Τους τελευταίους έξι μήνες τα έχουμε δει όλα: Αρχίσαμε με την πρώτη αριστερή κυβέρνηση να υπόσχεται τα πάντα στους πάντες, να εκλέγεται με πρόγραμμα παροχών 12 δισ. και να προεξοφλεί μια συμφωνία με τους δανειστές πολύ καλύτερη από την «κατάπτυστη» πρόταση Χαρδούβελη. Είδαμε στη συνέχεια τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, μια παρά φύσιν συνεργασία, που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί την προηγούμενη ημέρα. Ακολούθησε η απίστευτη δήλωση του ΥΠΟΙΚ ότι η χώρα δεν χρειάζεται δανεικά, ότι θα τιμήσει παρά ταύτα τις υποχρεώσεις της και θα θέσει τέρμα στη λιτότητα που οδηγεί σε μια αυτοτροφοδοτούμενη κρίση.
Περάσαμε σε μια δήθεν συμφωνία-γέφυρα χωρίς λεφτά, που επανέφερε ουσιαστικά τις εναπομείνασες υποχρεώσεις του δευτέρου Μνημονίου. Υστερα είδαμε τα πρώτα νομοθετήματα, που όχι μόνο δεν υλοποιούσαν, έστω μερικά, τις υποχρεώσεις αυτές, αλλά έκαναν και βήματα προς τα πίσω επαναφέροντας π.χ. χιλιάδες υπαλλήλους που είχαν τεθεί προηγουμένως σε διαθεσιμότητα σε μια απόπειρα απομείωσης του δημόσιου τομέα. Συγχρόνως, διεξαγόταν μια σκληρή διαπραγμάτευση στα λόγια, γιατί στην ουσία δεν υπήρχε καν διάλογος, αφού η ελληνική πλευρά αρνείτο να κλείσει την αξιολόγηση και οι εταίροι επέμεναν στην ολοκλήρωσή της. Μόνα απτά αποτελέσματα υπήρξαν η μετονομασία της τρόικας σε θεσμούς και των τεχνικών κλιμακίων ελέγχου σε Ομάδα Βρυξελλών.
Ενώ, ύστερα από χίλια ζόρια, είχαμε φτάσει ένα βήμα πριν από τη συμφωνία και η διαπραγματευτική ομάδα, από την οποία εν τω μεταξύ είχε απομακρυνθεί ο πολυπράγμων ΥΠΟΙΚ, ήταν έτοιμη να υπογράψει, άφωνο το πανελλήνιο άκουσε τον πρωθυπουργό να καταγγέλλει τελεσίγραφο και να προκηρύσσει δημοψήφισμα. Με κλειστές τράπεζες και την οικονομία σε κατάρρευση, πάνω από το 60% των ψηφοφόρων αποφάνθηκε με ηχηρό «όχι», ενώ την ίδια στιγμή περίπου το 80% του πληθυσμού δήλωνε την προσκόλλησή του στο ευρώ. Ακόμα πιο εντυπωσιακό, ο πρωθυπουργός ερμήνευσε την ετυμηγορία αυτή ως ενίσχυση της διαπραγματευτικής του θέσης και ως εντολή να φέρει άμεσα συμφωνία που να εγγυάται την παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη.
Λίγες ημέρες αργότερα, ο νέος ΥΠΟΙΚ κατέληξε σε συνομολόγηση τρίτου Μνημονίου με μέτρα δέκα φορές επαχθέστερα από την πρόταση Χαρδούβελη και δύο φορές βαρύτερα από την απορριφθείσα προ ολίγων ημερών πρόταση Γιούνκερ. Κερασάκι στην τούρτα, τα πρώτα προαπαιτούμενα μέτρα για την ολοκλήρωση της συμφωνίας ψηφίστηκαν στην ελληνική Βουλή από όλα τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα της αντιπολίτευσης, ενώ ο ΣΥΡΙΖA απώλεσε περισσότερο από το 25% της κοινοβουλευτικής του δύναμης. Ακούσαμε ακόμα ότι όσοι δεν ψήφισαν τα μέτρα, εξακολουθούν να στηρίζουν την κυβέρνηση, ενώ οι ΑΝΕΛ, που ψήφισαν υπέρ, δηλώνουν απερίφραστα ότι δεν συμφωνούν με αυτά.
Η κατάσταση αυτή προσβάλλει οποιαδήποτε αντίληψη ελάχιστου ορθολογισμού. Είναι η αποτύπωση αυτού που αποκαλείται «ελληνική ιδιαιτερότητα» ελλείψει δοκιμότερου και επιτυχέστερου όρου. Ας ελπίσουμε ότι αυτή η ιδιαιτερότητα θα φτάσει μέχρι το τέλος και ότι το τρίτο Μνημόνιο θα εφαρμοστεί από μια κυβέρνηση που δεν το πιστεύει.