Η εξυγίανση της ΔΕΗ έχει την ίδια κατάληξη με την πρόταση για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση του 2001: ατύχησε. Το 2014 η χώρα είχε αφυπνισθεί και το όλο σχέδιο θα μπορούσε να έχει καλύτερη τύχη, αν δεν ερχόταν τελικά στην εξουσία η πιο αντιμεταρρυθμιστική κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης
Το πελατειακό κράτος ήταν μια δυσλειτουργία της Δημοκρατίας μας που συνέβαλε στη χρεωκοπία. Προνομιακός εταίρος του πελατειακού κράτους ήταν τα ρετιρέ του ευρύτερου δημοσίου τομέα. Πολύτιμοι εθνικοί πόροι, δημόσια περιουσία, ακόμα και δανεικά σπαταλήθηκαν στο βωμό της ικανοποίησης μαξιμαλιστικών συντεχνιακών αιτημάτων των προνομιούχων ΔΕΚΟ (Ολυμπιακή, ΟΤΕ, ΟΣΕ, ΔΕΗ κ.α.) και των «ευγενών» Ταμείων. Το παλιό πολιτικό σύστημα εξέθρεψε, συνεργάστηκε ή απέφυγε να συγκρουστεί με τις συντεχνίες. Δεν ήθελε ούτε μπορούσε να λύσει το πρόβλημα. Ήταν μέρος του προβλήματος.
Αλλά το 2014 ήταν «παλιοί πολιτικοί» που κατάρτισαν και ψήφισαν ένα νομοσχέδιο για την πώληση λιγνιτικών και υδροηλεκτρικών μονάδων της ΔΕΗ. Ενα νομοσχέδιο που τους έθεσε σε τροχιά μετωπικής σύγκρουσης με τα πανίσχυρα συνδικάτα της ΔΕΗ.
Η ιστορία της «Μικρής ΔΕΗ» εξηγεί γιατί δεν είναι όλοι ίδιοι. Για την ακρίβεια, σήμερα οι πολιτικοί μας είναι δύο ειδών: οι παλαιοί, που διδάχτηκαν το οδυνηρό μάθημα της κρίσης και έμαθαν από τα λάθη τους, και οι παλαιότεροι, που ούτε μπορούν ούτε θέλουν να μάθουν. Οι πρώτοι ψήφισαν το νομοσχέδιο για τη «Mικρή ΔΕΗ» το 2014. Οι άλλοι, πέντε χρόνια τώρα, άφησαν τη ΔΕΗ στη μοίρα της.
Η «Mικρή ΔΕΗ» το 2014 ήταν για τη ΔΕΗ ό,τι ήταν η μεταρρύθμιση Γιαννίτση για το Ασφαλιστικό το 2001. Ωστόσο, επειδή το 2014 η χώρα δεν βρισκόταν πια σε εθνική νιρβάνα και συλλογική αμεριμνησία, το σχέδιο εξυγίανσης της ΔΕΗ μπορούσε να έχει καλύτερη τύχη. Ατυχώς για τη ΔΕΗ, τη στιγμή εκείνη ανέλαβε την εξουσία η πιο αντιμεταρρυθμιστική κυβέρνηση της μεταπολίτευσης.
Ασχολήθηκα εκτενώς με το Ασφαλιστικό στην αρθρογραφία μου, όπως και με τη ΔΕΗ (εδώ, εδώ, εδώ και εδώ). Μοιάζουν πολύ τα δύο αυτά πεδία της οικονομίας στις αμαρτίες και στα λάθη τους. Η ΔΕΗ, όπως και η Κοινωνική Ασφάλιση, αρνήθηκε να εκσυγχρονιστεί, ώστε να καταστεί βιώσιμη και ανταγωνιστική, και επέλεξε να παραμείνει δέσμια του πελατειακού κράτους. Και στις δυο περιπτώσεις, ισχυρές συντεχνίες σε συνεργασία με ιδιοτελείς πολιτικούς (ψηφαλάκια), ακόμη και ανεύθυνους ή άτολμους, διαμόρφωσαν την ατζέντα εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος, εξασφαλίζοντας για λογαριασμό τους ένα ιδιαίτερο προνομιακό καθεστώς – ευγενή Ταμεία, ευγενείς ΔΕΚΟ.
Κάθε προσπάθεια προσαρμογής στα νέα δεδομένα εμποδίστηκε. Τα «νέα δεδομένα» στο Ασφαλιστικό, που δεν ήταν πια τόσο νέα το 2001, ήταν το δημογραφικό πρόβλημα. Για τη ΔΕΗ, «νέα δεδομένα» ήταν το άνοιγμα της αγοράς ενέργειας και οι πολιτικές για την κλιματική αλλαγή που σταδιακά απαξίωναν και καθιστούσαν ασύμφορη τη λιγνιτική παραγωγή.
Θα ήταν άδικο να ισχυριστούμε ότι τα προβλήματα του Ασφαλιστικού ξεκίνησαν το 2001. Και, προφανώς, η μεταρρύθμιση Γιαννίτση δεν έλυνε όλα τα προβλήματα του Ασφαλιστικού και της ελληνικής οικονομίας. Είναι, όμως, βέβαιο ότι θα περιόριζε την έκταση και την ένταση των κατοπινών προβλημάτων και του Ασφαλιστικού και της οικονομίας.
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο είναι άδικο να φορτώσουμε όλες τις αμαρτίες της ΔΕΗ στη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και στην ακύρωση του σχεδίου για τη «Μικρή ΔΕΗ». Ομως η τελευταία τετραετία καθυστέρησης υπήρξε καθοριστική: ανυποψίαστοι και αδιάφοροι υπουργοί ασπάζονταν ιδέες και δεδομένα του προηγούμενου αιώνα, ενώ ο χρόνος και οι εξελίξεις έτρεχαν εις βάρος της ΔΕΗ ταχύτατα.
Οι πολιτικές της ΕΕ για την κλιματική αλλαγή δεν εμφανίστηκαν ξαφνικά. Το 2007 τέθηκαν ποσοτικοί στόχοι για το 2020 (20% λιγότερες εκπομπές ρυπογόνων αερίων το 2020 σε σύγκριση με το 1990, 20% παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ το 2020, κ.λπ.). Δόθηκε στα κράτη-μέλη χρόνος να σχεδιάσουν τη μετάβαση και την προσαρμογή. Η κατεύθυνση ήταν σαφής: στροφή προς καθαρή ενέργεια, μείωση των εκπομπών του θερμοκηπίου, ανάπτυξη των ΑΠΕ. Τα χρονοδιαγράμματα ήταν μακροπρόθεσμα και τα αντικίνητρα για τις πιο ρυπογόνες μονάδες (δικαιώματα CO2) ξεκίνησαν σαν χάδι στις τσέπες των λιγνιτοπαραγωγών. Αλλά ήταν εκ των προτέρων γνωστό και δεδομένο ότι η λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων γινόταν ολοένα ακριβότερη και ασύμφορη. Επειδή είναι με διαφορά οι πιο ρυπογόνες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής.
Διαβάστε την συνέχεια στο protagon.gr