Η υποχώρηση το 2001 της τότε κυβέρνησης στο σχέδιο Γιαννίτση για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος , σωστά θεωρείται από πολλούς το συμβολικό σημείο της έναρξης της πορείας προς την κατάρρευση. Πορεία η οποία επιταχύνθηκε με γεωμετρική πρόοδο με την άνοδο του Κώστα Καραμανλή στην εξουσία το 2004. Η λύση που βρέθηκε τότε (σχεδίο Ρέπα) για το πρόβλημα του μη βιώσιμου ασφαλιστικού συστήματος ήταν η χρηματοδότηση των, όλο και μεγαλύτερων, ελλειμμάτων του από τον κρατικό προϋπολογισμό, ο ποίος δεν έχει άλλους πόρους εκτός από τη φορολογία και τον δανεισμό . Στην ουσία, οι πολίτες και οι αγορές ανέλαβαν να χρηματοδοτούν ένα πολυδάπανο σύστημα που επιφύλασσε προνόμια για ορισμένους και συντάξεις φτώχειας για τους υπόλοιπους. Από τα 600 ευρώ της σύνταξης ενός ζευγαριού χαμηλοσυνταξιούχων, τουλάχιστον τα 120 πηγαίνουν στο κράτος, μέσω της έμμεσης φορολογίας στα είδη πρώτης ανάγκης ( τρόφιμα, ενέργεια κλπ) για να πληρωθούν οι μεγάλες- και συχνά πρόωρες- συντάξεις που δίνουν τα «ευγενή» ταμεία. Και επειδή οι φόροι δεν φτάνουν για να καλύψουν τα έξοδα του κράτους, ο δανεισμός έρχεται να συμπληρώσει τον λογαριασμό. Πολλές δεκάδες δισεκατομμύρια από αυτά που σήμερα συγκροτούν το αποκαλούμενο επαχθές χρέος προέρχονται από τη χρηματοδότηση των ασφαλιστικών ταμείων την τελευταία δεκαετία.
.
Η υπόθεση του ασφαλιστικού συμπυκνώνει τις παθογένειες που οδήγησαν στην ελληνική χρεοκοπία. Το πελατειακό σύστημα δεν είχε ως πελάτες μόνο άτομα αλλά και ισχυρές ομάδες συμφερόντων, οι οποίες απέκτησαν μεγάλη δύναμη και κατοχύρωσαν όλο και περισσότερα προνόμια. Η εξυπηρέτηση αυτών των συμφερόντων -που ξεκινούν από τις συντεχνίες του δημοσίου και καταλήγουν στα κλειστά επαγγέλματα- αποτέλεσε για μεγάλα χρονικά διαστήματα μια από τις κύριες προτεραιότητες του πολιτικού συστήματος, από την παραδοσιακή Δεξιά έως την άκρα Αριστερά. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που οδήγησαν στη χρεοκοπία, αλλά και ένας από τους λόγους που δυσχεραίνουν το ξεπέρασμα της κρίσης.
.
Ας δούμε τι γινόταν στον ΟΣΕ. Σε μια χώρα που το σιδηροδρομικό δίκτυο είναι σχεδόν ανύπαρκτο, σε σχέση με τις ευρωπαϊκές χώρες, το σωρευτικό έλλειμμα του οργανισμού είχε ξεπεράσει το 2009 τα δέκα δις. Ένα ποσό πολύ μεγαλύτερο από τον συνολικό προϋπολογισμό των τεσσάρων αυτοκινητοδρόμων, η κατασκευή των οπίων βρίσκεται σε εκκρεμότητα. Ο μέσος -μέσος, όχι ανώτερος- ετήσιος μισθός στην ΤΡΕΝΟΣΕ έφθανε το 2010 τα 49. 732 ευρώ.(1) Όταν η τότε κυβέρνηση περιέκοπτε χαμηλούς μισθούς και συντάξεις, συρρίκνωνε το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων – κατά συνέπεια μείωνε τις θέσεις εργασίας, βαθαίνοντας την ύφεση- ο αρμόδιος υπουργός έψαχνε τρόπους να ξαναδώσει στους υπαλλήλους του ΟΣΕ τους παλιούς καλούς μισθούς τους, που υποτίθεται ότι έπρεπε να είχαν μειωθεί. Το τέχνασμα ονομάστηκε προσωπική διαφορά και ο Ευάγγελος Βενιζέλος προσπάθησε με αυτό να αποφύγει το Ενιαίο Μισθολόγιο, στάση που οδήγησε σε σύγκρουση με την Τρόικα, η οποία ξεπεράστηκε με τον φόρο στα ακίνητα. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ενιαίο μισθολόγιο κάθε άλλο παρά ενιαίο είναι ακόμη και σήμερα, καθώς συνεχίζουν να υπάρχουν τεράστιες διαφορές ανάμεσα σε μισθωτούς με τα ίδια προσόντα.
