Οι πρόσφατες εξελίξεις και η διαπραγμάτευση της νέας ελληνικής κυβέρνησης
Οι δραματικές στιγμές που ζήσαμε τις τελευταίες μέρες δεν είναι οι τελευταίες. Θα υπάρξουν κι άλλα δύσκολα ραντεβού με τους «εταίρους». Και η τύχη της χώρας, όπως και του εγχειρήματος της αλλαγής, θα κριθεί σε ένα μακρύτερο χρονικό διάστημα και κυρίως από το έργο της κυβέρνησης. Όμως οι πρόσφατες εξελίξεις επιτρέπουν κάποιες πρώτες σκέψεις και συμπεράσματα, παρόλο που η κατάσταση είναι ευμετάβλητη και τα όσα λέγονται σήμερα δεν αποκλείεται να μην ισχύουν αύριο.
1. Η κυβέρνηση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. δεν έριξε τη χώρα στα βράχια, όπως προεξοφλούσαν τρομοκράτες και τρομοκρατημένοι κατά την προεκλογική περίοδο. Μολονότι υπό αφόρητη πίεση, ο Τσίπρας δεν επέλεξε τη φυγή προς τα μπρος. Έδειξε πως είναι σταθερός στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό και έχει τελικά επίγνωση του συσχετισμού των δυνάμεων.
2. Μέσα σε ελάχιστες ώρες και μέρες, η νέα κυβέρνηση, με τον νέο λόγο, τα νέα πρόσωπα και το νέο ύφος της (και παρά την ύπαρξη πολλών προβληματικών πλευρών), πραγματοποίησε τον άθλο να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στην κοινωνία και την πολιτική, ένα χάσμα που αποτελούσε το πλέον επικίνδυνο για τη δημοκρατία «επίτευγμα» των μνημονιακών πολιτικών και των φορέων τους. Η νέα ελληνική κυβέρνηση αποκάλυψε σε ολόκληρη την υφήλιο τον γυμνό βασιλιά του ελληνικού «success story» και τόλμησε να κατονομάσει το έγκλημα που διαπράχθηκε στην Ελλάδα. Ο Έλληνας πολίτης αισθάνθηκε πως η κυβέρνησή του επιτέλους τον εκπροσωπεί με αξιοπρέπεια. Η επιτυχία αυτή θα δοκιμαστεί τώρα, την ώρα των συμβιβασμών. Και η κυβέρνηση θα πρέπει να τη διαφυλάξει ως κόρη οφθαλμού, όχι με μεγάλα λόγια –που αναπόφευκτα διαψεύδονται– αλλά με τα πρώτα έργα, το ύφος και το ήθος της.
3. Μέσα από μιαν επιθετική (αν και όχι πάντα εύστοχη από άποψη τακτικής) διαπραγματευτική στάση, και παρά τη λυσσαλέα αντίδραση του λόμπι του «μικρού ευρώ» και των νότιων ομογάλακτων του κ. Σαμαρά, η κυβέρνηση πέτυχε μια συμφωνία που παρέχει περιθώρια για άσκηση μιας λιγότερο απεχθούς πολιτικής από την επιβληθείσα μέχρι σήμερα: απόρριψη νέων μέτρων λιτότητας, μετριασμός των εξωφρενικών πρωτογενών πλεονασμάτων, ευελιξία για την υλοποίηση ορισμένων από τις προεκλογικές εξαγγελίες με στόχο την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, την ανάπτυξη και την κοινωνική δικαιοσύνη, πρώτο ρόλο της Ελλάδας στην επεξεργασία των μεταρρυθμίσεων που την αφορούν. Επιτεύχθηκαν έτσι όχι βέβαια οι μαξιμαλιστικές προεκλογικές εξαγγελίες του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., αλλά σαφώς περισσότερα απ’ όσα μας προετοίμαζε μια συνέχιση της συγκυβέρνησης Ν.Δ.-ΠΑ.ΣΟ.Κ. Το οποίο είναι και το ζητούμενο, πιστεύω, για τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Ας τα λάβουν αυτά υπόψη τους και όσοι στην Αριστερά δυσανασχετούν, ώστε να μην μπουν σε μια λογική που κατάληξή της είναι το σενάριο της «παρένθεσης» και η ενίσχυση της Χρυσής Αυγής.
