Πριν από λίγες ημέρες ο υπουργός Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης παραιτήθηκε, με τον βουλευτή επικρατείας του κυβερνώντος κόμματος Χρήστο Στυλιανίδη, να τον αντικαθιστά στη θέση του υπουργού.
Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως ο πρωθυπουργός, έστω και με αυτόν τον τρόπο, αποκαθιστά ένα λάθος που εν προκειμένω είχε διαπράξει μετά την εκλογική επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας στις βουλευτικές εκλογές της 25ης Ιουνίου, όταν απέφυγε να προσφέρει υπουργικό χαρτοφυλάκιο στον πρώην επίτροπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Παρά το γεγονός πως από την θέση του υπουργού Πολιτικής Προστασίας και Κλιματικής Κρίσης, συνέβαλλε δραστικά στην διαμόρφωση μίας αποτελεσματικής αντιπυρικής στρατηγικής το καλοκαίρι του 2022, στην ενστάλαξη πολύ σημαντικής επιστημονικής και διαχειριστικής γνώσης στις υπηρεσίες του υπουργείου,[1] στην βελτίωση του συντονισμού[2] και της συνεργασίας μεταξύ των εμπλεκόμενων φορέων.
Ποιοι μπορεί να είναι όμως οι λόγοι που οδήγησαν τον πρώην πλέον υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής στο να δηλώσει την παραίτηση του; Πέραν των δηλώσεων του για το συμβάν στο πλοίο ‘Blue Horizon’ που οδήγησε στον θάνατο του Κρητικού Αντώνη Καρυώτη;
Ένας πρώτος και βασικός λόγος[3] (οι δηλώσεις του μετά τον θάνατο του Αντώνη Καρυώτη ήσαν η αφορμή/Είναι απλοϊκό να σταθούμε μόνο σε αυτό), άπτεται του ό,τι ο ίδιος δεν κατάφερε στο δίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου να θέσει συγκεκριμένες προτεραιότητες στο υπουργείο,[4] να διαμορφώσει μία συγκεκριμένη και συνεκτική στρατηγική με χρονικό ορίζοντα δύο ετών, να κινητοποιήσει τους υπαλλήλους του υπουργείου προκειμένου να ‘τρέξουν’ όλα τα εκκρεμή ζητήματα, πράγμα που κατά κύριο λόγο οφείλεται στο ότι δεν είναι συνηθισμένος να βρίσκεται σε πρώτο πλάνο, έχοντας συνηθίσει να αναλαμβάνει υποστηρικτικούς ρόλους. Κάτι που δεν είναι διόλου αρνητικό.
Ένας δεύτερος λόγος που εντοπίζουμε, έχει να κάνει εμπρόθετα με το γεγονός πως δεν μπόρεσε να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει του υπαλλήλους του λιμενικού (ας μην ξεχνάμε πως για κάτι τέτοιο απαιτείται χρόνος), με τρόπο ώστε αυτοί να δράσουν για τον περιορισμό των προσφυγικών-μεταναστευτικών ροών, που το τελευταίο χρονικό διάστημα έχουν αυξηθεί εκ νέου.
Δεδομένης της σημασίας που αποδίδει προσωπικά ο πρωθυπουργός[5] σε αυτό το πεδίο, εκτιμούμε, θεωρητικώ τω τρόπω, πως αυτός υπήρξε ο σημαντικότερος λόγος της παραίτησης του, στοιχείο που αποδεικνύει πως ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης διαθέτει επίγνωση, προχωρώντας στην απαραίτητη αυτοκριτική.
Ένας τρίτος παράγοντας, σχετίζεται με το γεγονός πως με τις δηλώσεις του προσέδωσε την ευκαιρία στα κόμματα της αντιπολίτευσης (η ρητορική είναι παρόμοια εν πολλοίς/Ο τόνος και το ύφος αλλάζουν), να εγκαλέσουν την κυβέρνηση για ‘αναισθησία’ και για ‘αναλγησία,’ κάτι που επ’ ουδενί δεν επιθυμεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Ειδικά σε αυτή την συγκυρία.
Και, ένας τέταρτος λόγος αφορά το ότι ο ίδιος θεώρησε πως απώλεσε πλέον την εμπιστοσύνη του πρωθυπουργού, όρος εκ των ων ουκ άνευ προκειμένου να παραγάγει έργο ως υπουργός ένας πολιτικός, των συναδέλφων του στο υπουργικό συμβούλιο,[6] και αρκετών εκ των υπαλλήλων στο υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής.
