Για το πώς η κυβέρνηση αντιμετωπίζει πλέον τους αντιπάλους της και την κοινωνία, πιο χαρακτηριστική και από τα χάχανα του αναιδέστατου κ. Πολάκη, ήταν η αγόρευση του ίδιου του πρωθυπουργού στη Βουλή, αργά το βράδυ της περασμένης Τετάρτης: Οχι μόνο αποσιώπησε ότι, μετά το 2010, η φαρμακευτική δαπάνη μειώθηκε δραστικά χάρη στις ενέργειες και των εγκαλουμένων στην υπόθεση Novartis. Οχι μόνο δεν ανέλαβε την παραμικρή ευθύνη για όσα εξωφρενικά ο ίδιος και το κόμμα του υποστήριζαν από τα έδρανα της αντιπολίτευσης εκείνη την περίοδο για το φάρμακο και τους φαρμακοβιομηχάνους. Κυρίως απαξίωσε να απαντήσει στα επιχειρήματα των εγκαλουμένων. Λες και αυτοί δεν είχαν προηγηθεί στο βήμα. Λες και από το πρωί δεν είχαν μεσολαβήσει 15 ώρες συζήτησης.
Την προκλητική αυτή αλαζονεία του κ. Τσίπρα, σε συνδυασμό με τον θεσμικό πρωτογονισμό του ίδιου και των συνεργατών του, θέλω να σχολιάσω. Γιατί, όπως ακριβώς συνέβη τον Οκτώβριο του 2016, όταν διέρρευσε η συντριβή της κυβέρνησης στο Συμβούλιο της Επικρατείας στην υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών, έτσι και την περασμένη Τετάρτη, η συζήτηση για τις ευθύνες πολιτικών προσώπων στο σκάνδαλο Novartis άνοιξε ένα καινούριο κεφάλαιο στη διακυβέρνηση της χώρας από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Τότε η κυβέρνηση κατάλαβε ότι ισχύει στη χώρα μας ένα Σύνταγμα και ότι υπάρχουν δικαστές αποφασισμένοι να το προασπίσουν. Σήμερα συνειδητοποιεί ότι η κοινή γνώμη δεν είναι διατεθειμένη να την ακολουθήσει στον κατήφορο του ψέματος, του κυνισμού και της διχόνοιας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ –και αυτό είναι προς τιμήν του– είναι το μόνο κόμμα που έχει καταγγείλει και ως κυβέρνηση το άρθρο 86 του Συντάγματος για την ποινική ευθύνη των υπουργών ως παρωχημένο. Γιατί στις μέρες μας είναι προκλητικά ανιστόρητο να ανατίθεται σε ένα αμιγώς πολιτικό σώμα, τη Βουλή, η άσκηση κατηγορίας κατά υπουργών. «Αθλιο» χαρακτήρισε το άρθρο 86 στη Βουλή ο κ. Τσίπρας, ενώ ο κ. Παρασκευόπουλος θύμισε ότι το κόμμα του θέτει «ως θέμα προτεραιότητας» την αναθεώρησή του. Παρά ταύτα, με απύθμενο θράσος, οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ το εφαρμόζουν κατά των αντιπάλων τους και μάλιστα με τρόπο που η αυθαιρεσία του ξεπερνά κάθε φαντασία.
Ξεχωρίζω προπάντων το ότι:
• Οι κατηγορίες κατά των εγκαλουμένων πρώην υπουργών στηρίζονται σε ανώνυμες μαρτυρίες.
• Οι ίδιες μαρτυρίες, στην πλειονότητά τους, είναι σκανδαλωδώς αναξιόπιστες, αφού στηρίζονται είτε σε πληροφορίες από τρίτους (του είδους: «Οπως άκουσα», «όπως μου είπαν») είτε σε εικασίες των ίδιων των προστατευόμενων μαρτύρων («για την τάδε ενέργεια, ο δείνα υπουργός δεν θα μπορούσε να πάρει λιγότερο από τόσες χιλιάδες ευρώ»).
• Οι ίδιοι μάρτυρες υπήχθησαν σε καθεστώς προστασίας εκ των υστέρων, αφού η υπόθεση έφθασε στη Βουλή και μόνον όταν ο κ. Βενιζέλος κατήγγειλε τη σχετική παρατυπία.
• Τέλος και κυρίως, σύμφωνα με την ισχύουσα νομολογία, τα μεν υπουργικά αδικήματα έχουν από μακρού παραγραφεί, τα δε αδικήματα που δεν σχετίζονται με την άσκηση υπουργικών καθηκόντων –όπως, για παράδειγμα, το ξέπλυμα «μαύρου» χρήματος– θα μπορούσαν κάλλιστα να εκδικασθούν από την τακτική Δικαιοσύνη χωρίς προηγούμενη εμπλοκή της Βουλής. Για παράδειγμα, αν αύριο (ή και σε 10 χρόνια) διαπιστωνόταν ότι ένας από τους εγκαλουμένους έχει πλουτίσει, χωρίς αυτό να μπορεί να δικαιολογηθεί από τα δηλωθέντα εισοδήματά του, θα μπορούσε να προσαχθεί και να καταδικασθεί άνευ ετέρου.