.
Εκτός των άλλων, το πελατειακό σύστημα αποτελεί και έναν ιδιότυπο μηχανισμό διεύρυνσης της κοινωνικής αδικίας σε βάρος των ασθενέστερων στρωμάτων. Οι αδύναμοι της κοινωνίας μας, όχι μόνο χρηματοδοτούν τα προνόμια των ευνοημένων μέσω της φορολογίας , αλλά καθώς είναι οι κύριοι χρήστες των δημόσιων υπηρεσιών (παιδεία, υγεία, ασφάλιση, συγκοινωνίες κλπ) είναι καταδικασμένοι να λαμβάνουν παροχές χαμηλού επιπέδου. Τις περισσότερες φορές οι κακές υπηρεσίες δεν οφείλονται στην έλλειψη πόρων, όπως ισχυρίζονται συνδικαλιστές, αλλά στο αντιπαραγωγικό καθεστώς εργασίας, που έχουν εξασφαλίσει. Όσοι πολίτες δεν έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν τις ακριβοπληρωμένες ιδιωτικές υπηρεσίες, είναι τα θύματα αυτής της αδικίας.
.
Ενώ οι κοινωνικές δαπάνες στην Ελλάδα είναι ως ποσοστό του Α.Ε.Π. ανάλογες με τις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες, τα αποτελέσματα είναι οικτρά. Οι πόροι δεν καταλήγουν σε αυτούς που τους έχουν πραγματικά ανάγκη. Συνήθως μοιράζονται σε ήδη έχοντες, είτε αναλώνονται για την λειτουργία των υπηρεσιών προς όφελος ομάδων εργαζομένων σε αυτές. Στη δυτική Ευρώπη το κοινωνικό κράτος λειτούργει ως μηχανισμός άμβλυνσης των ανισοτήτων, που δημιουργεί η οικονομία της αγοράς. Αντίθετα, στην Ελλάδα τα πελατειακά δίκτυα διαστρέφουν και ακυρώνουν την κοινωνική πολιτική ως μορφή εξισορρόπησης και αναδιανομής του πλούτου.
.
Στην κρίσιμη καμπή στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα σήμερα, η στάση απέναντι στο πλέγμα των συμφερόντων που συγκροτούν το δίκτυο του ελληνικού πελατειακού κρατισμού είναι το κύριο κριτήριο που καθιστά προοδευτική ή αντιδραστική κάθε πολιτική δύναμη. Στο σημείο αυτό σχηματίζεται μια ισχυρή διαχωριστική γραμμή η οποίαν έχει πολιτική, οικονομική και ηθική διάσταση. Το πελατειακό σύστημα αντιστρατεύεται το δημόσιο συμφέρον και κάθε έννοια ισότητας ευκαιριών και δικαιωμάτων. Οποιαδήποτε συζήτηση για την ανασύνταξη της κεντροαριστεράς δεν μπορεί να παραβλέπει την ανάγκη για ξεκάθαρες τοποθετήσεις απέναντι στο ζήτημα αυτό.
.
