Πολύ φοβάμαι πως οι σημερινές αντιδράσεις για τη διόγκωση του φαινομένου της χρυσής αυγής (κύριε διορθωτή να μείνουν τα μικρά), δεν είναι μόνο καθυστερημένες, αλλά και δυστυχώς εμπεριέχουν ισχυρές δόσεις υποκρισίας, όσον αφορά τα αίτια που τις καθορίζουν. Η ενδυνάμωση του χειρότερου πολιτικού εφιάλτη που έχει γεννήσει η ανθρωπότητα, η ενδυνάμωση των υποστηρικτών του ναζιστικού φαινομένου, δεν είναι φυσικά κεραυνός εν αιθρία.
Πολλοί προσπαθούν να ερμηνεύσουν την άνοδο της ακροδεξιάς σ’ όλη την Ευρώπη επικαλούμενοι κυρίως το μεταναστευτικό, αλλά και την οικονομική κρίση με τη φτώχεια και τους κοινωνικούς αποκλεισμούς που τη συνοδεύουν. Πιστεύω πως το μεταναστευτικό, η φτώχεια, ο κοινωνικός αποκλεισμός, είναι όντως πραγματικά αίτια για την άνοδο της ακροδεξιάς, αλλά δεν φθάνουν αυτά από μόνα τους για να την εξηγήσουν.
Υπάρχει όμως και άλλη μια ερμηνεία, που όσο και να φαίνεται περίεργη, έχει κι αυτή τους υποστηρικτές της, μεταξύ των οποίων και πολύ σοβαροί διανοούμενοι. Αυτή η δεύτερη ερμηνεία, θεωρεί πως το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι η διόγκωση των άκρων. Αυτή η διόγκωση- υποστηρίζεται- δεν υπάρχει στην ουσία, αλλά χρησιμοποιείται ως όπλο κατά της Αριστεράς, την οποία μερικοί θέλουν να ταυτίσουν με την άκρα δεξιά. Υποστηρίζεται επομένως πως δεν έχουμε διόγκωση των άκρων, αλλά ροπή προς τον εξτρεμισμό του κέντρου. Η δημοκρατία, υποστηρίζει αυτή η άποψη, κινδυνεύει από τα πλήγματα που της έχει επιφέρει ο «εξτρεμισμός του κέντρου». Με αυτόν τον όρο, εννοούν τις προσπάθειες που γίνονται για κατεδάφιση των κατακτήσεων της κοινωνικής Ευρώπης, για τη διάλυση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, την επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων, τις άνισες φορολογικές σχέσεις, κ.λπ. Αυτές οι θέσεις αποδίδονται όχι στον νεοφιλελευθερισμό, αλλά σ’ ένα νέο πολιτικό μόρφωμα, το οποίο χαρακτηρίζουν ως αναρχοφιλελεύθερο χώρο.
Είναι αλήθεια πως ανεξάρτητα από το απολίτικο φορτίο που κουβαλάει ο όρος «κέντρο», βρισκόμαστε σε μια φάση που οι δυνάμεις τής μετριοπάθειας και του κοινωνικού κράτους, αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στα χτυπήματα που δέχονται από την παγκοσμιοποίηση και τις ελεύθερες χρηματιστηριακές αγορές. Η αδυναμία υπεράσπισης του κράτους πρόνοιας μέσα στα εθνικά πλαίσια, απειλεί το ίδιο το οικοδόμημα της λαϊκής κυριαρχίας. Η μεταπολεμική αίσθηση των πολιτών πως σε τελική ανάλυση, ό,τι και να συμβαίνει, αυτοί είναι οι κυρίαρχοι που επιλέγουν, ελέγχουν και αλλάζουν αυτούς που θα τους κυβερνήσουν, έχει χάσει πλέον τη δυναμική της έκφραση. Η κρίση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, στην οποία συνδυάζονται η φιλελεύθερη αρχής της ατομικής ελευθερίας, με τη ρεπουμπλικανική αρχή της ελευθερίας από εξωτερικές εξαρτήσεις, γεννά την αντίδραση όχι προς τις αιτίες αυτής της κρίσης, αλλά προς την ίδια τη δημοκρατία.