4. Οι πρόσφατες εξελίξεις και η διαπραγμάτευση της νέας ελληνικής κυβέρνησης είχαν και ένα άλλο, ευρωπαϊκής εμβέλειας, θετικό αποτέλεσμα. Η αυξανόμενη δημόσια αντίθεση στις πολιτικές λιτότητας στην Ευρώπη εκφράζονταν μέχρι τώρα σχεδόν αποκλειστικά από ακαδημαϊκούς και δημοσιογραφικούς κύκλους και από αντιπολιτευόμενα κόμματα. Το «ελληνικό ζήτημα» έφερε αυτή τη διαμάχη στην επιφάνεια στο κυβερνητικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, στα κέντρα λήψης των αποφάσεων, με εμφανείς πλέον και δημόσιες τις διαφοροποιήσεις και τις αντιστάσεις στον μονόδρομο της λιτότητας.
Για πρώτη φορά οι πολίτες της Ευρώπης άκουγαν από τα πιο επίσημα χείλη αντί για ένα ακατανόητο τεχνοκρατικό ζαργκόν, επιχειρήματα και διλήμματα σχετικά με τη λιτότητα και τη δημοκρατία, ζητήματα που γνωρίζουν πως τους αφορούν. Τα όσα ειπώθηκαν για το ξεζούμισμα των Ελλήνων και τη δημοκρατική εναλλαγή στη χώρα μας από ηγέτες όπως ο Ομπάμα, ο Ρέντσι, ο Ολλάντ, ο Αυστριακός καγκελάριος και πολλοί άλλοι, ακόμη και από εκπροσώπους της Επιτροπής, αλλά και η καθολική εξέγερση κατά των ακροτήτων του Σώυμπλε, δεν έχουν προηγούμενο και επιβεβαιώνουν ότι η εποχή της μονοκρατορίας του Βερολίνου έχει περάσει και ότι όλο και περισσότεροι κατανοούν πως όρος επιβίωσης της Ευρώπης είναι μια πιο ανοιχτή πολιτική προς τους πολίτες της. Δείχνουν ακόμη ότι οι περισσότεροι δεν είναι διατεθειμένοι να ακολουθήσουν τους όποιους ταλιμπάν στη διάλυση της ευρωζώνης. Και όλα αυτά, ανεξάρτητα από το αν οι αδεξιότητες της ελληνικής κυβέρνησης προκάλεσαν αντιδράσεις συσπείρωσης και εκδήλωσης μιας επιφανειακής ενότητας των θεσμών και των κρατών-μελών εναντίον μας.
Εννοείται ότι η εξέλιξη αυτή δεν είναι έργο μόνο δικό μας. Τα όσα σημαντικά συνέβησαν τελευταία στην Ε.Κ.Τ. με την «ποσοτική χαλάρωση» δείχνουν πως οι συνθήκες για μια στροφή ωριμάζουν ευρύτερα. Όμως και η μικρή Ελλάδα συμβάλλει πλέον καίρια προς αυτή την κατεύθυνση. Το ελληνικό ζήτημα συμβάλλει στη σταδιακή δημιουργία ενός ευρωπαϊκού δήμου.
5. Η κυβέρνηση διέπραξε, κατά τη γνώμη μου, αρκετά και σημαντικά λάθη τακτικής. Λάθη που υποθέτω οφείλονται στην απειρία της αλλά και στην ανεπαρκή πολιτική της ωρίμανση.
– Η επί μακρόν επικέντρωση στη μη τήρηση των συμφωνηθέντων και όχι στη γνωστή στους Ευρωπαίους, περίπου ισοδύναμη, άσκηση της «ευελιξίας» υπήρξε μείζον σφάλμα.