Τα δύο κόμματα της κεντροαριστεράς, το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ εξακολουθούν να στέκουν αμήχανα απέναντι στα κρίσιμα ερωτήματα. Το ΠΑΣΟΚ βίωσε σε όλη την ιστορία του τον εσωτερικό διχασμό ανάμεσα στη μεταρρύθμιση και το λαϊκισμό. Ειδικά μετά τον θάνατο του ιδρυτή του αποτέλεσε έναν ιδιότυπο συνεταιρισμό ανάμεσα σε ευρωπαϊστές μεταρρυθμιστές – οι οποίοι δεν ήταν όλοι και τόσο αποφασισμένοι – και σε εκπρόσωπους των συντεχνιών. Παρά τον εκτρωματικό της χαρακτήρα η συμμαχία αυτή βοήθησε την Ελλάδα να βελτιώσει καθοριστικά τη θέση της. Η υποχώρηση των εκσυγχρονιστών που ξεκίνησε με το ασφαλιστικό επισφραγίστηκε με την παράδοση της ηγεσίας του ΠΑ.ΣΟ.Κ. από τον Κώστα Σημίτη στο Γιώργο Παπανδρέου. Το περιεχόμενο και ο τρόπος της παράδοσης αυτής δεν είχαν σε τίποτε να κάνουν με την νεωτερική αντίληψη για τους θεσμούς που πρέσβευαν οι μεταρρυθμιστές. Ο νέος ηγέτης είχε σαν κύριο προσόν τη συγγένεια με τον ιδρυτή του κόμματος και κολυμπούσε σε έναν ωκεανό ιδεολογικής σύγχυσης μεταξύ νεοφιλελευθερισμού και κρατισμού, μεταξύ νεοτερικότητας και αναχρονισμού. Μέσα στην αστάθειά του, η στήριξη που του προσέφεραν οι συνδικαλιστές του κόμματός του ήταν πολύτιμη. Έτσι, ενώ η κυβέρνηση Καραμανλή έφερνε την Ελλάδα κοντά στη χρεοκοπία διπλασιάζοντας το χρέος- πάντα για χάρη του πελατειακού συστήματος- ο αντιπολιτευόμενος Παπανδρέου υιοθετούσε κάθε διεκδίκηση των συντεχνιών και υποσχόταν επανακρατικοποιήσεις, παροχές και… σοσιαλισμό αντί της βαρβαρότητας.
.
Μέσα σε αυτή την ξέγνοιαστη ανευθυνότητα πορεύτηκε και τους πρώτους μήνες της πρωθυπουργίας του, μοιράζοντας επιδόματα και μη παίρνοντας αναγκαία μέτρα. Στη συνέχεια το ΠΑ.ΣΟ.Κ. αφού αμφιταλαντεύτηκε για πολύ καιρό, αναγκάστηκε, υπό το βάρος της χρεοκοπίας, να αρχίσει να θίγει το προνομιούχο κομμάτι της κοινωνικής του βάσης. Ωστόσο, οι αποστάσεις που πήρε δεν συνιστούν ακόμη ένα ξεκάθαρο αναπροσανατολισμό, καθώς σε κρίσιμες μεταρρυθμίσεις προτιμά να κρύβεται πίσω από τις απαιτήσεις της τρόικας. Παρόλα αυτά θα πρέπει να αναγνωριστεί στο ΠΑΣΟΚ η υπευθυνότητα -έστω και υποχρεωτική- που επέδειξε σε κρίσιμες στιγμές, όταν οι πάντες κατέφευγαν στην ευκολία των δήθεν ανώδυνων λύσεων.
.
Για τη ΔΗΜΑΡ τα πράγματα είναι, ίσως, πιο απογοητευτικά. Προερχόμενη από τον ΣΥΡΙΖΑ και στα πλαίσια του αριστερού συντηρητισμού δεν είχε την τόλμη να συγκρουστεί με τα συντεχνιακά συμφέροντα. Κατά τη διάρκεια της συμμετοχής της στην κυβέρνηση , αντί να αντιπαρατεθεί με τις παλαιοκομματικές πρακτικές της Ν.Δ. , έδωσε μάχη οπισθοφυλακής κατά των απολύσεων στο δημόσιο και κατά της απελευθέρωσης επαγγελμάτων, όπως των δικηγόρων. Το κόμμα του Φώτη Κουβέλη πρωτοστάτησε στην υπεράσπιση των ρουσφετολογικά διορισμένων (από κόμματα, βουλευτές και δημάρχους) υπαλλήλων του δημοσίου. Θεωρεί αριστερό να επιλέγεις τη διαιώνιση της εύνοιας του πελατειακού συστήματος στα παιδιά του, αποκλείοντας από το δημόσιο νέους με προσόντα και δεξιότητες που θα μπορούσαν να προσληφθούν μέσω του ΑΣΕΠ.
.
Με τη συμμετοχή της στην κυβέρνηση, η ΔΗΜΑΡ παραδέχτηκε ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος από το μνημόνιο για τη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας. Παραδέχτηκε ότι οι λύσεις που πρότεινε όταν απέρριπτε τη δανειακή σύμβαση ήταν εντελώς ανέφικτες. Όπως και η ΝΔ, αναγκάστηκε να κάνει στροφή προς τον πραγματισμό, αλλά η στροφή αυτή παρέμεινε μετέωρη ανάμεσα στα ευχολόγια και στη σκληρή πραγματικότητα. Η ΔΗΜΑΡ, αντί να επιμείνει σε μέτρα ανακούφισης των ασθενέστερων στρωμάτων -που μένουν ανυπεράσπιστα απέναντι στην κρίση- επικέντρωσε το ενδιαφέρον της γύρω από τον δημόσιο τομέα. Ορθά διαφώνησε, βεβαίως, με τον πραξικοπηματικό τρόπο που αποφασίστηκε το κλείσιμο της ΕΡΤ, όμως είχαν προηγηθεί άλλες ανάλογες σημαντικές ενέργειες, απέναντι στις οποίες δεν υπήρξε ανάλογη αντίδραση. Η αντικατάσταση του διοικητή του ΟΑΕΔ από φαρμακοποιό συνδικαλιστή της Ν.Δ. ήταν μια απ’ αυτές.
.
Τα τελευταία χρόνια ήταν χρόνια δοκιμασίας σχεδόν για όλα τα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Ορισμένα απ? αυτά παρέμειναν αμήχανα απέναντι στη πραγματικότητα που έφερε η νέα φάση της παγκοσμιοποίησης. Ορισμένα άλλα, όμως, είχαν το θάρρος να επεξεργαστούν και να εφαρμόσουν τολμηρές μεταρρυθμίσεις που βοήθησαν την οικονομία των χωρών τους να παραμείνει ανταγωνιστική. Αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος για να αναχαιτιστεί η ανεργία και να διασωθούν οι θέσεις εργασίας. Ταυτόχρονα δημιούργησαν ένα δίχτυ ασφαλείας για τους εργαζόμενους και κατοχύρωσαν τη λειτουργία του κοινωνικού κράτους, φροντίζοντας να το εξορθολογήσουν. Ένα κοινωνικό κράτος, το οποίο χωρίς την ανταγωνιστική οικονομία θα ήταν αδύνατο να στηριχτεί.
.
Η πραγματικά προοδευτική στάση αυτών των κομμάτων έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την στάση που κρατούσαν την ίδια ώρα στην Ελλάδα -που η οικονομική κατάσταση γινόταν όλο και χειρότερη- οι ηγεσίες της εγχώριας κεντροαριστεράς, ζητώντας αύξηση των δαπανών με όλο και μεγαλύτερες παροχές προς όλους. Εξαιρούνται τα ελάχιστα πρόσωπα που προειδοποιούσαν για την επερχόμενη χρεοκοπία και αντιμετωπίζονταν ως ανάλγητοι και νεοφιλελεύθεροι.
.
Μέσα σε αυτό το τοπίο φθάνουμε στην -αναμφισβήτητα θετική- κίνηση των 58 για την κεντροαριστερά. Ο διάλογος που θα ακολουθήσει είναι πολύ πιθανό να δώσει απαντήσεις στα ζητήματα που τέθηκαν παραπάνω. Η συμμετοχή των δύο συγκροτημένων κομμάτων του χώρου είναι χρήσιμη, αλλά όχι υποχρεωτική. Η δυναμική των εξελίξεων μπορεί να αφήσει πίσω τις δύο ηγεσίες, αν οι ίδιες δεν τολμήσουν να απαρνηθούν το συντηρητικό εαυτό τους. Η κατάσταση στο εσωτερικό των δύο αυτών κομμάτων είναι πολύπλοκη, καθώς εντός τους συνυπάρχουν πραγματικοί μεταρρυθμιστές, άτολμοι ισορροπιστές ή εκπρόσωποι των νοοτροπιών που οδήγησαν στην κατάρρευση. Τι μπορούν πλέον να προσφέρουν τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ που διακρίθηκαν στην εξυπηρέτηση των συντεχνιών και σήμερα προτείνουν συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ; Ti νέο μπορούν να προτείνουν τα στελέχη του ίδιου κόμματος που πρωταγωνίστησαν δίπλα στον Γιώργο Παπανδρέου την εποχή της μεγάλης αφασίας και τώρα φλερτάρουν με την ηγεσία της ΔΗΜΑΡ;
.
«Κι έρχεται στιγμή για να αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις»(2) λέει ο γνωστός στίχος που ταιριάζει στην σημερινή κατάσταση της ελληνικής κεντροαριστεράς. Στο τραγούδι, όμως, προηγείται ο στίχος «η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική σου μελαγχολία» ο οποίος, ίσως, ταιριάζει ακόμη περισσότερο .
.
.
.
.
1. Χρυσοί μισθοί σε ΔΕΚΟ υπό πτώχευση, εφημερίδα ΕΘΝΟΣ,14/10/2010
.
.
2. Διονύσης Σαββόπουλος: Οι παλιοί μας φίλοι, από το Φορτηγό, 1966