Θεωρούμε πως ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, θα μπορούσε κάλλιστα να αποκτήσει αυξημένο κοινοβουλευτικό ρόλο, αναλαμβάνοντας καθήκοντα όχι κοινοβουλευτικού εκπροσώπου, αλλά εισηγητή σε σημαντικά νομοσχέδια, έχοντας την ικανότητα του ‘λέγειν’, του εντυπωσιασμού, με φυσικό τρόπο, των άλλων.
[1] Τα τελευταία γεγονότα στη Θεσσαλία και στον Έβρο, αποδεικνύουν πως αυτό που απαιτείται είναι ο εμπλουτισμός του επιτελικού κράτους, σε κάθε του στάδιο, με την απαραίτητη γνώση και με «τεκμηρίωση του παραγόμενου έργου», για να παραφράσουμε ελαφρά τον πρόσφατα εκλιπών καθηγητή του Πανεπιστημίου Πατρών Άρη Σισσούρα, που ήσαν εκ των επιστημόνων που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο, μέσω ερευνών και μελετών, στην συγκρότηση του Εθνικού Συστήματος Υγείας στις αρχές της δεκαετίας του 1980, από την τότε κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου. Στις πλείστες των περιπτώσεων, τα εύσημα για την δημιουργία του Εθνικού Συστήματος Υγείας αποδίδονται στον πολιτικό και υπουργό Γιώργο Γεννηματά (και στον Παρασκευά Αυγερινό) και δευτερευόντως στον ίδιο τον Ανδρέα Παπανδρέου, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να παραβλέπονται το έργο και οι προσπάθειες σημαντικών επιστημόνων που κλήθηκαν να συνδράμουν ουσιαστικά, έχοντας έναν οιονεί ουσιαστικό και επιτελικό ρόλο. Κοινωνικοί επιστήμονες όπως ο Άρης Σισσούρας, έθεσαν τις βάσεις ώστε να διαμορφωθεί το όλο οικοδόμημα, τροφοδοτώντας τους πολιτικά υπεύθυνους με θέσεις και με προτάσεις (εδώ οφείλουμε να δούμε και τον ρόλο υπαλλήλων του υπουργείου Υγείας), συνετέλεσαν στην δημιουργική επίλυση των όποιων προβλημάτων προέκυψαν, όντας διαρκώς σε θέση να τεκμηριώνουν επιστημονικά τις ληφθείσες πολιτικές αποφάσεις. Ας δούμε τι γράφει ο ίδιος: «Πρέπει να κατανοηθεί η ανάγκη για ποσοτικές μετρήσεις και τεκμηριώσεις του παραγόμενου έργου ώστε η αποτελεσματικότητα των εφαρμοζόμενων μέτρων και οι αποκλίσεις από τους καθορισμένους στόχους να αξιολογούνται συνεχώς, με σκοπό να πραγματοποιούνται προσαρμογές και να παράγονται νέες πολιτικές». Το πολύ χαρακτηριστικό της σκέψης της αντίληψης του Άρη Σισσούρα απόσπασμα, εμπεριέχεται στο post-mortem κείμενο που έγραψε στην εφημερίδα ‘Τα Νέα Σαββατοκύριακο’ ο γιατρός Χρήστος Δερβένης, ο οποίος, με αδρές γραμμές αναδεικνύει στην επιφάνεια την στέρεα επιστημονική συγκρότηση του καθηγητή, το ότι ήσαν πρωτοπόρος ακαδημαϊκά-επιστημονικά (ιδρυτής της ‘Μονάδας Ανάλυσης και Προγραμματισμού Υπηρεσιών Υγείας), την βαθιά καλλιέργεια του που τον καθιστούσε ικανό να απαγγείλει από μνήμης λόγια από τον Σαιξπηρικό ‘Ριχάρδο Γ’.’ Βλέπε σχετικά, Δερβένης, Χρήστος, ‘Ένας homo universalis στην υπηρεσία της Υγείας,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα Σαββατοκύριακο,’ 9-10/09/2023, σελ. 60. Παραπέμπουμε όμως τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη και στο βιβλίο του ‘Τα μετέωρα βήματα του ΕΣΥ,’ στον οποίο καταγράφει τις πολλές παραμέτρους που πρέπει να ληφθούν υπόψιν κατά την διάρκεια σχεδιασμού και υλοποίησης μίας μεταρρύθμισης, τα προβλήματα που μπορεί να ανακύψουν σε φάση υλοποίησης. Και ο συνδυασμός κοινωνικής-πολιτικής ‘αντίστασης’ και κυβερνητικής αδράνειας, ήτοι απροθυμίας ή αδιαφορίας στην προώθηση και εφαρμογή μίας μεταρρύθμισης, είναι ο χειρότερος. Βλέπε σχετικά, Σισσούρας, Άρης., ‘Τα μετέωρα βήματα του ΕΣΥ,’ Πρόλογος: Μόσιαλος Ηλίας, Εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα, 2012. Δεν θα ήσαν υπερβολικό να ισχυρισθούμε πως ο Άρης Σισσούρας επηρέασε επιστήμονες όπως ο Ηλίας Μόσιαλος, ο Γιάννης Κυριόπουλος, ο Γιάννης Υφαντόπουλος.
