Το καλοκαίρι βρέθηκα σε μια παρέα με έναν από την ομάδα των «σοφών» που συμβουλεύουν τον κ. Τσίπρα. Είχαμε μια μακρά συζήτηση και μου προκάλεσε το ενδιαφέρον ότι σε πολλά συμφωνούσαμε. Ακόμα και όταν προσπαθούσα να τον φέρω σε δύσκολη θέση, επισημαίνοντας συμπεριφορές και αποφάσεις που κανένας λογικός άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει αποδεκτές. Καταλήγαμε φυσικά σε αντίθετα συμπεράσματα, όχι επειδή βρισκόμαστε ο καθένας στο δικό του σύμπαν, αλλά επειδή δίναμε διαφορετικό βάρος και σημασία σε ορισμένες καταστάσεις, ιδίως σε σχέση με το πώς θα επηρεάσουν την εξέλιξη των πραγμάτων. Θεωρούσε, για παράδειγμα, τον λαϊκισμό του ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο δεν αρνιόταν, ως το απαραίτητο τίμημα για την διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, την ώρα που προσωπικά πίστευα και πιστεύω ότι υπήρξε μια από τις βασικές αιτίες για τον διχασμό και την τοξικότητα της πολιτικής μας ζωής. Είχα έντονα την αίσθηση ωστόσο ότι παρά τις διαφωνίες, μοιραζόμαστε τον ίδιο αξιακό κώδικα.
Δεν έχω βέβαια συχνά τη δυνατότητα να κάνω τέτοιες συζητήσεις με στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Φαντάζομαι ότι έτσι κι αλλιώς θα είναι πολύ πιο δύσκολες, δεν περιμένω να έχουν την διάθεση να δουν αυτοκριτικά την πολιτική τους. Έχω ωστόσο αρκετούς φίλους που ψήφισαν και συνεχίζουν να στηρίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ. Παρά τις δύσκολες μέρες που περάσαμε ως κοινωνία, παρά τους προπηλακισμούς και τις ύβρεις που δεχθήκαμε, ιδίως όσοι βρεθήκαμε στον δημόσιο χώρο, καμιά από αυτές τις φιλίες δεν χάλασε. Άλλο τα πολιτικά και άλλο τα προσωπικά, θα μπορούσε να πει κάποιος. Δεν είναι μόνο αυτό όμως. Το μυστικό για τις προσωπικές σχέσεις είναι ο σεβασμός στην προσωπικότητα του άλλου. Που πάει να πει ότι αποδέχεσαι την πολιτική διαφωνία για αυτό που είναι και μόνο γι’ αυτό. Στην ονομαστική της αξία, για να χρησιμοποιήσουμε έναν αγγλισμό. Δεν θεωρείς ότι αποτελούν πρόσχημα για απώτερες επιδιώξεις και ταπεινά κίνητρα. Μεταξύ φίλων αυτό είναι σχετικά εύκολο. Το ίδιο ωστόσο ισχύει και στον δημόσιο διάλογο στο μέτρο που επιδιώκεις μια αντιπαράθεση να μείνει στο πλαίσιο της πολιτικής. Όχι απλώς να προσβάλεις ή να μειώσεις τον αντίπαλο.
Αφορμή για την μακροσκελή αυτή εισαγωγή ήταν ένα κείμενο του Νίκου Μπίστη που απευθυνόταν στους παλιούς του συντρόφους στην ανανεωτική αριστερά. Αυτούς που δεν έχουν υποκύψει ακόμα στη συριζαϊκή σαγήνη και χρησιμοποιούν ως άλλοθι την καταγωγή τους από την «αριστερά του Κύρκου, του Γιάνναρου και του Παπαγιαννάκη».
Για τους πολιτικούς του ισχυρισμούς απάντησε με απόλυτη επάρκεια, από τις στήλες της Athens Voice, ο Θανάσης Γεωργακόπουλος. Δεν έχω κάτι να προσθέσω. Άφησε ωστόσο κατά μέρος ορισμένες, «ψυχιατρικίζουσες» όπως τις ονόμασε, κατηγορίες του Μπίστη, εναντίον ανθρώπων με πολλούς από τους οποίους συμπορεύτηκε για πολλά χρόνια. Καλά έκανε, δεν μπορείς ποτέ να μπεις σε συζήτηση για το αν κάποιοι είναι «συνειδητοί υποκριτές», αν «έχουν καταταγεί στην ανακτορική φρουρά του Μητσοτάκη» ή αν «μισούν τα αριστερά νιάτα τους». Δεν είναι επιχειρήματα, είναι μειωτικοί αν όχι υβριστικοί χαρακτηρισμοί που λένε περισσότερα γι’ αυτόν που τους χρησιμοποιεί παρά γι’ αυτούς στους οποίους απευθύνονται.
Το ανάλογό τους θα ήταν να κατηγορήσει κάποιος όσους μπήκαν στον ΣΥΡΙΖΑ από άλλους χώρους, ότι το έκαναν επειδή είναι οπορτουνιστές και αλλάζουν κόμμα όπως τα πουκάμισα ή επειδή νοιάζονται για την καρέκλα και τον λουφέ. Ή ότι όσοι εμφανίζονται βασιλικότεροι του βασιλέως, είναι επειδή δίνουν εξετάσεις γενιτσαρισμού. Ασφαλώς υπάρχουν και τέτοιοι, δεν είναι όλων τα κίνητρα αγνά. Όμως αυτές είναι προσωπικές κατηγορίες, δεν μπορεί να αποτελούν μέρος ενός πολιτικού διαλόγου. Φυσικά ανήκουν σε μια γνήσια σταλινική παράδοση της αριστεράς, στην ίδια κατηγορία με το ηθικό πλεονέκτημα, όπου ο αντίπαλος δεν έχει απλώς διαφορετική άποψη, είναι ο ίδιος εξ αρχής υποκριτής και με ιδιοτελή κίνητρα. Σε λίγο πιο ήπια εκδοχή το είπε και η Πόπη Τσαπανίδου: όσοι δεν ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι στα καλά τους, είναι παραπλανημένοι, υποχείρια της δεξιάς προπαγάνδας! Το επόμενο στάδιο φαντάζομαι ότι είναι να υποβληθούν σε πολιτική και ηθική διαπαιδαγώγηση για να δουν το φως το αληθινό.
Το μόνο παράδοξο είναι ότι αυτή την επιχειρηματολογία τη χρησιμοποιεί ο Νίκος Μπίστης. Ένας πολιτικός δηλαδή ο οποίος θα μπορούσε να κατηγορηθεί με πολύ ευκολία, και πολλοί τον κατηγορούν, ότι είναι ένοχος για τα περισσότερα από αυτά που κατηγορεί τους άλλους. Δεν είναι εύκολο άλλωστε να εξηγήσει κανείς πώς από υφυπουργός του Σημίτη κατέληξε αριστερός ψάλτης στον ΣΥΡΙΖΑ. Ο Μπίστης βέβαια, για να χρησιμοποιήσουμε ένα δικό του επιχείρημα, μπορεί να τα γράφει όλα αυτά «για τη σωτηρία της ψυχής» του, να είναι το δικό του άλλοθι για τις επιλογές του. Σε αυτή την περίπτωση ταιριάζει απόλυτα και στον ίδιο, με μικρή παράφραση, η κατάληξη του δικού του άρθρου: «δύσκολα θα τη σώσει με αυτές τις μεταλλάξεις».
Πηγή: www.athensvoice.gr