Με την κακοκαιρία «Barbara» ενέσκηψε και το ιδιαίτερο στυλ πολιτικής που έχει εδραιωθεί, ειδικά για την Πολιτική Προστασία, τα τελευταία χρόνια. Αφορά τις «υπηρεσιακές συσκέψεις». Απ’ αυτές προκύπτει, πάντα, ότι ο κρατικός μηχανισμός είναι πανέτοιμος για να αντιμετωπίσει οιαδήποτε απειλή.
Πέραν αυτής της διαβεβαίωσης δεν παρέχονται άλλα ουσιαστικά δεδομένα. Στην περίπτωση της “Babrbara” μάθαμε ότι θα μοιραστεί αλάτι και στους πολίτες να το ρίξουν μπροστά από το σπίτι τους, όπως και ότι η αστυνομία θα ερευνά εάν οι οδηγοί που αψήφισαν την κακοκαιρία, έχουν αλυσίδες.
Αξίζει, εδώ, μια αναφορά στον τρόπο που μεταφράζουν τα ΜΜΕ την (όποια) πολιτική για την αντιμετώπιση των καταστροφών. Θεωρείται, εξ ορισμού και μη αμφισβητούμενης ορθότητας, η παραδοχή ότι η προσωπική στάση απέναντι στις καταστροφές είναι απολύτως καθοριστική για την έκβασή της. Δεν υπάρχει συλλογική η ατομική κυβερνητική ευθύνη, αφ’ ης οι κυβερνητικοί παράγοντες διαβεβαιώνουν ότι όλα είναι υπό έλεγχο και αποστέλλεται ένα μήνυμα που προειδοποιεί για την επερχόμενη απειλή, διατυπώνοντας την έμμεση προτροπή: «Μείνετε σπίτι».
Πράξεις και παραλείψεις που ανακαλύπτονται εκ των υστέρων (βλ. Μάτι) και δεν συναρτώνται προς τις προσωπικές επιλογές ενός εκάστου δεν αναφέρονται ούτε πριν ούτε μετά από μια καταστροφή.
Από την άλλη, οι συσκέψεις με τους «υπηρεσιακούς παράγοντες» δεν αποσκοπούν στη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών Πολιτικής Προστασίας. Σκοπό έχουν να δίδεται η εντύπωση στους πολίτες ότι το κράτος είναι σε εγρήγορση.
Το καλύτερο που μπορεί να προκύψει απ’ αυτές τις συσκέψεις είναι η δημιουργία βεβαιότητας στους οργανωτές ότι οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες θα ακολουθήσουν όσα διαλαμβάνονται στον «Ξενοκράτη».
Θα έπρεπε, όμως, η Πολιτική Προστασία να ήταν ικανοποιημένη και να θεωρεί είδηση το γεγονός ότι οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες πρέπει να κάνουν τη δουλειά τους;
Σκεφθείτε σε χώρες που δοκιμάζονται από κακοκαιρίες, για κάθε χιονιά η για κάθε μπόρα να ανακοίνωναν ότι θα τους αντιμετωπίσουν κάνοντας συσκέψεις…
Εάν, όντως, οι κρατούντες ήθελαν να βελτιώσουν την κατάσταση στην τόσο κρίσιμη δημόσια πολιτική της αντιμετώπισης των καταστροφών, θα φρόντιζαν, τρία χρόνια μετά τον νόμο που οι ίδιοι ψήφισαν, να εφάρμοζαν τις διατάξεις του για την περιφερειακή και τοπική οργάνωση της Πολιτικής Προστασίας.
Θα είχαν, ήδη, εκχωρήσει το σύνολο των αρμοδιοτήτων, των πόρων και υποδομών στην αυτοδιοίκηση.
Θα είχαν τελειώσει, επί τέλους, τον χάρτη επικινδυνότητας που θα τους επέτρεπε να σχεδιάσουν μια ορθολογική διάταξη των δυνάμεων ανάλογα με την ευαλωτότητα κάθε περιοχής.
Θα είχαν δημιουργήσει ένα δίκτυο μόνιμης επαγρύπνησης από γρηγορούντες πολίτες (εθελοντές), φορείς του δημοσίου, επιχειρήσεις και ακαδημαϊκά ιδρύματα, ώστε να προλαμβάνουν, να μπορούν αποτελεσματικότερα να αποκρούουν μια επερχόμενη απειλή και να βελτιώσουν το απαράδεκτο σύστημα ταλαιπωρίας και χρονοτριβών που αποκαλείται αποζημίωση.
Αντ’ αυτών κλείνουν δρόμους και σχολεία, και εύχονται να περάσει γρήγορα η καταστροφή με όσο το δυνατόν λιγότερες συνέπειες.
Είναι λυπηρό που η Πολιτική Προστασία εξακολουθεί να έχει έναν περιθωριακό ρόλο μεταξύ των δημόσιων πολιτικών. Κι ακόμη πιο λυπηρό είναι ότι από την εποχή των γραφικών εκείνων αρμοδίων που απέδιδαν τις πυρκαγιές στον «στρατηγό άνεμο» και την «κομμένη γράνα» μέχρι την εποχή του άκρατου κυνισμού για τη «στραβή στη βάρδια» που κόστισε μια εκατόμβη νεκρών, περάσαμε στην εποχή των συσκέψεων. Φοβούμαι ότι εκείνο το αμίμητο του Γ. Καρτάλη ότι «οι Έλληνες όταν συσκέπτονται δεν σκέπτονται» δεν αρκεί για να διασκεδάσει την αγωνία όσων γνωρίζουν τις επερχόμενες συνέπειες των καταστροφών που φέρνει μαζί της η κλιματική αλλαγή.