[2] Στην βελτίωση του συντονισμού μεταξύ των αρμόδιων φορέων ή των συναρμόδιων φορέων, συνέβαλλε σημαντικά και το επιτελικό κράτος.
[3] Επιθυμούμε να προσεγγίσουμε με νηφάλιο και πρωτίστως με επιστημονικό-ηθικό τρόπο τις δηλώσεις του Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη, περί της ‘αναγκαιότητας’ να σκεφθούμε μία τέτοια στιγμή και τους συγγενείς των υπαλλήλων που ευθύνονται για τον θάνατο του νεαρού Κρητικού. Σε ένα ανθρώπινο επίπεδο, μέσω της γλώσσας που χρησιμοποίησε, ο πρώην υπουργός Ναυτιλίας εξέφρασε την ανησυχία για το γεγονός πως το συμβάν αυτό (ο Αντώνης Καρυώτης αντιμετωπίστηκε ως ‘αντικείμενο’ στο οποίο ασκήθηκε βία, κατά την Σιμόν Βέιλ), και οι προεκτάσεις του (σύλληψη των υπαλλήλων και πιθανή καταδίκη τους), μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για την «έκπτωση ή την πτώση» (Verfallen) των οικογενειών τους, σύμφωνα με την διατύπωση του Λεβινάς που έχει επηρεαστεί εδώ από τον Μάρτιν Χαϊντέγγερ. Και τι σημαίνει «πτώση»; Σημαίνει το να «χαθούν μέσα στα πράγματα», να δυσκολεύονται να προγραμματίσουν την ζωή τους εκ νέου, ως απόρροια της απεχθούς πράξης των δικών τους ανθρώπων για την οποία δεν ευθύνονται, να ‘χαθούν’ «στο κανείς», κάτι που σημαίνει πως «κανείς» (ή έστω λίγοι) δεν θα τους πλησιάσει και δεν θα τους θυμηθεί, πολλώ δε μάλλον πολιτικός. Με αυτόν τον τρόπο, καθίστανται ‘απρόσωποι’: ‘Για αυτούς θα μιλάμε τώρα;’ Ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης έθεσε στο προσκήνιο με τις δηλώσεις αυτές, το δύσκολο ‘μετά’ των οικογενειών αυτών, δίχως να εξισώνει τον θύτη με το θύμα (και πως άλλωστε; ) όπως τόνισαν αρκετοί, και εντός της Νέας Δημοκρατίας. Μέσα σε ένα περιβάλλον κοινωνικής- πολιτικής και Φεϊσμπουκικής ‘οργής,’ ‘αγανάκτησης’ και θυμού, εκεί όπου προκύπτει η ομογενοποίηση των απόψεων και των γνωμών των πολλών που είναι αυτοί που επικρατούν, λίγοι ήσαν αυτοί που έσπευσαν να εμβαθύνουν στο περιεχόμενο των δηλώσεων, να διακρίνουν τις λεπτές αποχρώσεις της. Βλέπε σχετικά, Πελλισόν, Κορίν., ‘Για να κατανοήσουμε τον Λεβινάς,’ Μετάφραση: Φαράκλας, Γιώργος, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα, 2022, σελ. 67-68.