Ούτε στο σκάνδαλο Κοσκωτά ούτε σε κάποιο από όσα επακολούθησαν έκτοτε διαπράχθηκαν τόσο κραυγαλέες αυθαιρεσίες. Είπαμε όμως: τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ διακρίνονται από έναν θεσμικό πρωτογονισμό, ενώπιον του οποίου τα νομικά του κ. Παπαγγελόπουλου και της κ. Θάνου λάμπουν σαν φάροι σε σκοτεινή νύχτα.
Μήπως όμως μπροστά στο σκάνδαλο της Novartis όλα τα παραπάνω είναι ψιλά γράμματα; Γιατί πίσω από την υπόθεση αυτή κρύβεται ένα κύκλωμα διαφθοράς απίστευτης έκτασης και βάθους, στο οποίο, όπως φαίνεται, εμπλέκονται χιλιάδες «ευυπόληπτοι» γιατροί και άλλοι τόσοι επαγγελματίες από τον χώρο της Υγείας. Σε αυτό ακριβώς ποντάρει η κυβέρνηση. «Στο όνομα της κάθαρσης, δεν βαριέσαι, ας γίνουν και κάποιες παρατυπίες». Πολύ περισσότερο, που, όπως είπε και ο κ. Τσίπρας, το σκάνδαλο δεν προήλθε από παρθενογένεση. Κάποιοι πολιτικοί θα το υπέθαλψαν.
Φθάνουμε, νομίζω, στον πυρήνα του προβλήματος. Χωρίς ενδείξεις, αλλά με συλλογισμούς σαν κι αυτόν, που η απλοϊκότητά τους έχει απήχηση σε έναν κόσμο που τον πνίγει η αδικία, η κυβέρνηση επιχειρεί να σπιλώσει τους πολιτικούς αντιπάλους της, χωρίς αποδείξεις, ούτε καν ενδείξεις, αλλά στηριζόμενη αποκλειστικά στην πλειοψηφία που διαθέτει στη Βουλή.
Ως νέος Ροβεσπιέρος, απευθύνεται στην αντιπολίτευση παραλλάσσοντας την ακόλουθη αποστροφή Γάλλου σοσιαλιστή βουλευτή: «Εχετε νομικά άδικο, διότι πολιτικά είσθε μειοψηφία». Γιατί, όπως και να το κάνουμε, αυτό ακριβώς σημαίνει το να θέλεις να στείλεις στη φυλακή τους αντιπάλους σου στηριζόμενος μόνο σε ανώνυμες και αόριστες καταγγελίες.
Ζούμε σε μια περίοδο που, σε Ευρώπη και Αμερική, κάτω από την πίεση του εθνικολαϊκισμού, το κράτος δικαίου απειλείται. Τουρκία, Ρωσία, Ουγγαρία και Πολωνία βρίσκονται στις πρώτες θέσεις μιας μαύρης λίστας, που περιλαμβάνει πλέον και τις ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ. Σε βιβλίο που πρόσφατα κυκλοφόρησαν δύο καθηγητές του Χάρβαρντ, ο Στίβεν Λεβίτσκι και ο Ντάνιελ Ζίμπλατ («How Democracies Die», 2018), θυμίζουν το παράδειγμα της νομότυπης ανόδου στην εξουσία στον Μεσοπόλεμο του Μουσολίνι στην Ιταλία και του Χίτλερ στη Γερμανία, για να διερωτηθούν: Μήπως, χωρίς να το καταλάβουμε, περάσαμε από την εποχή των στρατιωτικών πραξικοπημάτων στην εποχή της αργής και «αθέατης» κατάρρευσης των δημοκρατιών, με την ανάδειξη αδίστακτων δημαγωγών, οι οποίοι δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο για να παρατείνουν την παραμονή τους στην εξουσία;
Αν η χώρα μας δεν φιγουράρει ακόμη στον απαίσιο αυτό κατάλογο, τούτο δεν οφείλεται στον (ανύπαρκτο) συνταγματικό πατριωτισμό του ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε στην προέλευση κάποιων παλαιότερων στελεχών του από ένα χώρο, την ανανεωτική Αριστερά, που άλλοτε λάμπρυναν προσωπικότητες του μεγέθους ενός Ηλία Ηλιού κι ενός Λεωνίδα Κύρκου. Οφείλεται στο ότι, παρά τις προσπάθειες που συστηματικά καταβάλλει, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καταφέρει να εξανδραποδίσει δύο θεμελιώδεις θεσμούς σε κάθε δημοκρατία: τα μέσα ενημέρωσης και τη Δικαιοσύνη.
Η υπεράσπιση των τελευταίων, όμως, δεν είναι υπόθεση μόνο των λειτουργών τους. Είναι και υπόθεση όλων μας. Αρκεί να συνειδητοποιήσουμε ότι η ανεξαρτησία τους απειλείται.
kathimerini.gr