– Μείζον σφάλμα υπήρξε και η (πρόσκαιρη ευτυχώς) έγερση θέματος Ουκρανίας: όχι επειδή επί της ουσίας έχει άδικο, αλλά επειδή έτσι πολλαπλασίασε τους «εχθρούς» μας στα κράτη-μέλη, αλλά και στην κοινή γνώμη πολλών χωρών, ενισχύοντας περιττά μιαν εικόνα αναξιοπιστίας που καλλιεργείται σε βάρος μας.
– Ατυχείς υπήρξαν κινήσεις που παραβίαζαν υπέρ το δέον τις πρακτικές στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών θεσμών: που προσπαθούσαν με επίσημες δηλώσεις να αντιπαραθέσουν ευρωπαϊκούς θεσμούς ή να προκαλέσουν ρήγμα στον γαλλογερμανικό άξονα, που άφηναν να διαρρεύσουν εσωτερικές διαβουλεύσεις (αν και ειδικά η αποκάλυψη του κειμένου Μοσκοβιτσί φαίνεται δικαιολογημένη), που χαρακτήριζαν κράτη-μέλη ως περίπου «κολαούζους» των Γερμανών.
– Λάθος, κατά τη γνώμη μου, και η εμπλοκή στον φαύλο κύκλο της κλιμάκωσης της έντασης που καλλιεργεί ο κ. Σώυμπλε. Η δημιουργία ρηγμάτων ανάμεσα στους λαούς μας –προφανής στόχος του λόμπι του «μικρού ευρώ»– αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο για το κοινό μας εγχείρημα και στρώνει τον δρόμο για ένα ψυχικό exit των λαών από την Ευρώπη. Η Ελλάδα δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να συνδράμει στο εγχείρημα αυτό.
Η ζημιά που προκλήθηκε από τα λάθη αυτά υπήρξε άμεση: λ.χ. ο Ολλάντ, προ του δημόσιου διλήμματος «Μέρκελ ή Τσίπρας», ασφαλώς δεν επιλέγει τον δεύτερο. Εξάλλου, ο κανόνας της ομοφωνίας επιβάλλει μεγάλη προσοχή στο τι λέμε και τι κάνουμε με κάθε «εταίρο».
Παρ’ όλα αυτά, η συνολική μέχρι στιγμής επίδοση της ελληνικής πλευράς, με δεδομένη την κατάσταση και τους συσχετισμούς και κρίνοντας και από το αποτέλεσμα, είναι κατά τη γνώμη μου ικανοποιητική. Το «παιδί με το κοκοράκι» και ο «Μπαρουφάκης» της μνημονιακής προπαγάνδας αποδείχτηκαν και τεχνικά επαρκείς και πολιτικά ισότιμοι με τους «εταίρους» μας. Σίγουρα δε δεν υστέρησαν των ευπειθών προκατόχων τους (πράγμα όχι δύσκολο, είναι αλήθεια). Μάλιστα κέρδισαν και πόντους συμπάθειας ως νέοι Δαβίδ σε μιαν άνιση μάχη με τον Γολιάθ. Και όλοι γνωρίζουν πως είπαν πολλές αλήθειες. Αν κάποιοι επιδίδονται διεθνώς σε μιαν απρεπή προσωπική καμπάνια εναντίον τους δεν είναι ούτε για τα πουκάμισά τους, ούτε επειδή ο υπουργός Οικονομικών μας τείνει να πολυλογεί, ούτε καν για τις αδεξιότητές τους. Είναι επειδή για πρώτη φορά βρίσκονται αντιμέτωποι με μιαν αριστερή κυβέρνηση που αντιστέκεται.