Οι θεωρίες του μεταναστευτικού και της φτώχειας, αλλά και αυτή του εξτρεμιστικού κέντρου, δεν είναι σε θέση να δουν τις βαθύτερες παραμέτρους του προβλήματος της ανόδου των ακροδεξιών σχηματισμών. Κατά τη γνώμη μου και σε αντίθεση με την εκμετάλλευση της κρίσης του αντιπροσωπευτικού συστήματος από τα πολύ υπαρκτά άκρα, αποτελεί την κύρια αιτία ενδυνάμωσης, αλλά και σύγκλισής τους. Αυτή η σύγκλιση δεν είναι κάποιο εφεύρημα «πουλημένων» στο σύστημα διανοούμενων και πολιτικών, αλλά μια πραγματικότητα η οποία οργανώνεται γύρω από το κοινό μίσος των υπαρκτών άκρων προς τη δημοκρατία.
Δυστυχώς, στην Ελλάδα, η οικονομική κρίση και κυρίως η ανασφάλεια, δημιουργεί πρωτοφανείς συνθήκες ώστε εδώ να μην έχουμε απλώς άνοδο της ακροδεξιάς, αλλά την εκκόλαψη του ίδιου του φασιστικού αυγού. Στην Ελλάδα δεν ανεβαίνει μόνο η ακροδεξιά (Καμμένος), αλλά και ο ίδιος ο φασισμός. Αυτό το έδαφος όμως για την άνοδο του φασισμού και της ακροδεξιάς, προετοιμάστηκε πάνω στους κοινούς τόπους των δυνάμεων των δύο άκρων και όχι βεβαίως από το «εξτρεμιστικό αναρχοφιλελεύθερο κέντρο». Θεωρώ πως το να συγχέονται πολλές από τις προτάσεις της τρόικας, οι οποίες όντως αποσαρθρώνουν κάθε ιδέα κοινωνικού κράτους με τις προτάσεις που αφορούν την αναβάθμιση του κράτους πρόνοιας σε κράτος υπηρεσιών και όχι επιδομάτων και όλα αυτά να ονομάζονται «εξτρεμιστικό αναρχοφιλελεύθερο κέντρο», αποτελεί μια πολιτική στρεψοδικία. Γιατί αν, όπως υποστηρίζεται, η σύγκλιση των δύο άκρων είναι μια θεωρία η οποία στοχεύει στην ενοχοποίηση της ριζοσπαστικής Αριστεράς, με τον ίδιο εύκολο τρόπο μπορεί κανείς να υποστηρίξει πως η θεωρία του «εξτρεμιστικού κέντρου», είναι μια θεωρία που θέλει να αθωώσει τις μεθόδους ενός «αριστερού» μίσους που παρήγαγε αυτά που καταναλώνουν σήμερα τα κουρεμένα κεφάλια των νεοταξιτών.
Όταν το καλοκαίρι του 2010 ξεκίνησαν οι ξυλοδαρμοί πολιτικών, τα φασκελώματα της Βουλής, η «εξέγερση» της Κερατέας, εντάθηκαν οι κινητοποιήσεις των ιδιοκτητών ταξί, οι καταλήψεις αρχαιολογικών χώρων και οι αποκλεισμοί λιμανιών, οι κωλυσιεργίες πρυτανικών αρχών για τη μη εφαρμογή του νόμου για τα πανεπιστήμια, όταν τελικά παρουσιάστηκε ως αριστερή πρόταση το κίνημα τού «δεν πληρώνω» και της ανομίας, πολλοί προειδοποιούσαν πως τα προϊόντα αυτού του κινήματος, τα οποία παρήγαγε η κατ’ όνομα ριζοσπαστική, μα στην κυριολεξία αγενής Αριστερά, θα τα καταναλώσει η φασιστική δεξιά. Τότε μερικοί μιλούσαν για υπερβολές ή και για πληρωμένους κονδυλοφόρους.
Αυτοί που τότε θεοποίησαν τις εκδηλώσεις ανομίας, σήμερα ανησυχούν γιατί το φίδι γέννησε. Ξεχνούν πως η ανομία -το μαρτυρεί και η Βαϊμάρη- ενδυναμώνει πάντα το δεξιό άκρο, όσο και να νομίζει το αριστερό πως θα κερδίσει από αυτές τις εξελίξεις. Δεν πρέπει όμως να διστάσουμε να πούμε πως είναι ακριβώς το κοινό μίσος κατά της δημοκρατίας, αυτό που τρέφει το φίδι του ολοκληρωτισμού σ’ όλες του τις εκφάνσεις.
Υ.Γ Είχα γράψει τα παραπάνω όταν ο Πρόεδρος του Συνασπισμού κύριος Τσίπρας έκανε τις περίφημες δηλώσεις του για τον συνασπισμό της Αριστεράς και του Καμμένου με πρωθυπουργό την Παπαρήγα. Τι χρεία έχωμεν άλλων μαρτύρων;
O Γιώργος Σιακαντάρης είναι κοινωνιολόγος και συγγραφέας