[4] Το ‘πνεύμα Πλακιωτάκη’ που ήσαν ο υπουργός Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής έως τον Μάιο του 2023, εξακολουθούσε να πλανιέται πάνω από το συγκεκριμένο υπουργείο, με τον Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη να αδυνατεί να αναδείξει το δικό του προσωπικό ‘στίγμα’, δυσκολευόμενος να προσαρμοστεί σε έναν νέο και εμφανώς επιτελικό ή επιχειρησιακό ρόλο, ακριβώς διότι δεν ήσαν θιασώτης του μοντέλου του ‘μαχόμενου πολιτικού,’ του ‘πολιτικού των ειδικών συνθηκών’ (βλέπε διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού ζητήματος), αλά Άδωνις Γεωργιάδης. Ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης συνιστά ένα ιδιαίτερο ‘προϊόν’ της ‘σχολής Αβραμόπουλου. Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Σημαίνει πως αποδίδει έμφαση στην μετριοπάθεια, είτε ως βουλευτής είτε ως υπουργός, στην ευγένεια που δεν είναι ‘συνώνυμο’ του πολιτικού πολιτισμού αλλά κάτι περισσότερο (‘εκτιμώ τον αντίπαλο μου βαθύτατα για ‘αυτό που είναι’), στην ηρεμία, στην διατύπωση μη στενά κομματικών επιχειρημάτων (πολύ σημαντική παράμετρος αυτή), και στο Κοινοβούλιο, και σε κάποιον άλλο χώρο, και σε κάποια τηλεοπτική ενημερωτική εκπομπή ως καλεσμένος. Και αυτό το πέτυχε και με το παραπάνω: Εάν κάποιος πολίτης τον άκουγε να μιλά στην τηλεόραση, μπορούσε να συνειδητοποιήσει πως αυτός ο πολιτικός ‘έχει στυλ’ και δεν ‘ακολουθεί’ πάντα την πεπατημένη. Συν τοις άλλοις, πολιτικά πρόσωπα σαν τον Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη συνέβαλλαν στο να είναι ανώδυνη πολιτική, η διαδικασία πολιτικού και ιδεολογικού μετασχηματισμού της Νέας Δημοκρατίας, επί προεδρίας Κώστα Καραμανλή ακόμη. Το ό,τι το συγκεκριμένο υπουργείο δεν ήσαν συμβατό με το δικό του προφίλ, δεν σημαίνει πως δεν είναι ‘αποδοτικός’ και ‘παραγωγικός’. Το ‘ότι δεν αξίζει ως πολιτικός’ όπως απλοϊκά, λαϊκιστικά και προδήλως εσφαλμένα επισημαίνουν κάποιοι.
[5] Ουσιαστικά, ο πρωθυπουργός του χρεώνει και δεν του πιστώνει πολιτικά, έλλειψη αποτελεσματικότητας. Στρεφόμενοι αναλυτικά στα του επιτελικού κράτους, θα επισημάνουμε πως αυτό δεν ‘πάσχει’ από κρίση αξιοπιστίας (αυτή είναι μία ‘στενή’ κομματική οπτική), από κάποια κρίση στρατηγικής (ξέρει πολύ καλά τι θέλει να πετύχει) καθότι πολλοί πολίτες και ειδικοί έχουν αντιληφθεί την σημασία του. Και μάλιστα, ακόμη περισσότερο μετά τα πρόσφατα γεγονότα. Αυτό που απαιτείται είναι η ‘ωρίμανση’ του ώστε να καταστεί ανά πάσα στιγμή ικανό να «διαχειριστεί τις αλλαγές», κατά τον Άρη Σισσούρα. Και για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, οφείλει να ‘μάθει’ (γνωστική διαδικασία) να ‘απορροφά’ με επιτυχία τις κοινωνικές, πολιτικές και αυτοδιοικητικές πιέσεις (το επιτελικό κράτος δεν αντιμετωπίζει μόνο κρίσεις, οφείλει να προωθεί και μεταρρυθμίσεις), να ‘εκπαιδεύεται’ σε συνθήκες κρίσης, να εξελίσσεται διαρκώς, φθάνοντας έως του σημείου κατάργησης, σε αυτή την συγκυρία, υπουργείων. Βλέπε σχετικά, Σισσούρας, Άρης., ‘‘Τα μετέωρα βήματα του ΕΣΥ…ό.π.
[6] Εν είδει υποθέσεως εργασίας, θα τονίσουμε πως η άμεση αντίδραση του πρωθυπουργού δείχνουν πως ο Κύπριος πολιτικός ήσαν εκ των πλέον επικρατέστερων να αποκτήσουν υπουργικό χαρτοφυλάκιο. Παρά το ‘λάθος’ του Ιουνίου, ο πρωθυπουργός ποτέ δεν ήρε την εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του. Η παραίτηση του Νότη Μηταράκη από το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, εμπίπτει στην κατηγορία της παραίτησης ‘υπό πίεση.’ Και δη της παραίτησης υπό ‘πολιτική πίεση,’ εν αντιθέσει με τον Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη που περισσότερο πιέστηκε κοινωνικά.