6. Η στρατηγική της κυβέρνησης παρουσιάζει ένα μεγάλο κενό στον τομέα των συμμαχιών. Το γεγονός πως είναι η μόνη κυβέρνηση στην Ε.Ε. που δεν ανήκει στις κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις αναπόφευκτα την απομονώνει πολιτικά. Και αυτό είναι κρίσιμο σε μια διαμάχη που είναι πολιτική τουλάχιστον όσο και διακρατική. Οι κατεστημένες δυνάμεις φοβούνται το ντόμινο των πολλών ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στην Ευρώπη, ίσως περισσότερο και από το ντόμινο του Grexit. Το πρόβλημα αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί, πιστεύω, με δύο τρόπους: πρώτον, ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., ως μέλος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, να επιδιώξει τον διάλογο με τους Ευρωπαίους σοσιαλιστές, όχι τοποθετούμενος απέναντί τους, αλλά επιδιώκοντας να συμβάλει σε μια σύγκλιση της ευρύτερης Αριστεράς για την εξασθένηση και την ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού και των πολιτικών του εκπροσώπων σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Δεύτερον, το άμεσο πολιτικό σχέδιο του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στην Ευρώπη δεν μπορεί να είναι η επιβολή της ριζοσπαστικής Αριστεράς, πράγμα ούτως ή άλλως εξωπραγματικό και που, παραφράζοντας τον Λένιν, θυμίζει το «δώστε μας το σχοινί για να σας κρεμάσουμε». Θα πρέπει να είναι η αποδοχή από πλευράς των άλλων δημοκρατικών δυνάμεων της Ευρώπης της συνύπαρξης με τη ριζοσπαστική Αριστερά, με τους αμοιβαίους συμβιβασμούς που μια τέτοια συνύπαρξη συνεπάγεται. Το κύριο εδώ είναι ότι αν η Ευρώπη δεν κατορθώσει να συνυπάρξει με μια φιλοευρωπαϊκή ριζοσπαστική Αριστερά, σήμερα στην Ελλάδα, αύριο ίσως στην Ισπανία ή και αλλού, σύντομα θα βρεθεί αντιμέτωπη με την αντιευρωπαϊκή Ακροδεξιά, που πιθανότατα θα αποδειχτεί και ο τάφος της.
7. Ο δρόμος μπροστά μας δεν είναι εύκολος. Υπάρχουν πολλοί που επιδιώκουν τη συντριβή της Ελλάδας του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και όχι κάποιον συμβιβασμό. Πρόκειται πρώτιστα για το γερμανοκεντρικό λόμπι του «μικρού ευρώ», αλλά και για όσους η πολιτική τους επιβίωση ταυτίζεται με την αποτυχία του Τσίπρα: ο Ραχόι, ο Κοέλο, ή και ο Σαμαράς και ο Βενιζέλος στα καθ’ ημάς. Όμως οι προϋποθέσεις υπάρχουν τόσο εδώ όσο και έξω ώστε η σημερινή κυβέρνηση να μπορέσει να βγάλει τη χώρα από το τέλμα, συμβάλλοντας ταυτόχρονα και σε μια προοδευτική στροφή και στην Ευρώπη. Θα χρειαστεί βέβαια γι’ αυτό όχι μόνο η αγωνιστικότητα της κυβέρνησης και του λαού μας αλλά και αναπροσαρμογές στην τακτική:
8. Στην Ευρώπη χρειάζεται μεγαλύτερη έμφαση στον συγχρονισμό με τις ευρωπαϊκές προοδευτικές εξελίξεις, στην οικοδόμηση συμμαχιών και στην επιλογή εφικτών κάθε φορά στόχων, με βάση τη γνώση τής εκεί πραγματικότητας που αλλάζει μεν προς το καλύτερο, αλλά όχι πάντα με τους ρυθμούς που θα θέλαμε εμείς. Η φωνή της Ελλάδας και της Αριστεράς σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να σιγήσει στο όνομα των όποιων αναγκαίων συμβιβασμών. Αυτή η φωνή, που αποκαλύπτει τα αδιέξοδα των κυρίαρχων πολιτικών και φέρνει την ελπίδα, αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη συμβολή μας στον κοινό αγώνα για την επιβίωση μιας Ευρώπης που να εκφράζει τους λαούς της. Όμως η φωνή αυτή δεν πρέπει να οδηγεί σε μετωπικές συγκρούσεις με καταφανώς υπέρτερες δυνάμεις, ούτε να πέφτει στην παγίδα του διχασμού των ευρωπαϊκών λαών.
