H αποδόμηση της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης

Μαρία Λιανού 31 Ιουλ 2015

Η μορφή της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι μοναδική στον κόσμο. Είναι ένα sui generis μόρφωμα, μια οικογένεια Ευρωπαϊκών δημοκρατικών χωρών που συνεργάζονται μεταξύ τους με σκοπό τη βελτίωση του τρόπου ζωής των πολιτών τους και τη δημιουργία ενός καλύτερου κόσμου. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αποτελεί ομόσπονδο κράτος. Οι χώρες-μέλη της απολαμβάνουν την ανεξαρτησία τους ως κυρίαρχα έθνη. Δεν είναι όμως ούτε απλώς ένας διακυβερνητικός οργανισμός. Τα κράτη-μέλη της Ένωσης συνενώνουν μέρος των εθνικών τους κυριαρχιών, αποκτώντας μεγαλύτερη συλλογική δύναμη από όση θα είχαν αν ενεργούσαν μεμονωμένα. Η Ένωση αποτελεί παράδειγμα αξιόλογης επιτυχίας, αφού μέσα στην 60χρονη περίπου πορεία της, κατόρθωσε να κάνει πράξη τα οριζόμενα στη Συνθήκη (άρθρο 3 ΣΕΕ), καθιερώνοντας την ειρήνη και την ευημερία μεταξύ των πολιτών της, και δημιουργώντας μια ενιαία αγορά δίχως σύνορα, στην οποία κυκλοφορούν ελεύθερα αγαθά, υπηρεσίες, άνθρωποι και κεφάλαια. Η συνεργασία και αλληλεξάρτηση των κρατών-μελών της γίνεται εμφανής στη δημιουργία και υιοθέτηση ενός ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος (του ευρώ), το οποίο αποτελεί σήμερα το επίσημο νόμισμα 19 κρατών-μελών. Η Ένωση απολαμβάνει μεγάλη εμπορική δύναμη, ενώ παράλληλα κατέχει παγκόσμια πρωτοκαθεδρία σε τομείς όπως η προστασία του περιβάλλοντος και η αναπτυξιακή βοήθεια. Δεν είναι παράδοξο συνεπώς το γεγονός ότι τα κράτη-μέλη της αυξήθηκαν από 6 σε 28 σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, ενώ και άλλες χώρες επιθυμούν να προσχωρήσουν.

Η Συνθήκη τονίζει τις θεμελιώδεις αρχές πάνω στις οποίες εδράζεται (άρθρο 2 ΣΕΕ): το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, την ελευθερία, τη δημοκρατία, την ισότητα και το κράτος δικαίου. Οι αξίες αυτές είναι κοινές στα κράτη μέλη εντός μιας κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από την απαγόρευση των διακρίσεων, την ανοχή, τη δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη και την ισότητα μεταξύ των φύλων. Επίσης, η Συνθήκη διασφαλίζει την ισότητα και την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών (άρθρα 3 και 4 ΣΕΕ), ενώ με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας προωθεί την εκπλήρωση των καθηκόντων της Ένωσης και των κρατών μελών στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού και της αμοιβαίας συνεργασίας.

Στη σημερινή συγκυρία, ωστόσο, οι ανωτέρω διακηρύξεις της Συνθήκης μοιάζουν να είναι κενές περιεχομένου. Η Ένωση φαίνεται να έχει απομακρυνθεί από τις θεμελιώδεις αρχές της, ενώ η ρήτρα μη διάσωσης (άρθρο 125 ΣΛΕΕ) το επιβεβαιώνει. Η τρέχουσα χρηματοοικονομική κρίση, η οποία μέρα με τη μέρα λαμβάνει όλο και περισσότερο ανθρωπιστικές, και δη ανησυχητικές, διαστάσεις, έχει αποκαλύψει τις βαθιά ριζωμένες διαφορές ανάμεσα στα κράτη μέλη της Ένωσης. Οι εθνικιστικές αγκυλώσεις και ο διαχωρισμός της Ευρώπης ανάμεσα σε βορρά και νότο παραμένουν μια θλιβερή πραγματικότητα. Ο ισχυρός ευρωπαϊκός πυρήνας κρατών βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τις αδύναμες χώρες της περιφέρειας. Η βαθιά πολιτική κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στις κυβερνήσεις και στις ευρωπαϊκές αρχές έχει κλονίσει την ούτως ή άλλως άτονη ευρωπαϊκή ταυτότητα των πολιτών. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση φαντάζει ουτοπική, ενώ κερδισμένα εμφανίζονται τα ακροδεξιά ευρωσκεπτικιστικά πολιτικά κόμματα, που ανεβάζουν σταδιακά τη δημοτικότητα και τα ποσοστά τους σε ολόκληρη την Ευρώπη, ξυπνώντας μνήμες του παρελθόντος για την εμπλοκή της Ευρώπης στη δίνη των δύο παγκοσμίων πολέμων.

Lianou2

 

 

 

 

Lianou1

 

Το δημοσιονομικό -και βαθύτατα πολιτικό και ανθρωπιστικό- πρόβλημα της Ελλάδας δημιούργησε τριγμούς στο οικοδόμημα της Ευρωζώνης, αποκαλύπτοντας τα λειτουργικά και δομικά της προβλήματα και αντανακλώντας την ανάγκη για ευρωπαϊκή αλληλεγγύη στην πράξη. Στις οικονομικές ενώσεις ομοσπονδιακού χαρακτήρα υπάρχει αλληλεγγύη ανάμεσα στις πολιτείες και όταν εντοπίζονται οικονομικές ανισορροπίες μεταξύ περιοχών, αντιμετωπίζονται κυρίως με δημοσιονομικές μεταβιβάσεις, ενώ στην ΕΕ η μεταφορά πόρων που προβλέπεται μέσω των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Η ΟΝΕ έφερε νομισματική ένωση, όχι όμως και οικονομική ένωση. Η δημοσιονομική πειθαρχία δεν μπόρεσε να επιτύχει τη σύγκλιση των δημοσιονομικών πολιτικών των κρατών μελών, οι οποίες παραμένουν προσκολλημένες στο εθνικό επίπεδο.

Υπό τις συνθήκες της κρίσης έγινε εμφανές ότι η διαχείριση του ευρώ χρειάζεται δυνατότερους και πιο αποτελεσματικούς θεσμούς. Η οικονομική κρίση μπορεί και πρέπει να γίνει η πρόκληση και η ευκαιρία για «περισσότερη Ευρώπη». Είναι καιρός να ανοίξει ο διάλογος για την τροποποίηση της Συνθήκης της Λισαβόνας, η οποία, άλλωστε, έχει μεταβατικό χαρακτήρα. Η νέα Συνθήκη θα πρέπει να εγγυάται ότι πλέον στην Ευρώπη η αλληλεγγύη θα έχει πρακτική εφαρμογή και όχι έναν απλά διακηρυκτικό χαρακτήρα. Μια ενωμένη οικονομικά και πολιτικά Ευρώπη θα δύναται να λάβει τη θέση που της αξίζει στη διεθνή σκηνή και να αποτελέσει σε ολόκληρο τον κόσμο φωτεινό παράδειγμα προς μίμηση. Είναι καιρός πια η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση να προχωρήσει και να φτάσει στη φυσική της κατάληξη: στην οικοδόμηση μιας Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας.