Εισήγηση στο Συνέδριο του Κύκλου Ιδεών: ‘Η Ελλάδα Μετά’
Εισαγωγή
Υπάρχουν ορισμένα κρίσιμα προαπαιτούμενα για να αποκτήσουμε ως χώρα, αποτελεσματικές και κοινωνικά δίκαιες πολιτικές για την έξοδο από την κρίση, για την ανάπτυξη και την ευημερία.
Χρειαζόμαστε μια επανάσταση του αυτονόητου, σύμφωνα με τον τίτλο της συνεδρίας αυτής, πριν να αρχίσουμε να συζητάμε για τα πεδία ανάπτυξης. Επανάσταση κατ΄εξοχήν αναγκαία, για να έχουμε μια συναντίληψη στα βασικά, ιδιαίτερα λόγω των εμποδίων και δυσκολιών που απορρέουν από,
- την παρατεινόμενη οικονομική και κοινωνική κρίση,
- τις χρόνιες παθογένειες και τα διαρθρωτικά προβλήματα της χώρας που έχουν οξυνθεί από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ,
- τα νέα δεδομένα της παγκοσμιοποίησης των αγορών, της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, των δημογραφικών προβλημάτων, των ανισοτήτων, της ασφάλειας, των νέων μεταναστευτικών ρευμάτων.
Εκ του αποτελέσματος προκύπτει ότι οι πολιτικές που ακολουθεί η Ελλάδα δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις και στις νέες ανάγκες της χώρας και των πολιτών.
Εξακολουθούν όμως να υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μια νέα πορεία ανάκαμψης, με ένα νέο πολιτικό σχέδιο ανασυγκρότησης αν σκεφθούμε,
- τα μέσα που διαθέτει η χώρα σε ανθρώπινο δυναμικό και φυσικό, πολιτιστικό και παραγωγικό κεφάλαιο,
- τη συμμετοχή της στην ΕΕ και στην ευρωζώνη,
- τα στρατηγικά γεωπολιτικά της πλεονεκτήματα και
- την εμπειρία της από τα θετικά επιτεύγματα της μεταπολίτευσης σε πολλούς επιμέρους τομείς
Δεν θα πετύχει όμως ένα τέτοιο σχέδιο, αν δεν επικρατήσουν νέες αντιλήψεις στο δημόσιο διάλογο, στην πολιτική και στην κοινωνία, μια νέα πολιτική κουλτούρα με νέες πολιτικές πρακτικές και συμπεριφορές.
Στο πλαίσιο αυτό, υπάρχουν ορισμένες έννοιες-κλειδιά που δίνουν νομίζω περιεχόμενο στη νέα αυτή κουλτούρα και θα αναφέρω τρεις που τις θεωρώ κρίσιμες:
- Το τρίπτυχο: ενημέρωση, συμμετοχή, διαβούλευση
- Αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των πολιτικών
- Σχέση κράτους-επιχειρήσεων στα πεδία ανάπτυξης
Το τρίπτυχο: ενημέρωση, συμμετοχή, διαβούλευση
Είναι κοινός τόπος ότι η διεύρυνση του πεδίου της συναίνεσης στο σχεδιασμό και στην εφαρμογή μιας πολιτικής συνεπάγεται περιορισμό του πεδίου του καταναγκασμού και των συγκρούσεων, αυξάνοντας έτσι την αποτελεσματικότητα και τα οφέλη από την εφαρμογή μιας πολιτικής σε οικονομικό, τοπικό και εθνικό επίπεδο.
Οι συναινετικές διαδικασίες έχουν προφανή πλεονεκτήματα επειδή διευκολύνουν,
- την ευρύτερη πολιτική και κοινωνική αποδοχή των επιλογών,
- την αντιμετώπιση της σύγκρουσης συμφερόντων,
- τον περιορισμό των αντιδράσεων σκοπιμότητας, τοπικιστικές, κομματικές και άλλες,
- τις καθυστερήσεις στις εγκριτικές, αδειοδοτικές και άλλες διαδικασίες.
Στην κατεύθυνση αυτή σημειώνονται ήδη κάποια θετικά βήματα όπως,
- η θέσπιση κανόνων και δράσεων επικοινωνίας και διαβούλευσης σε όλα τα έργα και προγράμματα που χρηματοδοτεί η ΕΕ,
- η αυξανόμενη χρήση στον επιχειρηματικό χώρο συστημάτων και προτύπων εταιρικής διακυβέρνησης, εταιρικής κοινωνικής ευθύνης και παροχής αντισταθμιστικών ωφελειών στις τοπικές κοινωνίες.
Η συναίνεση προϋποθέτει βέβαια διαδικασίες έγκαιρης ενημέρωσης και ουσιαστικής συμμετοχής και διαβούλευσης μεταξύ όλων των εμπλεκομένων στο σχεδιασμό και την εφαρμογή μιας παρέμβασης. Και σε σε αυτό συμβάλουν οι νέες δυνατότητες διάχυσης της πληροφόρησης, οι ψηφιακές τεχνολογίες, τα ανοικτά δεδομένα και οι φτηνές συσκευές πρόσβασης.
Η υστέρηση όμως στην υιοθέτηση πρακτικών διαβούλευσης και συναίνεσης έχει κοστίσει σημαντικά στη χώρα και στην οικονομία της.
Παράδειγμα, ο τομέας της πράσινης οικονομίας και της οικονομίας χαμηλού άνθρακα που διεθνώς, έχοντας μετατρέψει την προστασία του περιβάλλοντος και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, από αναπτυξιακό περιορισμό, σε παραγωγική και επενδυτική ευκαιρία και έχει αλλάξει τα δεδομένα στην τεχνολογία παλιών και νέων κλάδων στη μεταποίηση, στις μεταφορές, στην ηλεκτροπαραγωγή με την εκτεταμένη αξιοποίηση των ΑΠΕ, στην διαχείριση και ανακύκλωση των απορριμμάτων με την αντιμετώπιση τους ως πρώτων υλών, στη γεωργία ακριβείας.
Ηδη στην ΕΕ, ο τομέας αυτός συγκροτεί έναν από τους μεγαλύτερους τομείς της οικονομίας με 700 δισεκ. Ευρώ τζίρο που προβλέπεται να τριπλασιασθεί το 2030 και έχει σήμερα 4,2 εκατ. θέσεις απασχόλησης. Είναι προφανή τα οφέλη από την ανάπτυξη του τομέα αυτού στην οικονομία, στην ποιότητα ζωής, στην αειφορία, στο εισόδημα περιοχών με συγκριτικά πλεονεκτήματα, στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Στην Ελλάδα, η χωρική διάσταση των περισσότερων από τις δραστηριότητες αυτές και οι ελλείψεις στις χωροταξικές ρυθμίσεις και στις χρήσεις γής, επιτείνουν το πρόβλημα της αρνητικής στάσης στην αποδοχή πχ ενός αιολικού πάρκου ή ενός εργοστασίου ανακύκλωσης ή μιας ακόμη και της ποιο σύγχρονης μεταποιητικής μονάδας.
Τα στοιχεία πέραν των άλλων μέτρων και πολιτικών, καθιστούν αναγκαία την επικοινωνία, την ενημέρωση, την εξήγηση και την διαβούλευση με όλους τους εμπλεκόμενους.
Η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των πολιτικών
Σε μια εποχή αυξανόμενων φυσικών, περιβαλλοντικών, οικονομικών και άλλων περιορισμών στη διαθεσιμότητα και χρήση των πόρων, η αξιολόγηση είναι, διεθνώς, ένα βασικό εργαλείο μιας βιώσιμης αναπτυξιακής πολιτικής.
Οι αξιολογήσεις εκ των προτέρων, κατά τη διάρκεια και εκ των υστέρων της εφαρμογής μιας πολιτικής ή ενός προγράμματος συμβάλει στη συνεχή βελτίωση του σχεδιασμού, της αποτελεσματικότητας και της απόδοσης. Είναι βασικός κρίκος στην αλυσίδα: σχεδιασμός-εφαρμογή-έλεγχος-αξιολόγηση, αλλά και φορέας παραγωγής νέας εμπειρικής γνώσης, πολλαπλά χρήσιμης για καλύτερες πολιτικές και προγράμματα στη συνέχεια.
Στην Ελλάδα ο θεσμός της αξιολόγησης σε όλους τους τομείς της δημόσιας διοίκησης και της πολιτικής έχει υποβαθμιστεί.
Παράδειγμα το σύστημα διαχείρισης και αξιοποίησης των, έτσι κι αλλιώς περιορισμένων, σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, πόρων του ΕΣΠΑ που θα πρέπει να χρησιμοποιούνται όλο και πιο έξυπνα, αποδοτικά και στοχευμένα για να έχουμε το βέλτιστο αναπτυξιακό αποτέλεσμα.
Η αξιολόγηση παρά το ότι είναι υποχρεωτική από τους κανονισμούς των διαρθρωτικών ταμείων της ΕΕ, εφαρμόζεται αποσπασματικά και συνήθως προσχηματικά, με αποτέλεσμα το κριτήριο της απορρόφησης των κονδυλίων να έχει αναχθεί σε βασικό κριτήριο επιτυχίας, σε βάρος των ποιοτικών στόχων για κοινωνική και περιφερειακή συνοχή χωρίς αποκλεισμούς, βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και βιώσιμη ανάπτυξη. Επιπλέον, καταγράφονται μεγάλες καθυστερήσεις στα χρονοδιαγράμματα που μεταθέτουν, κατά μέσο όρο 2-3 χρόνια, την αρχικά προγραμματισμένη ροή των κονδυλίων και τα αναπτυξιακά οφέλη προς την πραγματική οικονομία και κοινωνία.
Η Ελλάδα βρίσκεται στις πρώτες θέσεις των χωρών με τις μεγαλύτερες εισροές από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ έχοντας εισπράξει σχεδόν ένα ΑΕΠ τα τελευταία 35 χρόνια. Σταδιακά και ιδιαίτερα στην περίοδο της κρίσης οι πόροι αυτοί αποτελούν τον κύριο χρηματοδότη του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, μέσω του οποίου χρηματοδοτούνται όχι μόνο οι τεχνικές και κοινωνικές υποδομές, αλλά και οι κρατικές ενισχύσεις προς τον ιδιωτικό τομέα, οι επενδύσεις με ΣΔΙΤ και οι λοιπές παραγωγικές υποδομές και τα δίκτυα, τα προγράμματα εκπαίδευσης, έρευνας, δια βίου μάθησης, απασχόλησης και πολλά άλλα.
Η σημασία λοιπόν της αξιολόγησης είναι κομβική, γιατί μέχρι σήμερα τα ευρωπαϊκά χρήματα που εισπράττει η Ελλάδα έχουν σημαντικά μικρότερη απόδοση από αυτή των άλλων με μεγαλύτερη θεσμική επάρκεια χωρών.
Σχέσεις κράτους-επιχειρήσεων
Η επικρατούσα ιδιότυπη σχέση κράτους-επιχειρήσεων στα δίπολα εργοδότη-προμηθευτή και ελεγκτή-ελεγχόμενου έχει δημιουργήσει, αφενός ένα αντιεπιχειρηματικό κλίμα αντιπαράθεσης και καχυποψίας και αφετέρου ένα κρατικοδίαιτο μοντέλο διαπλοκής που αμφότερα λειτουργούν ως αντιαναπτυξιακό φρένο και διαμορφώνουν μια κατάσταση αναξιοπιστίας της χώρας στο εξωτερικό.
Το νέο αναπτυξιακό μοντέλο συνδέεται με ένα επιτελικό κράτος που οφειλει να αποκαταστήσει καταρχήν, τα τρία βασικά στοιχεία που αξιολογεί ένας επενδυτής. Τη διοικητική λειτουργία του, τη φορολογική σταθερότητα και την ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης.
Όλοι οι πίνακες διεθνών κατατάξεων τοποθετούν την Ελλάδα σε πολύ χαμηλή θέση ως προς αυτά. Όπως συμβαίνει και με την ανταγωνιστικότητα και με την ελκυστικότητα του επιχειρείν.
Είναι δείγματα διαχρονικής αποτυχίας της πολιτικής.
Έχουν γίνει βήματα μετά τις εναρμονίσεις με το ευρωπαϊκό κεκτημένο σε πολλούς τομείς, την εισαγωγή συστημάτων όπως η διαύγεια και η ηλεκτρονικοποίηση των κρατικών προμηθειών, ο ψηφιακός μετασχηματισμός και η απλοποίηση των αδειοδοτήσεων, αλλά μένουν ακόμη πολλά να γίνουν.
Επιπλέον, θα πρέπει η πολιτεία να κινητοποιήσει τις δημιουργικές δυνάμεις για μια εθνική συνεννόηση σε ένα ολοκληρωμένο Σχέδιο Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, καλλιεργώντας μια κουλτούρα καινοτομίας, ποιότητας, ανταγωνιστικότητας και εξωστρέφειας, με τη συγκρότηση μιας μεγάλης αναπτυξιακής συμμαχίας, στο πλαίσιο της τριπλής έλικας, των εθνικών και περιφερειακών δημόσιων και αυτοδιοικητικών αρχών, των πανεπιστημιακών/ ερευνητικών φορέων και των φορέων της παραγωγής και των επιχειρήσεων.
Στο Σχέδιο αυτό απαλλαγμένο από κρατικίστικα μοντέλα κεντρικού σχεδιασμού, θα πρέπει να είναι σαφή τα όρια και πεδία δράσης μεταξύ κράτους-επιχειρήσεων, οι κανόνες και τα μέτρα βελτίωσης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και κυρίως να περιλαμβάνει πολιτικές όπως:
- χρησιμοποίηση των κρατικών προμηθειών για την ενισχυση της παραγωγής και την προώθηση της καινοτόμου επιχειρηματικότητας,
- στοχευμένες αποκρατικοποιήσεις που μπορούν να λειτουργήσουν πιο αποδοτικά, ως αναπτυξιακοί πολλαπλασιαστές
- απελευθέρωση αγορών και επαγγελμάτων
- πρόσβαση στη χρηματοδότηση και στα νέα χρηματοδοτικά εργαλεία
- αξιοποίηση του θεσμού των ΣΔΙΤ σε επιλεγμένους τομείς,
- παραγωγικές υποδομές και δίκτυα στην ενέργεια, στις μεταφορές, στην ευρυζωνικότητα,
- στήριξη δυναμικών παραγωγικών αλυσίδων αξίας (για παράδειγμα στη διαδικασία εκχώρησης περιοχών για εγκατάσταση μεγάλων αιολικών πάρκων να περιληφθεί ο όρος δημιουργίας τεχνικής κατασκευαστικής βάσης στην Ελλάδα από τους αναδόχους, όπως έκανε η Πορτογαλία),
- πριμοδότηση τοπικών και θεματικών συνεργασιών και δικτυώσεων (clusters) επιχειρήσεων, ιδιαίτερα για την προώθηση συνεργιών μεταξύ των τομέων / κλάδων αγροδιατροφής, πολιτισμού, τουρισμού
- σχεδιασμός ειδικών δράσεων κρατικών ενισχύσεων για προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων με μόχλευση ιδιωτικών πόρων στους εννιά κλάδους προτεραιότητας στο ΕΣΠΑ (αγροδιατροφή, τουρισμός ενέργεια, περιβάλλον, εφοδιαστική αλυσίδα, τεχνολογίες πληροφορικής & επικοινωνιών, υγεία και φαρμακευτική βιομηχανία, δημιουργικές και πολιτιστικές βιομηχανίες, υλικά – κατασκευές).
Επίλογος
Είναι αυτονόητα πολλά από αυτά και έχουν επανειλλημένα και μονότονα λεχθεί.
Όμως δεν υπάρχει ακόμη κοινή αντίληψη στα αυτονόητα.
Η διαβούλευση έχει μόνο τύποις γίνει αποδεκτή στη δημόσια ζωή και γίνεται αντιληπτή, ως ένα επιπλέον γραφειοκρατικό στάδιο, καθώς δεν έχουν προβλεφθεί οι μηχανισμοί που θα την κάνουν ουσιαστική και θα διευκολύνουν μία ευρεία συμμετοχή.
Η έννοια της αξιολόγησης έχει ενοχοποιηθεί ξεκινώντας από το επίπεδο της αξιολόγησης εργαζομένων και δομών στο δημόσιο.
Η δυσπιστία αυτή μετατρέπεται εύκολα σε πλήρη απουσία λογοδοσίας σε όλα τα επίπεδα δραστηριοτήτων στα οποία εμπλέκεται ο δημόσιος τομέας.
Επιπλέον υπονομεύει μία σωστή σχέση κράτους επιχειρήσεων και δεν ευνοεί την καινοτομία και τις επενδύσεις που χρειαζόμαστε για το φιλόδοξο στόχο της ανάπτυξης.
Αναγκαία λοιπόν για όλα αυτά η επανάσταση του αυτονόητου.