9. Στην Ελλάδα, οι δεσμοί του λαού με την κυβέρνηση, βασικός όρος για την επιτυχία του όλου εγχειρήματος, δεν μπορούν πια να διασφαλιστούν με τη ρητορική του λαϊκισμού. Όλοι διαπίστωσαν ότι ο Τσίπρας δεν μπόρεσε να «πρωτοτυπήσει» τηρώντας όλες τις προεκλογικές εξαγγελίες του, όχι επειδή δεν το ήθελε, αλλά επειδή απλούστατα πολλές από αυτές ήσαν μη ρεαλιστικές. Είμαι πεισμένος, ωστόσο, ότι η νέα κυβέρνηση θα μπορέσει να συνεχίσει να έχει τη στήριξη της πλειοψηφίας των πολιτών, καθώς, σε αντίθεση με τις προηγούμενες, πείθει ότι επιδιώκει το καλύτερο και ότι δεν είναι δέσμια άλλων συμφερόντων. Προϋπόθεση είναι βέβαια τις επόμενες εβδομάδες και μήνες να παρουσιάσει δείγματα γραφής που θα πείθουν: ανακουφίζοντας τους ασθενέστερους, τολμώντας να θίξει κάποια μεγάλα συμφέροντα, προχωρώντας σε βήματα εξυγίανσης του δημόσιου βίου. Ακόμη, εμμένοντας στο νέο ύφος και ήθος και αποκρούοντας τις σειρήνες του παλαιοκομματισμού που φαίνονται να επιβιώνουν και εντός των τειχών, σε συμμάχους και όχι μόνο.
10. Το ζητούμενο πια για τον Έλληνα πολίτη, δεν είναι η ρητορική αλλά το μεταρρυθμιστικό έργο της νέας κυβέρνησης. Οι μεταρρυθμίσεις μιας αριστερής κυβέρνησης ασφαλώς δεν ταυτίζονται με τις μεταρρυθμίσεις του νεοφιλελεύθερου διευθυντηρίου, όμως υπάρχουν και περιοχές επικάλυψης, όπως π.χ. η καταπολέμηση της διαφθοράς και η βελτίωση των φοροεισπρακτικών μηχανισμών, ορισμένες πλευρές του εκσυγχρονισμού της δημόσιας διοίκησης. Αν οι πολιτικές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. αποδειχτούν όχι μόνο πιο δίκαιες κοινωνικά αλλά και αποτελεσματικές, οι πιθανότητες να μπορέσει να κάνει αποδεκτή τη δική του εκδοχή των μεταρρυθμίσεων και στην Ευρώπη θα είναι μεγαλύτερη.
– – –
Οι απολογητές των μνημονίων έχυσαν τόνους μελάνι τα τελευταία χρόνια για να μας πείσουν πως ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. δεν θα έρθει ποτέ στην εξουσία, ή και πως, αν έρθει, θα φέρει την καταστροφή. Η παταγώδης διάψευσή τους δείχνει πως τίποτε δεν είχαν καταλάβει για το τι συνέβη σ’ αυτόν τον τόπο, αλλά ούτε και για το φαινόμενο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Σήμερα πολλοί από αυτούς συνεχίζουν τον ευγενή τους αγώνα στοχεύοντας στο ηθικό των πολιτών και προσπαθώντας να καταδείξουν ότι με τη νέα κυβέρνηση «τίποτε δεν άλλαξε, ούτε και μπορεί να αλλάξει». Στο χέρι όμως του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. είναι να τους διαψεύσει και πάλι, τούτη τη φορά με το έργο του, προς όφελος των πολιτών και του τόπου.