H άλλη πλευρά του νομίσματος

Προκόπης Δούκας 14 Φεβ 2013

Υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος που θεωρεί ότι οι λέξεις και οι έννοιες έχουν διασταλτική ερμηνεία, ανάλογα με την πολιτική οπτική αυτού που τις εκφέρει. Και μάλιστα, έχει και επιχείρημα για αυτό: Εφόσον συνταγματικές προβλέψεις, εργασιακά δικαιώματα και νόμοι γίνονται «λάστιχο», άρα μπορούν να γίνουν το ίδιο και τα εργαλεία του λόγου.

Πράγματι, λοιπόν, από τότε που η χώρα έχει περιέλθει σε κατάσταση αδυναμίας δανεισμού, οι «εκπτώσεις» στο πολιτικό και νομικό πεδίο είναι πολλές. Οι (αποκλειστικοί) μας δανειστές φέρονται να δυσανασχέτησαν για τους περιορισμούς που ο συνταγματικός χάρτης της χώρας θέτει. Το ζήτημα βέβαια ήταν πάντα πολιτικά και νομικά περίπλοκο, καθώς οι ευρωπαϊκές αρχές και οδηγίες «μάχονται» πολλές φορές με τις εθνικές συνταγματικές επιταγές, όταν έχουν διαφορετικές κατευθύνσεις. Και η αλήθεια είναι ότι το εθνικό θα έπρεπε να υποχωρεί, όταν πρόκειται για το συμφέρον της συνολικής ευρωπαϊκής οντότητας, με την προϋπόθεση ότι πράγματι τα κίνητρα είναι το κοινό καλό.

Ωστόσο, οι «εκπτώσεις» δεν αφορούν μόνο το Σύνταγμα, αλλά επεκτείνονται στην κατάργηση πολλών δικαιωμάτων, κυρίως εργασιακών, αλλά και στην αντικατάσταση της κανονικής νομοθετικής λειτουργίας με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου και άλλες ρυθμίσεις. Το καθεστώς του «χρεοκοπημένου» κάνει ιδιαίτερα δύσκολη την άμυνα σε αλλαγές και περικοπές, που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα γίνονταν ποτέ δεκτές, ανεξαρτήτως του αν η πολιτεία μας υπέφερε μεταπολιτευτικά από ανικανότητα, διαφθορά και πολυνομία. Χώρια που σε όλα αυτά προστέθηκε και η επικίνδυνη διείσδυση του φασισμού σε όλους τους χώρους.

Όσο όμως μπορεί πολιτικά να είναι κανείς αντίθετος με τέτοιες συνταγματικές ή μη παραβιάσεις, άλλο τόσο δεν μπορεί κανείς να μεταφράζει το αποτέλεσμα ως «χούντα» ή «δικτατορία». Και οι δύο λέξεις, που υποδηλώνουν με σαφήνεια ολοκληρωτικό καθεστώς από στρατιωτικό ή όχι πραξικόπημα, δεν μπορούν να περιγράφουν τις όποιες κυβερνητικές παρανομίες. Η έννοια της δημοκρατίας δεν υπονοεί μια κατάσταση άσπρου-μαύρου, όπως η έλλειψή της. Και για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, σε κάθε δημοκρατική χώρα, όσο αναπτυγμένη κι αν είναι, υπάρχουν παρανομίες και παραβιάσεις από τις διάφορες εξουσίες, κυρίως την εκτελεστική. Για αυτό και υπάρχει, εγγενής στη σύγχρονη δημοκρατία, η διάκριση των (τριών) εξουσιών, που με τη βοήθεια της άτυπης τέταρτης, του Τύπου, ελέγχουν η μία την άλλη ώστε να ελαχιστοποιούνται οι αυθαιρεσίες.

Η αυθαιρεσία των κυβερνήσεων και της διοίκησης, λοιπόν, που καθορίζει την ποιότητα της δημοκρατίας, δεν αντιμετωπίζεται με αυθαιρεσία στις λέξεις. Αντιμετωπίζεται με σοβαρή πολιτική δουλειά και ενδυνάμωση των θεσμών. Ούτε η πλημμελής λειτουργία των ΜΜΕ μπορεί να ονομάζεται «νοθεία» ή «τρομοκρατία», όσο κι αν η χαμηλή ποιότητα της πληροφόρησης ή του δημοσίου διαλόγου, που αυτά εκτρέφουν, υποβαθμίζει κι άλλο τη δημοκρατία. Ούτε η συνταγματική «εκτροπή» μπορεί να ονομάζεται δικτατορία, όσο κι αν η μη τήρηση του Συντάγματος σε επιμέρους θέματα καθιστά τη δημοκρατία ακόμα πιο ελλειμματική.

Τα τελευταία χρόνια, στον παγκόσμιο δημόσιο διάλογο έχει μπει και η «χούντα των αγορών», η αντιδημοκρατική επιβολή της βούλησης των οικονομικών συμφερόντων πάνω από τις επιθυμίες ή της προτεραιότητες των οργανωμένων κοινωνιών. Πράγματι, η πίεση αυτή που έγινε δυνατή τις τελευταίες δεκαετίες, λόγω κυρίως του «εξαναγκασμού» των κρατών να δανείζονται από την αγορά και όχι από τις κεντρικές κρατικές τράπεζες, θέτει σοβαρά ζητήματα για την πορεία της δημοκρατίας παγκοσμίως. Αυτό όμως δεν σημαίνει την απώλειά της, τουλάχιστον όχι ακόμα. Η ρήση ότι «οι δικτατορίες επιβάλλονται όχι πια με τα όπλα, αλλά με το χρήμα» είναι μαξιμαλιστική και σκοντάφτει σε μια πολύ βασική αντίφαση.

Στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, δεν υπάρχει εξ ορισμού καθόλου δημοκρατία. Κυρίως όμως δεν υπάρχει ποτέ η ελευθερία του λόγου. Εν πολλοίς, αν ζούσαμε σε δικτατορία, θα ήμασταν οι περισσότεροι πίσω από τα κάγκελα ή σε ξερονήσια, πιθανά μέλη μιας ατέλειωτης λίστας βασανιζόμενων ή και νεκρών, μόνο και μόνο επειδή λέμε τη γνώμη μας ελεύθερα. Και πάντως, δεν θα είχαμε εκλέξει (και επανεκλέξει) τους εκπροσώπους, που σχηματίζουν τις κυβερνήσεις που παρανομούν.

Υπό αυτό το πρίσμα, η παρούσα κυβέρνηση ελέγχεται για πολλές και διάφορες (εξαναγκασμένες ή μη) ενέργειες που πλήττουν τη δημοκρατία. Ούσα τρικομματική, άρα ουσιαστικά για πρώτη φορά από το 1989 κυβέρνηση συναίνεσης και συνεργασίας, θα έπρεπε να κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση, στο βαθμό τουλάχιστον που το επέτρεπαν οι ασφυκτικές (και όχι πάντα αδικαιολόγητες) απαιτήσεις των δανειστών, που έχουν πολλές φορές διαπιστώσει τη συνολική τάση που έχει η πολιτική ηγεσία μας να κοροϊδέψει τους «κουτόφραγκους», παραβιάζοντας όσα έχουν συμφωνηθεί.

Αντί όμως να επωφεληθεί από αυτή την ευρεία συναίνεση για να προωθήσει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις και τον εκσυγχρονισμό της κρατικής μηχανής, ώστε να ξεφύγουμε από τη φούσκα που εμείς κυρίως επιτρέψαμε να δημιουργηθεί, βλέπουμε μια προσπάθεια για μικροκομματικά οφέλη, βασισμένα στον αυταρχισμό και στην πόλωση (με αμφίβολα αποτελέσματα) και στην αντιπαράθεση με την αξιωματική αντιπολίτευση. Βεβαίως και θα μπορούσε αυτή κυβέρνηση, από πλευράς ιδεολογικής σύνθεσης τουλάχιστον, να εξυγιάνει τομείς όπως ο συνδικαλισμός, η παιδεία ή η δημόσια διοίκηση.

Αλλά αυτό δεν γίνεται με αλλεπάλληλες διαρροές, για να μετρηθούν οι αντιδράσεις και για λόγους πολιτικού παιχνιδιού. Ούτε με τη συνδικαλιστική παρέμβαση για εξαίρεση των γιατρών , κυρίων υπόπτων για φοροδιαφυγή, από την ανάρτηση της υποχρεωτικής ταμπέλας για τις αποδείξεις. Ούτε με την παρέμβαση υπέρ τοπικών κοινωνιών, στο επιχειρούμενο συμμάζεμα του «κάθε πόλη και πανεπιστήμιο, κάθε χωριό και ΤΕΙ». Ούτε με την «επάνδρωση» του δημόσιου τομέα με ό,τι χειρότερο, συμπεριλαμβανομένων και όσων δεν έχουν πτυχίο, αλλά θέλουν διευθυντικές θέσεις. Ακόμα περισσότερο, ούτε με την πιο μετριοπαθή, «καραμανλική» πλευρά να αρνείται λυσσαλέα τη διόγκωση του χρέους τη διετία 2007-2009, με σχετικό non-paper, ενώ σκοπεύει να εξυγιάνει την πολιτική ζωή του τόπου προωθώντας έναν ακόμα Καραμανλή (το γιο του Αχιλλέα!) στο δημόσιο στίβο.

Κι αν η τακτική του μεγαλύτερου μέρους της αντιπολίτευσης προκαλούσε και προκαλεί θυμηδία, όχι μόνο γιατί έθεσε επί μήνες την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας σε αμφισβήτηση, αλλά και γιατί έφτασε σε απίστευτες λεκτικές ακροβασίες, για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα (ποιος ξεχνάει την αμίμητη έκφραση «το ακραίο κέντρο» ή άλλες παρόμοιες), η βασική κυβερνητική συνιστώσα δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να οδηγεί τη σκέψη μας στη συμπληρωματική λεκτική ακροβασία «τα μετριοπαθή άκρα».

Μόνο που δεν λογίζεσαι πια ως μετριοπαθές, κεντροδεξιό κόμμα, όταν ολοένα και περισσότερο ακολουθείς αυταρχικές πρακτικές, φλερτάροντας με την ακροδεξιά. Κι αν κάτι κάνει ο υπερπατριωτικός, υπερσυντηρητικός και εθνικιστικός πυρήνας της Νέας Δημοκρατίας είναι να αποδεικνύει ότι αποτελεί την άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος, με όσους ακολουθούν ένα λαϊκίστικο, ανέξοδο, καταγγελτικό λόγο στην απέναντι πλευρά του πολιτικού φάσματος. Και μάλιστα, με πολύ χειρότερες προδιαγραφές, όταν κλείνεις το μάτι στους ψηφοφόρους του φασισμού και του χυδαίου, ευτράπελου καφενείου.