφισβήτητα γεγονότα: τήρηση των εκ του Μνημονίου υποχρεώσεων, παράταση των οικονομικών δυσκολιών. Η ιρλανδική κυβέρνηση αποφάσισε -ορθά κατά τη γνώμη μου- ότι αφού ισχύει το πρώτο, η τρόικα θα πρέπει να την αφήσει να τα βγάλει πέρα μόνη της ως προς το δεύτερο. Έχει συμμάχους στην επιχειρηματολογία της όχι μόνο την προσπάθεια και τα αποτελέσματα της, αλλά και δύο εξ αντιδιαστολής αποδείξεις: η γρηγορότερη από των άλλων χωρών ανάκαμψη, οφείλεται (και) στο ότι η Ιρλανδία, «παρακούοντας» ως προς αυτό την τρόικα, διατήρησε το ειδικό επενδυτικό-φορολογικό καθεστώς της, ενώ η «μνημονιακή» συνταγή, και στην Ιρλανδία και όπου αλλού εφαρμόζεται, είναι εμφανές ότι δεν αρκεί από μόνη της για την έξοδο από την κρίση. Σε αυτά τα λογικά, η τρόικα αντιπαραθέτει τη δική της λογική: αν τα stress-tests των τραπεζών δείξουν πρόβλημα, θα πει πως ο λόγος ένταξης στο Μνημόνιο συνεχίζεται, άρα θα ζητηθούν και νέα «μνημονιακού τύπου» μέτρα. Η δε Γερμανία, έστω και χωρίς κυβέρνηση, βάζει το τελευταίο καρφί σε αυτήν την κάσα, διαβεβαιώνοντας ότι σε καμία περίπτωση δεν θα δεχθεί ενίσχυση των ιρλανδικών τραπεζών, αν χρειαστεί, μέσω του ESM, άρα χωρίς νέα βοήθεια.
Η κατάληξη αυτής της πολιτικής μάχης θα κρίνει πολλά, για ολόκληρη την Ευρώπη. Θα γίνει δεκτή, μετά τη συμπλήρωση ενός πλήρους κύκλου, ως φυσιολογική και ευκταία εξέλιξη η σταδιακή απαγκίστρωση όλων των χωρών από τα Μνημόνια, ή θα εφευρίσκονται λόγοι ή προφάσεις για τη διαρκή παράτασή τους; Θα αρχίσουν να ζυγίζονται πιο πολιτικά και πιο ανθρώπινα τα πράγματα από τους αποφασίζοντες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή κατά σειρά σπουδαιότητας, από τη Γερμανία και την Επιτροπή; Θα προσμετρηθούν όπως τους αρμόζουν η ευρύτερη εικόνα της Ευρώπης και μια διαφοροποιημένη έννοια της αλληλεγγύης, ιδίως ενόψει ευρωεκλογών;
Με τέτοια ζητήματα ανοικτά, άνετα μπορεί να αναφωνήσει κανείς, ιδίως από την Ελλάδα, «Είμαστε όλοι Ιρλανδοί!».